ΠΑΙΔΙΑ

                                                                    1.    Ο ΜΟΡΜΟΛΗΣ




Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαμε ζωή και κότα,
κι ο Μορμόλης  ήρθε δω και δε ζούμε σαν και πρώτα.

(Ο θείος και η θεία μπήκαν σε μεγάλη περιέργεια)

Τι είναι τάχα ο Μορμόλης,
πράγμα, άνθρωπος, θηρίο;
Πες στη θεία και στο θείο.

«Ο Μορμόλης είν’ ο Μορμόλης!» είπαν τα παιδιά.

Ο Μορμόλης ό,τι κάνει, θα το κάνει μια χαρά,
κι αν θυμώσουν οι μεγάλοι, μεις δε δίνουμε παρά.

( Ο θείος και η θεία ρώτησαν από δω, ρώτησαν από κει, αλλά κανένας δεν τον ήξερε το Μορμόλη. Τελικά, ρώτησαν και το γείτονα, τον κυρ Μπουρίνια, που όλο γκρίνιαζε γιατί τα παιδιά έκαναν φασαρία.)

ΘΕΙΑ: Για πέστε μου, κύριε Μπουρίνια, εσείς το γνωρίζετε το Μορμόλη;
ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Αν τον γνωρίζω; Πολύ καλά μάλιστα.
ΘΕΙΟΣ: Πώς τον γνωρίζετε; Τι σόι άνθρωπος είναι;
ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Άνθρωπος; Μα δεν είναι άνθρωπος. Ένα κουτί είναι.
ΘΕΙΑ: Ένα κουτί!
ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Ναι, ένα κουτό κουτί και τίποτα παραπάνω!
Βλέπω το Μορμόλη, τρέμουνε τα πόδια
τρέμουνε τα χέρια σαν μιλούν γι’ αυτόν.
Κι όμως ξέρω ότι ο Μορμόλης είναι
ένα παλιοκούτι κι είμαι εγώ κουτός.
( Οι μεγάλοι δεν τον καταλαβαίνανε το Μορμόλη. Θυμώνανε και θέλανε να τον πάρουνε και να τον καταστρέψουνε. Ο κ. Μπουρίνιας μάλιστα πήρε το πριόνι του για να τον κάμει κομματάκια. Όμως τα παιδιά τον κρύψανε και κρύφτηκαν κι εκείνα. Τότε ο Μπουρίνιας θύμωσε ακόμα περισσότερο.)

ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Α, δεν τα αντέχω πια τα παλιόπαιδα. Μου τρύπησαν τ’ αυτιά με τη γαϊδουροφωνή τους!
ΜΟΡΜΟΛΗΣ: «…με τη γαϊδουροφωνή τους»
ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Πάω να φωνάξω την αστυνομία.
 (Μόλις έφυγε ο Μπουρίνιας, τα παιδιά πήρανε το Μορμόλη και πήγανε στον κήπο για να παίξουν και να χαρούν τη λιακάδα.)
ΚΟΡΙΤΣΙ: Θαύμα αυτός ο κήπος! Θα ‘θελα να ‘χαμε και στο σπίτι έναν. Όμως στις πόλεις δεν υπάρχουν κήποι.
ΑΓΟΡΙ: Πώς, και στις πόλεις υπάρχουν κήποι. Αλλά για πες το στους μεγάλους με τους μεγάλους κήπους.  Για πήγαινε και ρώτα έναν:» μπορώ να παίξω στον κήπο σας, κύριε;»
ΚΟΡΙΤΣΙ: Καλημέρα σας κύριε.
ΚΥΡΙΟΣ: Καλημέρα!
ΚΟΡΙΤΣΙ: Μπορώ να παίξω στον κήπο σας;
ΚΥΡΙΟΣ: Τι; Να παίξεις στον κήπο μου; Δεν είσαι στα καλά σου. Αυτό θα ήτανε τρέλα. Η φασαρία, τα ξεφωνητά, θα μου τσαλαπατήσετε τα λουλούδια. Θα μου καταστρέψετε το γρασίδι. Σωστή τρέλα!
ΚΟΡΙΤΣΙ: Δηλαδή, θαύμα!
Με πιάνει το παράπονο και κλαίω
να βλέπω κήπους σφαλιστούς
στα κάγκελα παιδιά σκαρφαλωμένα
να λαχταράνε τους κισσούς.

Με πιάνει το παράπονο και κλαίω
να βλέπω κήπους με γυαλιά,
να μη μ’ αφήνουν να χοροπηδάω
καθώς στα δέντρα τα πουλιά.

Με πιάνει το παράπονο και κλαίω
που έχουν άλλοι τα κλειδιά
κι αφήνουν έρημους, βουβούς τους κήπους
να ζουν σε τέτοια μοναξιά.

Με πιάνει το παράπονο και λέω,
δε θα ‘ρθει κάποτε η στιγμή
να ρίξουν τα παιδιά τους φράχτες κάτω,
να μπουν και να χαρούν τη γη;

(Ακούγεται σφυρίχτρα αστυφύλακα)

ΑΓΟΡΙ: Ωχ, αστυφύλακας. Τον έφερε ο κ. Μπουρίνιας.
ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Να, αυτό είναι το κουτί, το βλέπετε κύριε αστυφύλαξ; Αυτός είναι ο Μορμόλης. Μ’ αυτο το πράγμα αρχίνησαν όλα. Να τον συλλάβετε!
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Ποιον;
ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Το Μορμόλη. Το κουτί. Δηλαδή το Μορμόλη.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Αυτό δεν μπορώ να το συλλάβω. Το πολύ πολύ να το κατάσχω.
ΑΓΟΡΙ: Μα αυτό είναι ο Μορμόλης μας.
ΚΟΡΙΤΣΙ: Καλύτερα να μην το αγγίξετε. Δαγκώνει!
ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Μην το πιστεύετε. Κάμετε κατάσχεση. Εμπρός! Αλλιώς θα σας  αναφέρω στο δήμαρχο.

(Έτσι ο αστυφύλακας πήρε το Μορμόλη και τον πήγε στο δήμαρχο.)

Ο δήμαρχος τα είχε χαμένα.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Σε μπελάδες μ’ έβαλες, αστυφύλαξ!
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Μα ο κ. Μπουρίνιας…
ΠΑΙΔΙΑ: Είναι ένας βλάκας γερο-γκρινιάρης, λέει… ο Μορμόλης. Αχ, κύριε δήμαρχε, δώστε μας πίσω το Μορμόλη και θα σας αφήσουμε ήσυχο.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Θα το προτιμούσα κι εγώ, αλλά… ο κ. Μπουρίνιας είναι φίλος μου και, αν το μάθει, θα θυμώσει.
ΑΓΟΡΙ: Για δες, φοβάται τον Μπουρίνια!
ΚΟΡΙΤΣΙ: Παρατήρησες ότι όλοι οι μεγάλοι φοβούνται κάποιους άλλους μεγάλους;
Ο ένας τρέμει τον άλλο, κι ο μεγάλος το μεγάλο
Όμως, όλοι, όλοι-όλοι φοβούνται το Μορμόλη!
ΑΓΟΡΙ: Λοιπόν, κ. δήμαρχε, να πείτε στον Μπουρίνια ότι δεν μπορούσατε να κάνετε τίποτα κι ότι δυστυχώς εμείς ξαναπήραμε το Μορμόλη. Έτσι;

Πήραν λοιπόν το Μορμόλη και γύρισαν στο σπίτι. Ο κ. Μπουρίνιας όμως δεν το ‘βαζε κάτω. Ήταν πάλι θυμωμένος.
ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Α, εδώ είναι ο Μορμόλης. Τώρα θα τον πάρω και θα τον κάνω κομματάκια.
ΚΟΡΙΤΣΙ: Και δεν τον κάνεις ό,τι θέλεις.
ΑΓΟΡΙ: Τι να το κάνουμε το παλιόκουτο;
ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Παλιόκουτο;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Τόση φασαρία για ένα ξύλινο κουτί;
ΑΓΟΡΙ: Πάμε να φύγουμε. Τον βαρέθηκα.

 (Τα παιδιά φεύγουν. Ο Μπουρίνιας παίρνει ένα πριόνι κι αρχίζει να κόβει το κουτί. Η θεία πολύ στενοχωρήθηκε.)

ΘΕΙΑ: Αγριάνθρωπε! Τον καημένο το Μορμόλη! Παιδιά, ελάτε!
ΑΓΟΡΙ: Τι τρέχει, θεία;
ΘΕΙΑ: Για δες! Ο κακομοίρης ο Μορμόλης σας!
ΘΕΙΑ: Μα αυτός δεν είναι ο Μορμόλης. Αυτά είναι ξύλα για τη σόμπα.
ΘΕΙΟΣ: Αυτόν το σωλήνα τι τον φέρατε μαζί σας;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ποιον σωλήνα;
ΘΕΙΑ: Αυτόν που κουβαλάτε. Αυτό είναι το μπουρί από τη σόμπα.
ΑΓΟΡΙ: Αυτό δεν είναι μπουρί.
ΚΟΡΙΤΣΙ: Ούτε σωλήνας.
ΠΑΙΔΙΑ: Αυτός είναι ο Μορμόλης!
ΜΕΓΑΛΟΙ: Ο Μορμόλης;
ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Ε, θα τον κάνω κι αυτόν κομμάτια!

( Ο Μπουρίνιας κόβει το μπουρί στα δύο.)

ΑΓΟΡΙ: Τώρα έχουμε δυο Μορμόληδες!

(Ο Μπουρίνιας το κόβει στα τρία.)

ΚΟΡΙΤΣΙ: Τώρα έχουμε τρεις Μορμόληδες!

(Ύστερα το έκοψε στα τέσσερα και στα πέντε.)

ΘΕΙΑ: Τέσσερις Μορμόληδες!
ΘΕΙΟΣ: Πέντε Μορμόληδες!
ΚΟΡΙΤΣΙ: Μπράβο, θείε!
ΑΓΟΡΙ: Επιτέλους κατάλαβε κι αυτός.
ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Είστε βέβαιος ότι όλοι αυτοί εδώ είναι Μορμόληδες;
ΘΕΙΟΣ: Το βλεπετε και μόνοι σας…λέει ο Μορμόλης.
ΜΠΟΥΡΙΝΙΑΣ: Μα εγώ όμως…
ΘΕΙΑ: Και πάψε πια να γκρινιάζεις!
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: …λέει ο Μορμόλης!



                                                                                                                 Ράινερ Χάχφελντ



         2.   ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΝ ΘΕΑΤΡΟ
Το απόσπασμα αυτό είναι από την κωμωδία του Σαίξπηρ «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας». Κάποιοι αγράμματοι μαστόροι ετοιμάζονται να παίξουν ένα θεατρικό έργο για να ψυχαγωγήσουν τα αφεντικά τους.

Τα πρόσωπα: Κυδώνης, Ροκάνης, Στημόνης, Φυσούνης, Καζάνης, Βελόνης.




                                                              ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΚΥΔΩΝΗΣ: Είναι μαζεμένη εδώ όλη η συντροφιά;
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Καλύτερα θα ‘κανες να τους φώναζες όλους, καθέναν με τ’ όνομά του, όπως είναι μέσα στον κατάλογο.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Εδώ είναι η σημείωση με τ’ όνομα του καθενού που μέσα σ’ όλη την Αθήνα περνάει για ικανός να πάρει μέρος στην παράσταση, που θα κάνουμε μπροστά στον άρχοντά μας και την αρχόντισσα, τη βραδιά των γάμων τους.
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Πρώτα, φίλε μαστρο-Κυδώνη, πες  μας ποια είναι η υπόθεση του δραμάτου, ύστερα διάβασε τα ονόματα των ηθοποιών κι έλα πια στο προκείμενο.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Τι να σας πω, το δράμα μας είναι: Η τραγικότατη κωμωδία κι ο σκληρότατος θάνατος του Πύραμου και της Θίσβης.
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Θαυμάσιο έργο σας λέω και χωρατάδικο. Τώρα, φίλε, μαστρο-Κυδώνη, φώναξε τους ηθοποιούς με τον κατάλογο. Μαστόροι, ανοιχτείτε!
ΚΥΔΩΝΗΣ: Ν’ απαντάτε, όταν σας φωνάζω. Στημόνης ο υφαντής!
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Παρών! Πες μου τι μέρος έχω και τράβα παρακάτω.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Εσύ Στημόνη, είσαι γραμμένος για το ρόλο του Πύραμου…
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Αμ, θα κάνω να χυθούν κάμποσα δάκρυα στην παράσταση. Όταν παίζω, ας κοιτάξουν οι θεατές τα μάτια τους. Θα φέρω τρικυμίες, θα συγκινήσω όσο δεν παίρνει. Τώρα τράβα παρακάτω…
ΚΥΔΩΝΗΣ: Φυσούνης ο γύφτος!
ΦΥΣΟΥΝΗΣ: Παρών, μαστρο-Κυδώνη!
ΚΥΔΩΝΗΣ: Εσύ Φυσούνη, θα παίξεις  Θίσβη.
ΦΥΣΟΥΝΗΣ: Τι είναι ο Θίσβος; Κανένας πλανόδιος ιππότης;
ΚΥΔΩΝΗΣ: Είναι η κόρη που αγαπάει ο Πύραμος.
ΦΥΣΟΥΝΗΣ: Όχι, στη ζωή σου, μη με βάλεις να παίξω γυναικείο πρόσωπο. Άρχισαν να βγαίνουν τα γένια μου.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Δεν πειράζει, θα το παίξεις με μουτσούνα και θα μπορείς να μιλάς όσο θέλεις ψιλά.
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Αν μπορώ να κρύψω το πρόσωπό μου, άσε με να παίξω εγώ τη Θίσβη, θα μιλάω με τρομερά ψιλή φωνή…
ΚΥΔΩΝΗΣ: Όχι, όχι, εσύ πρέπει να παίξεις τον Πύραμο κι εσύ Φυσούνη τη Θίσβη.
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Καλά, παρακάτω.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Βελόνης ο ράφτης!
ΒΕΛΟΝΗΣ: Εγώ είμαι, μαστρο-Κυδώνη.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Εσύ, Βελόνη, θα παίξεις τη μητέρα της Θίσβης. Καζάνης ο γανωτής!
ΚΑΖΑΝΗΣ: Παρών, μαστρο-Κυδώνη!
ΚΥΔΩΝΗΣ: Εσύ θα είσαι ο πατέρας του Πύραμου κι εγώ ο πατέρας της Θίσβης. Ροκάνης ο μαραγκός! Εσύ θα κάνεις το μέρος του λιονταριού, κι έτσι θαρρώ ετοιμάστηκαν όλα τα μέρη του έργου.
ΡΟΚΑΝΗΣ: Έχεις γράψει το μέρος του λιονταριού; Σε παρακαλώ, αν κι είναι και το ‘χεις, δώσ’ το μου γιατί είμαι αργός στη μελέτη.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Μπορείς να το κάνεις εφτασκέδιο γιατί δεν είναι τίποτ’ άλλο από μούγκρισμα.
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Δε μ’ αφήνεις να κάνω εγώ και το λιοντάρι; Θα βγάλω τέτοιο μούγκρισμα που θα κάνω κάθε καρδούλα να με προσέξει. Θα μουγκρίζω έτσι που θα κάνω τον άρχοντα να πει: «Να ξαναμουγκρίσει, να ξαναμουγκρίσει».
ΚΥΔΩΝΗΣ: Αν το παρακάνεις άγρια, θα τρομάξεις την αρχόντισσα και τις κυρίες και μπορεί να μπήξουν τις φωνές. Κι αυτό θα φτάσει να για να μας κρεμάσουν όλους.
ΟΛΟΙ: Θα μας κρεμάσουν τους κακόμοιρους!
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Μάλιστα, σύντροφοι, αν πρόκειται να τρομάξετε τις κυρίες τόσο, που να χάσουν τα λογικά τους, τότε δε θα ξέρουν πια τι κάνουν και θα μας κρεμάσουν. Εγώ όμως θα φτιάσω τη φωνή μου έτσι, που θα σας κάνω ένα τόσο χαριτωμένο μούγκρισμα, σαν να ‘μουνα πιτσουνάκι βυζανιάρικο. Θα μουγκρίζω σαν αηδόνι.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Δεν μπορείς να παίξεις άλλο μέρος, μόνο τον Πύραμο, γιατί ο Πύραμος είναι άντρας με γλυκό πρόσωπο, ομορφάνθρωπος, που τέτοιον  μόνο στα πανηγύρια μπορείς να βρεις. Είναι άντρας ιπποτικός και χαριτωμένος. Γι’ αυτό πρέπει να παίξεις χωρίς άλλο τον Πύραμο.
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Καλά, απευθύνη μου. Με τι γένια θα τον παίξω καλύτερα;
ΚΥΔΩΝΗΣ: Να, μ’ ότι γένια θέλεις.
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Θα τον παραστήσω ή μ’ αχυρένια ή πορτοκαλιά γενειάδα ή με κόκκινη σαν το παντζάρι ή με ολωσδιόλου κίτρινη.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Λοιπόν, μαστόροι, αυτά είναι τα μέρη σας. Και θα ας συστήσω, θα σας συμβουλέψω και θα σας παρακαλέσω να τα μάθετε ως αύριο το βράδυ και να ‘ρθετε να μ’ ανταμώσετε στο δάσος του άρχοντά μας, ένα μίλι έξω απ’ την πόλη, με το φως του φεγγαριού να κάμωμε τις δοκιμές.

(Στο δάσος)

ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Είμαστε όλοι παρών;
ΚΥΔΩΝΗΣ: Όλοι κι όλοι, κι εδώ το μέρος, ούτε γίνεται πιο κατάλληλο για τη δοκιμή μας. Αυτό εδώ τα’ αλώνι θα είναι η σκηνή μας και τούτη η τούφα απ’ τα βάτα θα είναι το παρασκήνιο όπου θα ντυθούμε και να το παίξουμε τώρα στ’ αλήθεια έτσι όπως θα το παραστήσουμε μπροστά στο ρήγα.
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Μαστρο-Κυδώνη…
ΚΥΔΩΝΗΣ: Τι θέλει ο βλάμης ο Στημόνης;
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Είναι κάτι πράματα μέσα σ’ αυτή την κωμωδία του Πύραμου και της Θίσβης που δε θ’ αρέσουν διόλου. Καταπρώτης ο Πύραμος πρέπει να τραβήξει σπαθί να σκοτωθεί, πράμα που οι κυρίες δεν μπορούν να το βαστάξουν. Ε, τι λες;
ΚΑΖΑΝΗΣ: Βαγγελίστρα μου, είναι κι αν είναι φόβος.
ΒΕΛΟΝΗΣ: Νομίζω, καλά θα κάνουμε ν’ αφήσουμε τους σκοτωμούς ώσπου να τελειώσουν όλα.
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Ούτε γιώτα. Έχω μια ιδέα που όλα διορθώνονται. Γράψτε μου έναν πρόλογο κι ας βγει ο πρόλογος να πει πως δεν έχουμε κακούς σκοπούς που φορούμε σπαθιά και πως ο Πύραμος δε σκοτώνεται στ’ αλήθεια και για πιο καλύτερη ασφάλεια, ας τους το πει, πως εγώ, ο Πύραμος, δεν είμαι ο Πύραμος, παρά ο Στημόνης ο υφαντής. Αυτό θα τους βγάλει κάθε φόβο.
ΚΑΖΑΝΗΣ: Οι κυρίες δε θα τρομάξουν απ’ το λιοντάρι;
ΒΕΛΟΝΗΣ: Το φοβάμαι, σας δίνω το λόγο μου.
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Μαστόροι! Πάρτε παράδειγμα από τον εαυτό σας. Το να παρουσιάσεις-θεός να μας φυλάξει!-ένα λιοντάρι μπροστά σε κυρίες, είναι πολύ τρομερό πράγμα. Γιατί δε γίνεται φοβερότερο θεριό από ‘να ζωντανό λιοντάρι. Και να ‘χουμε το νου μας.
ΚΑΖΑΝΗΣ: Γι’ αυτό, ένας άλλος πρόλογος πρέπει να πει πως δεν είναι αληθινό λιοντάρι.
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Βέβαια, πρέπει να πούμε το όνομά του και πρέπει να φανεί λίγο πρόσωπό του ανάμεσα απ’ το λαιμό του λιονταριού. Κι ο ίδιος ακόμα πρέπει να μιλήσει και να πει τούτα ή αν δεν μπορεί τα ίδια, απάνω κάτω: «Κυρίες!» ή «Ωραίες κυρίες, θα ‘θελα να σας περικαλέσω» ή «θα ‘θελα να σας ξορκίσω» ή «να σας το ζητήσω χάρη να μη φοβηθείτε, να μη τρομάξετε. Η ζωή μου για σας! Αν νομίζετε ότι ήρθα εδώ πέρα όντας λιοντάρι, ο διάολος να με πάρει! Όχι, δεν είμαι τέτοιο πράμα. Είμαι άνθρωπος, όπως είναι όλοι οι άνθρωποι». Κι αληθινά τότε ας ειπεί  ονομαστί τ’ όνομά του κι ας τους το πει καθαρά και ξάστερα πως είναι ο Ροκάνης ο μαραγκός.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Καλά, έτσι θα γίνει. Μα έχουμε ακόμη δυο δύσκολα ζητήματα. Έχουμε να φέρουμε το φως του φεγγαριού μέσα στο δωμάτιο, γιατί ξέρετε, ο Πύραμος και η Θίσβη ανταμώνονται στο φως του φεγγαριού.
ΡΟΚΑΝΗΣ: Έχει φεγγάρι τη βραδιά που θα παίξουμε το δράμα μας;
 ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Ε, τότε, αφήνουμε το ένα παραθυρόφυλλο από το μεγάλο παράθυρο της κάμαρης, όπου θα παίξουμε, ανοιχτό, και ας φωτάει το φεγγάρι από το παράθυρο.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Ναι, ή τέλος ας μπει ένας με μια αφάνα κι ένα φανάρι και να ειπεί πως έρχεται να παραμορφώσει ή να παραστήσει το πρόσωπο του φεγγαριού. Είναι όμως κι άλλο ένα ζήτημα: χρειαζόμαστε έναν τοίχο στο μεγάλο δωμάτιο γιατί ο Πύραμος και η Θίσβη, λέει η ιστορία, τα ‘λεγαν μέσα από τη χαραμάδα ενός τοίχου.
ΡΟΚΑΝΗΣ: Για όλο τον κόσμο δεν μπορούμε να φέρουμε έναν τοίχο εκεί μέσα. Τι λες εσύ Στημόνη;
ΣΤΗΜΟΝΗΣ: Ο ένας ή ο άλλος πρέπει να παραστήσει τον τοίχο, κι ας βάλει απάνω του λίγο ασβέστη ή λίγη λάσπη για να σημαίνει τον τοίχο κι ας κρατήσει τα δάχτυλά του έτσι κι ανάμεσα απ’ αυτή τη χαραγματιά να κρυφομιλούν ο Πύραμος και η Θίσβη.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Αν γίνεται αυτό, τότε όλα διορθώνονται. Ελάτε, καθίστε χάμω, κάθε μάνας γιος και ξαναπεράστε τα μέρη σας…

                                                                                                                 Ουίλιαμ Σαίξπηρ
                                                                                                       (Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας)
                                                                                                     




ΣΑΙΞΠΗΡ ΟΥΙΛΛΙΑΜ. Ο συγγραφέας του Άμλετ,του Βασιλιά Ληρ και του Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Γεννήθηκε το 1564 στο Στράτφορντ Αίηβον της Αγγλίας. Από τους μεγαλύτερους δραματουργούς. Ξεκίνησε γράφοντας ιστορικά δράματα τα οποία παρουσίαζε στη σκηνή του Λονδίνου για να συνεχίσει με κωμωδίες και ποιήματα. Το « Όνειρο της καλοκαιρινής Νύχτας» ,  «Η κωμωδία των παρεξηγήσεων»,  «Το ημέρωμα της στρίγγλας»,  «Πολύ κακό για το τίποτα», είναι μόνο μερικά από τα έργα του που θα μείνουν για πάντα στην ιστορία της Κωμωδίας και του Θεάτρου. Ασχολήθηκε, επίσης, με το δράμα γράφοντας το διαχρονικό πια  «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», αλλά και τον « Έμπορο της Βενετίας». Οι πολιτικές εξελίξεις στην Αγγλία και η αναταραχή τον εμπνέουν και το 1600 γράφει τον « Άμλετ», τον  «Βασιλιά Ληρ», τον «Μάκβεθ» και τον «Οθέλλο». Την ίδια περίοδο γράφει και δυο τραγωδίες:  «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» και τον « Κορριολάνο». Τελευταίο έργο του Σαίξπηρ υπήρξε «Η Τρικυμία», την οποία έγραψε το 1611. Κατά την διάρκεια της ζωής του είχε γράψει και δύο σημαντικά ποιήματα, «Αφροδίτη και Άδωνις» και «Ο Βιασμός της Λουκρητίας». Πέθανε το 1616 στην γενέτειρά του το Στράτφορντ.




                                                              3.   ΑΠΟΒΡΟΧΟ


  Η βροχή είχε πια σταματήσει, κι απάνω στα βρεμένα κλαδιά απόμειναν οι τελευταίες σταγόνες αναποφάσιστες. Να πέσουν, να μην πέσουν; Κι άλλες κατρακύλησαν από φύλλο σε φύλλο ίσαμε τις λούμπες του νερού, ταράζοντας την ήρεμη θολή επιφάνεια, άλλες σταμάτησαν στην άκρη των φύλλων, δροσοσταλίδες που αντικατόπτρισαν το συννεφιασμένο ουρανό… Σιγά σιγά άρχισε να ξεφωτίζει στο νοτιά, και μια γαλάζια λουρίδα απλώθηκε απάνω απ’ τη θάλασσα και φάνηκαν βαθυγάλαζα τα βουνά των νησιών, απάνω σε μια γκρίζα θάλασσα.
   Απ’ το σχολειό πετάχτηκαν θορυβώδη τα παιδιά, κι άλλα έτρεξαν τσαλαβουτώντας στην κατηφοριά, άλλα στάθηκαν κι έβλεπαν τα νερά που κατηφόριζαν σε ποταμάκια μέσα στα νιόσκαφτα νεροφαγώματα. Κάτι λιθάρια έφερναν αντίσταση και το νερό πηδούσε αφρισμένο. Τα παιδιά έβαζαν τα χέρια κάνοντας μικρά φράγματα, διχάζοντας το νερό, πιτσιλίζοντας τις ποδιές τους, και το νερό τιναζόταν ίσαμε το πρόσωπό τους, κάνοντάς τα να τινάζονται προς τα πίσω, γελώντας και ξεφωνίζοντας.
-Ε, παιδιά! Θα λερωθείτε!
   Τα παιδιά κοίταξαν με έκπληξη το φρόνιμο και σχολαστικό που ‘δινε τάχα συμβουλές. Λέρωμα; Μα ήταν λέρωμα το νερό που τιναζόταν, λέρωμα η χαρά και το γέλιο; Και ξαναμπρουμύτισαν στο νεροφάγωμα τινάζοντας τα νερά και παρά πέρα. Μια πιτσιλάδα έπεσε στο πρόσωπο του άστοχου συμβουλάτορα. Κι ήταν τόσο δροσερή και τόσο πρόσχαρη, τόσο άξαφνη, που για να μην μπρουμυτίσει κι αυτός με τα παιδιά στο παιχνίδι με το νερό, κατηφόρισε γοργά για να φύγει τον πειρασμό.

                                                                                                                    Γ. Άνινος

Εργασία: Μπορείτε να φτιάξετε το πορτρέτο του καλού παιδιού;



                                                4.   ΠΩΣ ΕΜΑΘΑ ΝΑ ΓΡΑΦΩ




   Πολύ γρήγορα έμαθα να διαβάζω. Δηλαδή να αναγνωρίζω τα γράμματα, να τα συνδυάζω, να ξεχωρίζω τις λέξεις, να βγάζω κάποιο νόημα, να καταλαβαίνω τι λέει το γραφτό και να το ανακοινώνω στους άλλους, πράγμα που προκαλούσε έκπληξη και σε μένανε τον ίδιο. Όταν όμως μου βάλανε ένα μολύβι στο χέρι και προσπαθήσανε να μου δείξουνε πώς να το κρατάω, πώς να τραβάω γραμμές, κι όλα τα σχετικά, τότε επαναστάτησα. Μου ήταν αδύνατο να συμβιβαστώ με την ιδέα πως, επειδή διάβαζα – με δυσκολία ακόμα, είν’ αλήθεια – ό,τι έγραφε κάποιος άλλος κι ένιωθα περήφανος που μπορούσα να διακρίνω ένα λιοντάρι να βγαίνει από 8 γράμματα, κάτι τέτοιο σήμαινε αυτόματα πως έπρεπε ν’ απαντήσω οπωσδήποτε στο γραφτό με γραφτό, πως έπρεπε να γράψω κι εγώ. Βάλανε τα δυνατά τους να μου εξηγήσουν το γιατί, αλλά εμένα μου φαινότανε παράλογο, τη στιγμή μάλιστα που μπορούσα να μιλήσω, να πω τη λέξη ΛΙΟΝΤΑΡΙ, ακόμα και να μιμηθώ τις κινήσεις, τη βιαιότητα και το μούγκρισμα του λιονταριού, όπως το ‘χα δει μια φορά στο ζωολογικό κήπο. Ποιος ο λόγος να το γράψω, αφού το ήξερα ήδη;
   Στο τέλος παραιτηθήκανε απ’ την προσπάθεια κι η μητέρα μου έλεγε πως η κατάσταση ήταν τρομερή: ήμουν ένα παιδί που δε θα μάθαινε ποτέ να γράφει! Εγώ δεν έδινα σημασία. Καθόμουν και υπαγόρευα στις δυο θειάδες μου ό,τι μου πέρναγε απ’ το μυαλό, κι έβλεπα πως τα ορνιθοσκαλίσματά τους μπορούσανε να δώσουνε μέσα σ’ έναν τρίτο με μεγάλη ακρίβεια όσα είχα πει. Έτσι, η προφορική κουβέντα μου φαινότανε πως αρκούσε.
   Όταν σταματήσανε να με πιέζουν για το γράψιμο, άρχισα να περνάω ατέλειωτες ώρες μοναχός μου. Βρήκα την ευκαιρία να σκέφτομαι και να λέω μεγαλόφωνα τις σκέψεις μου, όταν δε βρισκότανε κανένας γύρω να μ’ ακούσει. Μιλώντας με τον εαυτό μου, συνήθισα να του κάνω ερωτήσεις και να μου δίνει απαντήσεις. Πολλές φορές οι ερωταποκρίσεις μου ήταν παράξενες, κι αυτό μου άρεσε. Θα ‘μουν δε θα ‘μουν τότε 6 χρονώ.
   Ένα ωραίο πρωί μου ‘ρθε η έμπνευση πως, αν ήξερα να γράφω, θα μπορούσα να πω άλλα πράματα από κείνα που σκεφτόμουνα, κι αμέσως άρχισα την προσπάθεια με ό.τι μου είχε μείνει αποτυπωμένο στη μνήμη: γράμματα, συλλαβές, λέξεις. Μέσα σε πολύ μικρό διάστημα έκανα τεράστιες προόδους, γιατί δεν μου κρατούσανε πια το χέρι, αλλά χρησιμοποιούσα το μολύβι για ό,τι μου κατέβαινε, χώνοντας ανθρωπάκια ή ψάρια ανάμεσα στα γράμματα, δένοντας χαρταετούς στην άκρη των λέξεων μ’ ένα μεγάλο σπάγκο όλο ζιγκ ζαγκ. Σιγά σιγά άρχισα να πείθομαι ότι ο σκοπός της γραφής δεν ήταν καθόλου αυτός που πίστευαν οι μεγάλοι, αλλά να καταγράφεις ιδέες που  προορίζονταν για τον εαυτό σου. Να σημειώνεις μυστικά. Τη μέρα που το σκέφτηκα αυτό, ταράχτηκα τόσο πολύ, που άρχισα να γράφω κρυφά πάνω σ’ οτιδήποτε, πάνω στο χαρτί, πάνω στους τοίχους, με άγριο πάθος. Μου τραβήξανε τα’ αυτιά, μου ρίξανε χαστούκια, τίποτα εγώ. Κι όταν με ρωτήσανε «Τι είναι τούτες οι φριχτές μουντζούρες που κάνεις παντού και λερώνεις τα τραπεζομάντιλα, τις τουαλέτες, τα ντουλάπια μας;» εγώ συνέχισα τη δουλειά μου με περισσότερο ζήλο. Ήταν ένα παιχνίδι που με ξετρέλαινε, πρώτα πρώτα γιατί  μ’ ανάγκαζε να έχω μυστικά. Ύστερα να τους δίνω μορφή, σαν να είχα ένα σύντροφο, ένα φίλο, που μόνο εκείνος θα ήταν σε θέση ν’ αποκρυπτογραφήσει τα γερογλυφικά μου. Και που μόνο εκείνος θα μπορούσε  να μου απαντήσει με τον ίδιο τρόπο. Γι’ αυτό το φίλο έβαλα τα δυνατά μου να μάθω να φτιάχνω καλά σχέδια. Αυτά τα σχέδια τα ‘δειχνα στους καθρέφτες, όπου ένας άλλος εαυτός μου έκανε πως τα διάβαζε.
   Μια μέρα ο θείος μου, που τον αντιπαθούσα για τα μουστάκια του, βούτηξε ένα χαρτί που το ‘χα μουντζουρώσει και φώναξε: «Αυτό το παιδί γράφει! Πότε έμαθε;»
   Τώρα, το τι έγραφα, πώς το έγραφα και τι μπορούσε κανείς να καταλάβει απ’ ό,τι έγραφα, αυτό είναι μια άλλη υπόθεση… Σήμερα όμως που το ξανασκέφτομαι, μου φαίνεται πως πράγματι είχα αρχίσει να γράφω, για να σημειώνω διάφορα «μυστικά» που φοβόμουν μην τα ξεχάσω. Ή μάλλον, όχι τόσο για να τα σημειώνω, όσο για να τα ξετρυπώνω.
   Μ’ αυτό τον τρόπο γράφω μυθιστορήματα.

                                                                                                                            Λουί Αραγκόν





                                            5.  ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΗ

   Αγαπητέ φίλε αστροναύτη,
   Να ξέρατε πόσες φορές δεν ακολούθησα με τη φαντασία μου κι εσάς και τους άλλους τολμηρούς αστροναύτες στα μεγάλα σας ταξίδια. Σας έβλεπα στα επίκαιρα στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, διάβαζα για σας στα περιοδικά και στις εφημερίδες και σας θεωρούσα πάντοτε σαν κάτι μυθικό. Ήρωες σύγχρονοι, πανομοιότυπα του Ηρακλή και του Θησέα, και ποντοπόροι στον αέρα, στο διάστημα κι όχι πια στη θάλασσα σαν το Χριστόφορο Κολόμβο και το Μαγγελάνο κι εξερευνητές όχι πια σε μια ζούγκλα από φυτά αλλά σε μια ζούγκλα από νεφελώματα. Ποτέ μου δεν μπορούσα να σας φανταστώ σαν κοινούς ανθρώπους. Ώσπου μια μέρα διάβασα στην εφημερίδα ότι θα ‘ρχοσαστε και στην πόλη μας. ΕΝΑΣ ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ, έγραφε με μεγάλα γράμματα η εφημερίδα. Διάβασα και σκίρτησα. Κι όταν είδα ότι θα μιλούσατε το βράδυ στη μεγάλη αίθουσα «Επιστήμη και ζωή»,  είπα πως έπρεπε να ‘ρθω οπωσδήποτε να σας ακούσω. Έπρεπε οπωσδήποτε να ‘ρθω να σας δω από κοντά.


   Θυμάστε πόσο γεμάτη ήταν η αίθουσα. Ευτυχώς κι είχα έρθει νωρίς κι έπιασα μια θέση προς το διάδρομο στις μεσαίες σειρές. Ωστόσο δεν ήμουν πολύ μακριά, για να μη σας βλέπω. Ένιωθα όμως ότι βρισκόμουν στο μέσο μιας ανθρωποθάλασσας. Κι όταν φανήκατε στο προσκήνιο και βούιζε ο τόπος από τα χειροκροτήματα και γέμισε το πρόσωπό σας χαμόγελα, σας κοίταζα ολοένα. Κι όταν αρχίσατε να μιλάτε για τις προετοιμασίες του ταξιδιού και να εξηγείτε ενδιάμεσα τις διαφάνειες που προβάλλονταν σε μια πρόχειρα στημένη οθόνη, σας παρακολουθούσα μ’ ολάνοιχτα αυτιά, κι ας μην καταλάβαινα πολλά πράγματα. Για να πω την αλήθεια, δεν καταλάβαινα παρά ελάχιστα. Κι όταν πάλι τελειώσατε κι άρχισαν να σας ρωτούν, με όρους δυσνόητους για μένα, για την έλλειψη βαρύτητας, τον πολλαπλασιασμό της ταχύτητας, τη μηχανική λειτουργία του διαστημοπλοίου, άκουγα μ΄ ενδιαφέρον τις απαντήσεις σας, μα – γιατί να σας το κρύψω; - δυο τρεις φορές χασμουρήθηκα. Μόνο όταν είπατε: «Καμιά άλλη ερώτηση;» κι ένιωσα γύρω μου τη σιωπή των άλλων, δεν ξέρω τι μ’ έσπρωξε και σήκωσα ξαφνικά το χέρι. Όταν σας άκουσα να μου δίνετε το λόγο και σηκώθηκα, είχα μετανιώσει που είχα σηκώσει το χέρι μου, μα ήταν πια αργά. Κατάλαβα πως τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα γεμάτα περιέργεια προς το μέρος μου. «Ορίστε, νέε άνθρωπε», άκουσα τη φωνή σας να με παροτρύνει εγκάρδια, «τι είναι αυτό που θέλετε να με ρωτήσετε;». Ο τόνος της φωνής σας μου έδωσε θάρρος και πήρα την απόφαση να κάνω την ερώτηση κι ας φαινόταν όπως ήθελε. «Θέλω να ρωτήσω», είπα, «αν θυμάστε», με λίγο τρεμουλιαστή φωνή, «θέλω να μάθω α… αν φοβηθήκατε…»
   Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου κι άκουσα μια βουή από γέλιο να πλημμυρίζει την αίθουσα. Ακριβώς είχε γίνει αυτό που φοβόμουν. Η ερώτησή μου είχε φανεί τόσο αστεία, που όλοι είχαν ξεσπάσει σ’ ένα τρανταχτό γέλιο. Μα εγώ δεν έδινα σημασία πια. Γι’ αυτό κι εξακολουθούσα να παραμένω όρθιος. Εκείνο που περίμενα ήταν ν’ ακούσω τη δική σας απάντηση. Ήδη τη φανταζόμουνα: «Ασφαλώς και δε φοβήθηκα. Αν φοβόμουνα, θα μπορούσα να γίνω αστροναύτης;»
Κι όμως δε μου μιλήσατε έτσι. Χαμογελάσατε, λίγο καλόκαρδα, λίγο αινιγματικά, κι ύστερα είπατε: «Πραγματικά, δεν περίμενα μια τόσο σοβαρή ερώτηση. Με ξαφνιάσατε, νεαρέ άνθρωπε, με ξαφνιάσατε». Ύστερα σηκώσατε τα μάτια σας, σαν να βλέπατε μέσα σας, κι είπατε: «Ασφαλώς και φοβήθηκε. Ναι, φοβήθηκα. Θυμάμαι, όταν έμπαινα στο διαστημόπλοιο, πόσο φοβισμένος ένιωσα, κι είπα μέσα μου μια σύντομη προσευχή. Κι όταν πάλι έβλεπα από το διάστημα τη γη σαν μια μπάλα που έπλεε στη θάλασσα, σκεφτόμουν πως κάπου εκεί, στην επιφάνειά της, ήταν το σπίτι μου, η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, και φοβόμουν μήπως δεν τους ξαναδώ. Μ’ ένα λόγο, φοβήθηκα. Πολλές φορές ένιωσα φόβο. Σαν άνθρωποι που είμαστε και οι αστροναύτες, είναι φυσικό να νιώθουμε φόβο…».
   Το πόσο με γέμισε ανακούφιση αυτή σας η απάντηση, δε λέγεται. Πρώτα πρώτα, όταν το ακροατήριο είδε ότι πήρατε την ερώτησή μου στα σοβαρά, έπαψε να γελά, κι ύστερα, σαν είδε ότι μιλήσατε με ειλικρίνεια, σοβαρεύτηκε, κι όταν τελειώσατε, άρχισε να χειροκροτεί, να χειροκροτεί… Το χειροκρότημα, όπως και το γέλιο, νομίζω ότι τ’ ακούω ακόμα και σήμερα και λέω: «Ακόμα κι ένας αστροναύτης φοβάται κι όμως τολμά.» Σας ευχαριστώ.
                                                                                                                Εκείνος ο νεαρός φίλος σας
                                                                                                                                   Ι. Δ. Ιωαννίδης


Εργασία: Γράψτε σε λίγες γραμμές μια περίπτωση στην οποία φοβηθήκατε.





6.  ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΤΣΑΡΛΙ ΤΣΑΠΛΙΝ


…Ε, Τσάρλι Τσάπλιν, παιδικέ μου φίλε,
που ‘μοιαζαν τα παπούτσια μας! Πέρασαν
τόσα χρόνια από τότε κι όμως νιώθω
μια ζεστασιά παράξενη, ως να μ’ είχες
στα χέρια σου ζεστάνει κάποια νύχτα,
που νιφάδες χιονιού τρύπωναν μέσα
στον κινηματογράφο του χωριού μου
και κρύωνα διπλωμένος στο μακρύ
σάκο μου, με πεσμένα τα μαλλιά
στα μάτια μου, που λάμπαν βλέποντάς σε
σαν του αγριμιού, ολοκάθαρα.
Πού να ‘ξερα
πως θα ‘μενες εσύ, Τσάρλι, ως το τέλος
ο φίλος μας στον κόσμο, ο καλός θείος,
ο γείτονας του Θεού, ο παραστάτης
σε όλους εμάς, και πως εγώ μια μέρα

με τη φτωχή αλφαβήτα, που εκεί κάτω
στο ταπεινό σχολειό μας μαθαίναν,
θα του ‘γραφα ένα γράμμα σαν και τούτο,
γιομάτο από φιλία και καρδιοχτύπια
για όλο τον κόσμο!

                                  Τσάρλι! Τσάρλι!
Γράφω σ’ εσένα για όλους μου τους φίλους,
Τσάρλι Τσάπλιν, καλέ μου ταχυδρόμε,
που πας σ’ όλες τις χώρες και χτυπάς
με το διακριτικό σου μπαστουνάκι
των φτωχών τα παράθυρα κι αφήνεις
στο παντζούρι τους πάνω ένα γαρούφαλο,
που με το πλάι το βράδυ, ακροπατώντας,
μπαίνεις απ’ τις μισάνοιχτες πορτούλες


στον ύπνο των παιδών, με την ψυχή σου
φορτωμένη παιχνίδια, Τσάρλι, φίλε
των φίλων μου όλων που δεν έχουν φίλους,
που τους πήραν τον ήλιο τ’ ουρανού,
που τους πήραν τη χάρη και την πρόνοια,
και που σένα έχουν μόνο ανάμεσά τους
να πηγαίνεις και να ‘ρχεσαι, κουνώντας
τα λοξά σου παπούτσια, διάβασέ τους
την αγάπη μου, Τσάρλι! Ένα λουλούδι
μ’ εκατομμύρια φύλλα είναι το γράμμα
που σου στέλνω για όλους. Μοίρασέ τους
την ελπίδα μου, Τσάρλι…

                                                              Νικηφόρος Βρεττάκος

Εργασία: Να σχολιάσετε το στίχο: «Τσάρλι, φίλε των φίλων μου όλων που δεν έχουν φίλους,»
Αρχείο: Ταινίες με τον Τσάρλι Τσάπλιν


 Νικηφόρος ΒρεττάκοςΓεννήθηκε τὸ 1913 στὶς Κροκεὲς τῆς Λακωνίας. Ἐγκατέλειψε τὴν Νομικὴ σχολὴ γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικά στὴν λογοτεχνία. Ἐξέδωσε περισσότερες ἀπὸ 15 ποιητικὲς συλλογὲς καὶ ἀρκετὰ πεζὰ ἔργα. Στὰ ἔργα του ἐξυμνεῖ ὅσο λίγοι τὴν ἀγάπη, τὴν εἰρήνη, τὸν ἀνθρωπισμὸ καὶ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Τιμήθηκε μεταξύ ἄλλων, τρεῖς φορὲς μὲ τὸ Πρῶτο Κρατικὸ Βραβεῖο Ποίησης, καθώς καὶ μὲ τὸ Ἀριστεῖο Γραμμάτων ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν (1982), τῆς ὁποίας ἔγινε μέλος τὸ 1989. Πέθανε στὴν Ἀθήνα τὸ 1991.






                                                                                      7.   Ο ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ

«Άκου…»
Άκουσα το σφύριγμα, γύρισα κι είδα το μαύρο καπνό της μηχανής να τινάζεται με βία πάνω από τα σπιτάκια και τα γυμνά δέντρα.
«Το τρένο».
Ο φρουρός του σταθμού χαμήλωσε τη σημαία κι έσπρωξε  το πλήθος πίσω απ’ τις γραμμές.
«Γιατί πηγαίνει τόσο αργά;»
«Έχει κλούβα».
Βασίλευε ο ήλιος, χρώμα πορτοκαλί, που κάπως ζέσταινε την ερημιά του τοπίου. Ένα γεράκι έφερε κύκλο και ζύγιασε τα φτερά του. Έπειτα τέντωσε το λαιμό του προς τα κάτω, μένοντας ακίνητο στον αέρα, ανιχνεύοντας το έδαφος, και το έδαφος ψήλωνε σταθερά ώσπου το γεράκι πάτησε κάτω. Όταν φάνηκε το τρένο, τα βουνά απομακρύνθηκαν σε μια μενεξεδένια πάχνη.
«Η κλούβα, η κλούβα».
Από τότε που οι αντάρτες πιάσανε ν’ ανατινάζουνε εχθρικούς συρμούς ανεφοδιασμών, ο εχθρός επινόησε την προσθήκη ενός βαγονιού μ’ αιχμαλώτους. Το βαγόνι αυτό ήταν κλουβί με σιδερένια κάγκελα, σαν κι εκείνα που έχουνε στα τσίρκα για τ’ άγρια θηρία Μα οι αιχμάλωτοι δεν είχανε προορισμό στο ταξίδι τους. Η κλούβα προπορεύονταν  σαν τμήμα του τρένου, δοκιμάζοντας τις γραμμές κι ανοίγοντας το δρόμο για το υπόλοιπο τρένο. Κι οι αιχμάλωτοι το ξέρανε καλά πως η μόνη ευκαιρία ν’ αποσπαστούν από το τρένο θα τους δινότανε μόνο αν η κλούβα πέρναγε πάνω στις νάρκες  που είχαν θάψει κάτω απ’ τις γραμμές οι αντάρτες.
«Η κλουβα».
Το τρένο μπήκε στο μικρό σταθμό κι οι στρατιώτες άρχισαν να ξεφορτώνουν πυρομαχικά κι άλλα εφόδια. Μαζευτήκαμε γύρω απ’ την κλούβα κοιτάζοντας τους κρατούμενους, μήπως και βρίσκαμε κανένα συγγενή ή και γνωστό ανάμεσά τους. Οι κρατούμενοι, κάπου πενήντα ή εξήντα τον αριθμό – οι πιο πολλοί τους γέροι και μικρά παιδιά -  ψάχνανε με τα μάτια ανάμεσα σ’ εμάς που είμαστε απ’ έξω. Ήταν χλωμοί, εξαντλημένοι από τ’ ατέλειωτο ταξίδι. Ποιος ξέρει πόσες μέρες τους χτύπαγε ο ήλιος, η βροχή, ο άνεμος κι έπειτα ο ήλιος ξανά. Τα μαλλιά, το δέρμα και τα ρούχα τους, ήταν αγνώριστα απ’ τη σκόνη και την καπνιά. Πήρε λιγότερο από δυο λεπτά να κοιταχτούμε όλοι ο ένας με τον άλλον, μα ακόμα ελπίζαμε. Μήπως και ξέχασα κανέναν; Μήπως κάποιος δεν πρόλαβε να με δει; Όμως, έτσι που κοιταζόμαστε, όλο και πιο γνώριμοι φαινόμαστε ο ένας στον άλλον. Μερικοί αρχίσανε να κλείνουν τα μάτια, άλλο γυρίζανε το πρόσωπο από την άλλη μεριά κι άλλο δίναν τα χέρια, πιέζοντας τα πρόσωπά τους ανάμεσα στα κάγκελα για ένα φιλί, και μετά κλείνανε τα μάτια και γυρίζανε το πρόσωπο  απ’ την άλλη μεριά.
Το τρένο σφύριξε, έτοιμο να ξεκινήσει. Ένα παιδάκι μέσα από την κλούβα μου ‘δειξε το μπράτσο και την ταινία του μ’ ένα μεγάλο κίτρινο αστέρι. Φαντάστηκα ότι θα ‘τανε στρατηγός στη γειτονιά του, όταν έπαιζε «πόλεμο» με τ’ άλλα παιδιά – ένας γενναίος στρατηγός… Να γιατί τον πιάσανε. Στάθηκα προσοχή, αναγνωρίζοντας το βαθμό και τον χαιρέτησα στρατιωτικά. Έπειτα τον χαιρέτησαν ο Φίλιππος και ο Φλοίσβος. Κι όπως το τρένο γλίστρησε στις γραμμές του, ξεφυσώντας αργές, βίαιες τουλίπες καπνού και ατμού, το παιδί με το κίτρινο άστρο στην κλούβα χαμογέλασε κι ανταπόδωσε το χαιρετισμό.

                                                                                                                                     Στρατής Χαβιαράς


                                                8.     ΠΑΙΔΙΑ ΟΛΟ ΜΑΤΙΑ

Τα παιδιά, είτε μιλάνε είτε γράφουν είτε ζωγραφίζουν, εκφράζουν πάντα το δικό τους όραμα για έναν κόσμο γεμάτο φως.
Είναι όμως και κάτι παιδιά που ούτε να μιλήσουν μπορούν, ούτε να γράψουν ούτε να ζωγραφίσουν… Σκελετωμένα καθώς είναι, από την πείνα και την εξαθλίωση, ή προσφυγάκια, κυνηγημένα πουλιά σε κάποια από τις πολλές πολεμικές περιπέτειες, που εξακολουθούν πάντα να πληγώνουν την ανθρωπότητα, πότε εδώ, πότε εκεί, στην Αφρική, στην Ασία, στην Κεντρική και Νότια Αμερική, αλλά κι εδώ στην Ευρώπη: στην Κύπρο μας, τα ξεριζωμένα Ελληνάκια της Κύπρου…
Το μόνο που μπορούν τα παιδιά αυτά είναι να δίνουν άθελά τους στόχο στις κάμερες της τηλεόρασης ή στο φωτογράφο.

Αν όμως δεν μπορούν πια να μιλάνε ή να γράφουν ή να ζωγραφίζουν, πόσα δε λένε – και πώς τα λένε! – μ’ αυτά τα βαθιά πικραμένα κατατρομαγμένα μάτια τους, τα μεγάλα  αυτά μάτια τους, ολάνοιχτα αντίκρυ στην απανθρωπιά του κόσμου, έτσι όπως τον φτιάξαμε εμείς οι άλλοι.
Τα τόσο εύγλωττα μάτια των σιωπηλών πεινασμένων παιδιών, που το σκελετωμένο κορμάκι κάνει να φαίνονται ακόμα πιο μεγάλα, πελώρια (η έλλειψη σχεδόν κορμιού σου δίνει την αίσθηση ότι τα παιδιά τούτα δεν είναι τίποτ’ άλλο από δυο μάτια, αλλά τι μάτια…) με τη δική τους φωνή λένε:
«Εσύ ο ίδιος τι κάνεις για ν’ αλλάξει ο κόσμος μας στο καλύτερο;»

                                                                                                                Αντώνης Σαμαράκης



ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ  (1919 – 2003). Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στην αρχή εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος. Το κύριο λογοτεχνικό έργο του είναι πεζογραφικό. Έγραψε τα διηγήματα «Ζητείται Ελπίς», «Αρνούμαι», «Η ζούγκλα», «Το διαβατήριο» και τα μυθιστορήματα «Το λάθος» και «Σήμα κινδύνου». Είναι από τους συγγραφείς που ανανέωσαν τη μεταπολεμική πεζογραφία μας. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες.





                                                9.   ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΜΕ ΠΥΡΕΤΟ



 
 Όταν νύχτωσε, είπαν όλοι πως είναι αργά και πρέπει να με αφήσουν να κοιμηθώ και πως αύριο θα είμαι περδίκι και χτες είπαν αύριο θα είμαι περδίκι και προχτές και αντιπροχτές, αλλά δεν έγινα και λέω πως φοβάμαι να κοιμηθώ μόνος μου μη γίνω πάλι πουλί και πέσω και τσακιστώ, όπως προχτές που, ήταν λέει, ένα μεγάλο κίτρινο πουλί που πέταγε μέσα στο σπίτι μας και κρατούσε στα πόδια του ένα πιρούνι κι ένα μαχαίρι και ήταν έτοιμο να φάει και είχε και μια πετσέτα στο λαιμό του μη λερωθεί κι εγώ φοβόμουνα πολύ που το έβλεπα και άκουγα μια φωνή που έλεγε «ο Άκης θέλει να μεγαλώσει, η Μαρία θέλει να ζήσει», κι άρχισα κι εγώ να πετάω από το ένα δωμάτιο στο άλλο, κι έβλεπα από ψηλά τα έπιπλα και τα ντουλάπια και τα φώτα, κι όπως δεν πήρα καλά τη στροφή στην κουζίνα, κούντρισε το φτερό μου στο μεγάλο ντουλάπι, χτύπησα κι έπεσα από ψηλά κι έβαλα τις φωνές και ξύπνησαν όλοι κι έτρεξαν και με βρήκαν στο πάτωμα και με αγκάλιασαν και με ρωτούσαν τι έπαθα κι εγώ τους έλεγα πως έπεσα από το ταβάνι κι εκείνοι κοίταζαν μια το ταβάνι και μια εμένα και δεν καταλάβαιναν τι ήθελα στο ταβάνι κι έκαναν το σταυρό τους και μου έβαλαν θερμόμετρο και είπαν πως ψήνομαι στον πυρετό και μου έβαλαν πετσέτες με κρύο νερό στο κεφάλι και είπαν να κοιμηθούν μαζί μου γιατί φοβόντουσαν να κοιμηθούν μόνοι τους και το πρωί που ξύπνησα, στο κρεβάτι μου κοιμόταν η μαμά καθιστή, ο μπαμπάς με τα παπούτσια και το καπέλο, η θεία Γαζία με το κέντημα στην αγκαλιά κι η Δωροθέα με το ξεσκονόπανο. Γι’ αυτό είπαν πως θα κοιμηθούν πάλι μαζί μου κι ο μπαμπάς πήγε να φέρει τη σεζλόγκ, η μαμά είπε θα κοιμηθεί δίπλα μου, η θεία Γαζία στην πολυθρόνα κι η Δωροθέα στρωματσάδα.

                                                                                                     Κυρ. Ντελόπουλος



Εργασία: Να βάλετε τα σημεία στίξης που πρέπει κάνοντας τις απαραίτητες αλλαγές.



                 10.    ΚΟΝΤΑ Σ’ ΕΝΑΝ ΠΡΩΤΟΓΟΝΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ

Κάποια μέρα ο Αμού βρέθηκε στο τσαντίρι του Ταν. Ο Ταν, καθισμένος δίπλα στη φωτιά, σκάλιζε κάτι, όπως πάντα. Το αγόρι κοίταζε το γέρο με θαυμασμό.
Σηκώθηκε απ’ τη θέση του και δειλά και συνεσταλμένα πλησίασε το γέροντα.
-Θέλεις να δεις; το ρώτησε ξαφνικά.
Το παιδί σάστισε. Τέτοια τιμή ήταν κάτι το ανέλπιστο.
-Θα ήθελα… πολύ, απάντησε διστακτικά.
Ο Ταν πήρε το κέρατο του ελαφιού που σκάλιζε και το πρόσφερε στον  Αμού. Το παιδί το έπιασε αδέξια με τρεμάμενα χέρια. Φοβόταν τόσο μην του πέσει αναπάντεχα. Το κοίταξε με θαμπωμένα μάτια. Κρατούσε ένα χαριτωμένο άλογο. Ο καλλιτέχνης το είχε συλλάβει την ώρα που πηδούσε, το κεφάλι του ήταν τεντωμένο, τα μπροστινά του πόδια κολλημένα στο κορμί του, ενώ τα πίσω ενώνονταν με τη ράβδο, όπου κατέληγε το κέρατο. Το ζώο έμοιαζε να ζει και ν’ αναπνέει.
Το παιδί πέρασε το δάχτυλό του από τις τέλειες αναλογίες του μικρού αριστουργήματος. Η επιφάνειά του ήταν λεία σαν γυαλί.
-Σ’ αρέσει; ρώτησε ο Ταν.
Το απιδί κούνησε μονάχα το κεφάλι.
Ο γέρος χαμογέλασε. Πήρε ένα άλλο κομμάτι κόκαλο και το έδωσε στο παιδί. Μάζεψε έπειτα μια γλυφίδα από κει που την είχε ακουμπισμένη και την έβαλε στο χέρι του.
Ο Αμού τον κοίταξε έκπληκτος.
-Μου το εμπιστεύεσαι εμένα; φώναξε. Κι αν σπάσω το εργαλείο ή χαλάσω το κέρατο;
-Δεν πειράζει, είπε γλυκά ο γέρος. Στην αρχή κάτι θα σπάσεις, κάτι θα χαλάσεις, δε γίνεται αλλιώς. Πρέπει να δοκιμάσεις όμως.
Ο Αμού έπιασε σφιχτά το κέρατο και σήκωσε τη γλυφίδα. Ο γέρος του καθοδηγούσε μαλακά το χέρι. Κάθονταν κι εργάζονταν μαζί, χωρίς να καταλαβαίνουν την ώρα να περνάει. Σιγά σιγά το κέρατο άρχισε να παίρνει σχήμα.
-Ένα πουλί, φώναξε ο Αμού. Ένα πουλί που πετάει!
Και πραγματικά, τώρα διαγράφονταν καθαρά το κεφάλι κι ο μακρύς λαιμός του πουλιού, το χοντρό αεροδυναμικό σώμα του κα τα’ απλωμένα πάνω στην πτήση φτερά του, μόνο που αυτά είχαν μείνει μισά, γιατί δεν έφτασε το πλάτος του κέρατου.
-Βλέπεις; είπε ο γέρος. Θα το δουλεύουμε μαζί, μέχρι να το τελειώσουμε. Θα γίνει σπουδαίο έργο. Σ’ έχουν ευλογημένο τα καλά πνεύματα. Θα γίνεις μεγάλος καλλιτέχνης.

                                                                                                                                        Κίρα Σίνου


                                                 11.   ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΑΥΛΙΑ


   Είναι ορισμένα πράγματα που τα θυμάται κανείς όσα χρόνια κι αν περάσουν. Θυμάμαι λοιπόν σαν να ήταν χτες, όταν πήγα για πρώτη φορά σε συναυλία… Φτάσαμε αρκετά νωρίς. Θυμάμαι πως η αίθουσα ήταν σχεδόν άδεια.
  «Θα γεμίσει άραγε;» αναρωτήθηκα.
   Σιγά σιγά οι άδειες καρέκλες άρχισαν να γεμίζουν. Μετρούσα όσους μπαίνανε. Ήταν όλοι τους πιο μεγάλοι από μένα. Ήθελα κι εγώ να δείξω ότι δεν ήμουνα πιτσιρίκι και πολύ σοβαρά άνοιξα το πρόγραμμα και άρχισα να διαβάζω.
   Σιγά σιγά φτάνανε στη σκηνή μουσικοί και άρχιζαν να μελετούν τα κομμάτια τους. Μου εξήγησαν τότε οι δικοί μου ότι οι μουσικοί δεν μελετούν τώρα, αλλά ότι, πριν αρχίσει η συναυλία, τα όργανα πρέπει να είναι ζεστά, δηλαδή πρέπει να έχουν παιχτεί αρκετά, για να αποδώσουν καλύτερα. Θυμήθηκα τους αθλητές στο στάδιο, που πριν απ’ τον αγώνα γυμνάζονται, για να ζεστάνουν καλά τους μυώνες τους και έτσι να μπορούν να αγωνιστούν καλύτερα.
   Οι βιολιστές, καθώς παίζανε, αισθανόσουνα ότι ζέσταιναν τις αρθρώσεις των δακτύλων τους μαζί με το βιολί τους. Ο τυμπανιστής, πάλι, βίδωνε σιγά σιγά τις βίδες γύρω από το στεφάνι του τύμπανου, για να το κάνει να έχει το σκέτο ήχο. Όμως, αν και ο κάθε μουσικός μελετούσε το δικό του κομμάτι, μπορούσες να ξεχωρίσεις τι έπαιζε κάθε όργανο: μια απαλή μελωδία το βιολί, ένα ζωηρό τραγούδι το φλάουτο, αργές βαθιές νότες το βιολοντσέλο, σαλπίσματα οι τρομπέτες.
   Η αίθουσα είχε γεμίσει. Είχε γεμίσει και η σκηνή από μουσικούς, όταν μπήκε και ο τελευταίος με το βιολί στο χέρι. Το κοινό τον χειροκρότησε.
   Όταν κάθισε στην πρώτη θέση, αριστερά από το πλατύ σκαλοπάτι, κι έπαιξε μια νότα,  κατάλαβα ότι δεν ήταν ο διευθυντής. Την ίδια νότα παίξανε και όλα τα βιολιά, βιόλες και πνευστά. Αυτή η νότα ήταν η ΛΑ, μου είπαν, κι έτσι ξέρουν ότι είναι όλα τα όργανα  κουρδισμένα.
   Και τότε μπήκε ο διευθυντής της ορχήστρας. «Αυτό είναι χειροκρότημα», σκέφτηκα. Ανέβηκε στο πλατύ σκαλοπάτι, χαιρέτησε προς το μέρος μας, γύρισε προς την ορχήστρα και σήκωσε τα δυο χέρια ψηλά. Στο δεξί του χέρι πρόσεξα πως βαστούσε ένα λεπτό μικρό ραβδάκι, την μπαγκέτα. Τα φώτα της αίθουσας χαμήλωσαν και έμεινε φωτισμένη η σκηνή με όλους τους μουσικούς. Τι όμορφα που ήταν!
   Και ξαφνικά, με το κατέβασμα των χεριών του διευθυντή, άρχισαν όλοι να παίζουν. Η αίθουσα γέμισε μουσική. Και τι περίεργο! Τώρα δεν ξεχώριζες τους ήχους. Ήταν όλοι μαζί δεμένοι. Η ορχήστρα έπαιζε μια μαλακά, μια δυνατά, τη μια μελωδία την άκουγες πότε από το ένα όργανο και πότε από το άλλο. Ήταν όλα τόσο τέλεια!
   Αυτό που άκουγα ήταν πολύ αρμονικό. Θυμήθηκα τη γιαγιά μου, που, όταν έφτιαχνε γλυκά, δεν έβαζε ποτέ τίποτα παραπάνω από αυτά που έλεγε η συνταγή.
-Λίγη ζάχαρη ακόμα, μήπως γίνει πιο καλό; της πρότεινα.
-Α! όχι, θα είναι πολύ γλυκό και θα χάσει τη νοστιμιά του.
Έτσι κι εδώ τα βιολιά, τα φλάουτα και όλα τα όργανα δεν ήθελαν να ακούγονται μόνον αυτά. Πρόσεξα ακόμα ότι δεν καθόταν  ο κάθε μουσικός όπου ήθελε. Ήταν μαζεμένοι σε ομάδες, ανάλογα με τα όργανα που έπαιζαν. Τα βιολιά αριστερά στη σκηνή, και σαν ημικύκλιο μπροστά στο μαέστρο όλα τα άλλα έγχορδα, οι βιόλες, τα βιολοντσέλα και οι μπασαβιόλες. Πίσω τους, σε μια σειρά, ήταν τα ξύλινα πνευστά, τα φλάουτα, τα κλαρίνα, τα όμποε, τα φαγκότα. Ακόμα πιο πίσω ήταν οι τρομπέτες, τα τρομπόνια, τα κόρνα, όλα τα χάλκινα πνευστά. Στην τελευταία σειρά ήταν τα κρουστά: τα τύμπανα, τα ταμπούρλα, η γκραν κάσα, το τρίγωνο, τα κύμβαλα.
   «Αφού όλοι τους είναι τόσο καλοί μουσικοί», σκέφτηκα, γιατί δεν μπορούν και μόνοι τους να παίξουν έτσι ωραία, χωρίς το διευθυντή ορχήστρας;» Τον κοίταξα προσεκτικά και περισσότερο τα χέρια του. Όταν τα χέρια του κουνιόνταν μαλακά, η μουσική ήταν απαλή, και όταν κουνιόταν δυνατά, η μουσική ζωήρευε. Οι μουσικοί τον κοιτούσαν και παίζανε όλοι μαζί στο ρυθμό που τους έδινε. Τον ακολουθούσαν σαν ένας άνθρωπος. Αναγνώρισα τη μελωδία που έπαιζε το κλαρίνο. Ήταν πολύ όμορφη τώρα που την έπαιζαν και άλλα όργανα.
   Η συναυλία τελείωσε, η σκηνή και η πλατεία άδειασαν. Έμεινα λίγο στη θέση μου και ένιωσα μια μαγεία να πλανιέται ακόμα στην αίθουσα. Όταν γύρισα στο σπίτι, η μουσική ήταν ακόμα στ’ αυτιά μου. Πήγα μπροστά στον καθρέφτη και άρχισα να διευθύνω.

                                                                                                                          Μαρία Κυνηγού


Εργασίες
1.      Να δοθεί το κείμενο χωρίς τελείες και χωρίς παραγράφους και να τα βάλουν οι μαθητές.
2.      Να βάλουν πλαγιότιτλους σε κάθε παράγραφο.




                                                                                             12.   ΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ

Σήμερα τ’ απόγευμα δεν ήταν καθόλου αστεία τα πράγματα στο σχολείο, γιατί ήρθε ο διευθυντής στην τάξη να μας μοιράσει τους ελέγχους μας. Δεν έδειχνε καθόλου ευχαριστημένος όταν μπήκε στην τάξη με τους ελέγχους κάτω απ’ τη μασχάλη του. «Βρίσκομαι σ’ αυτό το επάγγελμα εδώ και πολλά χρόνια», είπε ο διευθυντής, «και δεν είδα ποτέ άλλη τάξη τόσο άτακτη. Οι παρατηρήσεις που σημείωσε η δασκάλα σας πάνω στους ελέγχους αποδείχνουν ακριβώς  αυτό το πράγμα. Αρχίζω να σας τους μοιράζω». Κι ο Κλοταίρ άρχισε να κλαίει. Ο Κλοταίρ είναι ο τελευταίος μαθητής στην τάξη κι όλους τους μήνες η δασκάλα γράφει ένα σωρό πράγματα μέσα στον έλεγχό του κι ο μπαμπάς κι η μαμά του Κλοταίρ δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι και δεν του επιτρέπουν να φάει γλυκό και να δει τηλεόραση. Έχουν τόσο πολύ συνηθίσει, μου λέει ο Κλοταίρ, που κάθε φορά που πρόκειται να πάει τον έλεγχό του, η μαμά δεν κάνει γλυκό κι ο μπαμπάς έχει πάει να δει τηλεόραση στους γείτονες.
Στον έλεγχό μου έγραφε: «Μαθητής που κάνει όλη την ώρα φασαρία, συχνά αφηρημένος. Θα μπορούσε να γίνει καλύτερος». Στον έλεγχο του Εντ έγραφε: «Μαθητής πάρα πολύ άτακτος. Δέρνεται συχνά με τους συμμαθητές του. Θα μπορούσε να γίνει καλύτερος». Του Ρούφους έλεγε: «Επιμένει να παίζει στην τάξη με μια σφυρίχτρα. Θα μπορούσε να γίνει καλύτερος». Ο μόνος που δε θα μπορούσε να γίνει καλύτερος ήταν ο Ανιάν. Ο Ανιάν ήταν ο καλύτερος μαθητής στην τάξη και ο χαϊδεμένος της δασκάλας. Ο διευθυντής μας διάβασε  τον έλεγχο του Ανιάν. «Μαθητής προσαρμοσμένος, έξυπνος, τακτικός». Ο διευθυντής μας είπε πως έπρεπε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Ανιάν και πως ήμασταν άτακτοι και τεμπέληδες και πως θα καταλήγαμε στο κάτεργο και πως αυτό θα προκαλούσε πολύ πόνο σίγουρα στους μπαμπάδες και στις μαμάδες μας που είχαν άλλα όνειρα για μας. Κι έφυγε.
Εμείς ήμασταν όλοι καταστενοχωρημένοι, γιατί τους ελέγχους πρέπει να τους υπογράψουν οι μπαμπάδες μας κι αυτό δεν είναι πάντα ευχάριστο. Λοιπόν, όταν χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα, αντί να τρέξουμε όλοι στην πόρτα, να στριμωχτούμε, να σπρωχτούμε και να πετάμε ο ένας τη σάκα του στο κεφάλι του άλλου, όπως συνήθως, βγήκαμε ήσυχα ήσυχα χωρίς να βγάλουμε τσιμουδιά.  Ακόμη κι η δασκάλα μας φαινόταν λυπημένη. Αλλά δεν τα ‘χουμε με τη δασκάλα μας. Πρέπει να πούμε πως αυτό τον καιρό κάναμε πολύ φασαρία κι ύστερα ο Γκοφρουά δεν έπρεπε να αναποδογυρίσει το μελανοδοχείο του πάνω στον Γιοακίμ που ‘χε πέσει στο πάτωμα κάνοντας ένα σωρό γκριμάτσες, γιατί ο Εντ του έδωσε μια γροθιά στη μύτη, ενώ ήταν ο Ρούφους που είχε τραβήξει τα μαλλιά του Εντ.
Στο δρόμο περπατούσαμε αργά, σέρναμε σχεδόν τα πόδια μας. Μπροστά στο ζαχαροπλαστείο περιμέναμε τον Αλσέστ που είχε μπει ν’ αγοράσει έξι γκοφρέτες με σοκολάτα που είχε αρχίσει να τρώει αμέσως. «Πρέπει να κάνω προμήθειες», μας είπε ο Αλσέστ, «γιατί απόψε δεν έχει γλυκό…» κι έπειτα έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό, πάντα μασώντας.  Πρέπει να πούμε πως ο έλεγχος του Αλσέστ έγραφε: «Αν αυτός ο μαθητής είχε την ίδια όρεξη για τα μαθήματά του όση και για το φαγητό, θα ‘ταν ο πρώτος μαθητής στην τάξη, γιατί θα μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα».
Εκείνος που φαινόταν λιγότερο στενοχωρημένος ήταν ο Εντ. «Εγώ», είπε, «δε φοβάμαι. Ο μπαμπάς μου δε θα πει τίποτα. Τον κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια κι έπειτα αυτός τον υπογράφει κι ύστερα τέλος. Αυτό είναι όλο όλο». Όταν φτάσαμε στη γωνιά, χωρίσαμε. Ο Κλοταίρ έφυγε κλαίγοντας, ο Αλσέστ μασουλώντας κι ο Ρούφους σφυρίζοντας σιγά με τη σφιρίχτρα του με το στραγάλι.
Έμεινα μόνος με τον Εντ. «Αν φοβάσαι να γυρίσεις σπίτι σου, είναι εύκολο», μου είπε ο Εντ. «Θα έρθεις μαζί μου και θα κοιμηθείς στο σπίτι μου». Είναι αληθινός φίλος ο Εντ. Φύγαμε παρέα  και ο Εντ μου εξήγησε πώς κοίταζε τον μπαμπά του στα μάτια. Αλλά όσο πλησιάζαμε στο σπίτι του, τόσο λιγότερο μιλούσε ο Εντ.  Όταν φτάσαμε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, ο Εντ δεν έβγαζε πια λέξη. Μείναμε λίγο ακίνητοι κι ύστερα είπα στον Εντ: «Λοιπόν, θα μπούμε;» Ο Εντ έξυσε το κεφάλι του και μου είπε: «Περίμενέ με ένα λεπτό. Θα γυρίσω να σε φωνάξω». Και μπήκε. Είχε αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη. Άκουσα λοιπόν ένα χαστούκι και μια χοντρή φωνή που είπε: «Στο κρεβάτι χωρίς γλυκό και φρούτο, άχρηστο πλάσμα!» και τον Εντ που ‘κλαιγε. Νομίζω πως γι’ αυτά που έλεγε για τα μάτια του μπαμπά του ο Εντ δεν θα τα κατάφερνε και τόσο καλά.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι πως πρέπει τώρα να γυρίσω στο σπίτι. . Άρχισα να περπατάω προσέχοντας να μη πατάω στα χωρίσματα ανάμεσα στις πλάκες του πεζοδρομίου. Ήταν πολύ εύκολο γιατί περπατούσα πολύ αργά. Ο μπαμπάς ήξερα τι θα μου έλεγε. Θα μου ‘λεγε πως ήταν ο πρώτος στην τάξη του κι ο μπαμπάς του ήταν πολύ περήφανος για τον μπαμπά μου και πως έφερνε στο σπίτι ένα σωρό επαίνους απ’ το σχολείο και πως θα ‘θελε να μου τους δείξει, αλλά τους έχασε κατά τη μετακόμιση, όταν παντρεύτηκε. Ύστερα ο μπαμπάς θα μου ‘λεγε πως δε θα κατάφερνα τίποτα στη ζωή μου. Θα έμενα πάμφτωχος κι οι άνθρωποι θα λέγανε, να αυτός είναι ο Νικόλας, αυτός που είχε κακούς ελέγχους στο σχολείο και θα με δείχναν με το δάχτυλο και θα γελούσαν μαζί μου. Μετά, ο μπαμπάς θα μου ‘λεγε πως σκοτώνεται στη δουλειά για να μου προσφέρει μια προσεγνένη ανατροφή κι ανέσεις, για να είμαι καλά προετοιμασμένος για ν’ αντιμετωπίσω τη ζωή και πως ήμουν αχάριστος και πως επιπλέον δεν υπέφερα καθόλου για τον πόνο που προκαλούσα στους φτωχούς μου γονείς και δεν έχει για μένα ούτε γλυκό ούτε φρούτο και για σινεμά καλύτερα να το ξεχάσω μέχρι να του πάω έναν καλύτερο έλεγχο.
Θα μου τα πει όλ’ αυτά ο μπαμπάς, όπως την περασμένη και την προπερασμένη φορά αλλά έχω βαρεθεί. Θα του πω πως είμαι πολύ δυστυχισμένος κι αφού είναι έτσι, πολύ καλά, τότε εγώ θα τους αφήσω και θα φύγω πολύ μακριά και θα με ψάχνουν και δε θα ξαναγυρίσω, παρά μόνο μετά από πολλά χρόνια και θα ‘χω πολλά λεφτά και ο μπαμπάς μου θα ντρέπεται που μου είπε  πως δε θα καταφέρω τίποτα στη ζωή μου κι οι άνθρωποι δε θα τολμούν να με δείχνουν με το δάχτυλο κι ούτε θα γελάνε μαζί μου και με τα λεφτά μου θα πάω το μπαμπά και τη μαμά στο σινεμά κι όλος ο κόσμος θα λέει: «Κοιτάξτε, ο Νικόλας, που έχει τα λεφτά με το τσουβάλι κι αυτός πληρώνει για να πάει στο σινεμά τον μπαμπά και τη μαμά του κι ας μην ήταν και τόσο καλοί μαζί του», και θα πήαινα στο σινεμά και τη δασκάλα μου και το διευθυντή του σχολείου. Και βρέθηκα μπροστά στο σπίτι μου.
Ενώ σκεφτόμουν όλ’ αυτά και διηγιόμουν στον εαυτό μου ωραίες ιστορίες, είχα ξεχάσει τον έλεγχό μου και είχα περπατήσει πολύ γρήγορα. Είχα έναν κόμπο στο λαιμό μου και είπα στον εαυτό μου πως θ’ άξιζε ίσως καλύτερα να έφευγα την ίδια ώρα και να ξαναγύριζα μετά από πολλά χρόνια, αλλά είχε αρχίσει να βραδιάζει και δεν αρέσει καθόλου στη μαμά να βρίσκομαι έξω από το σπίτι όταν είναι αργά. Λοιπόν, μπήκα.
Μέσα στο σαλόνι ο μπαμπάς μιλούσε στη μαμά. Υπήρχαν ένα σωρό χαρτιά πάνω στο τραπέζι μπροστά του και δεν έδειχνε καθόλου ευχαριστημένος. «Είναι απίστευτο», έλεγε ο μπαμπάς, «τι ξοδεύουμε σ’ αυτό το σπίτι. Θα πίστευε κανείς πως είμαι εκατομμυριούχος! Κοιτάξτε αυτές τις αποδείξεις! Αυτήν την απόδειξη από το χασάπη, την άλλη του μπακάλη! Φυσικά, εγώ έχω την υποχρέωση να βρω τα λεφτά!». Αλλά ούτε η μαμά φαινόταν ευχαριστημένη κι έλεγε στο μπαμπά πως δεν είχε ιδέα πόση ακρίβεια υπήρχε και μια μέρα έπρεπε να πανε να κάνουν μαζί τα ψώνια και πως θα γυρνούσε στη μαμά της και πως δεν έπρεπε να τα συζητάνε αυτά μπροστά στο παιδί. Εγώ, λοιπόν, έδωσα τον έλεγχο στο μπαμπά, τον κοίταξε, τον υπόγραψε και μου τον έδωσε λέγοντας: «Το παιδί δεν έχει να κάνει τίποτα μ’ όλα αυτά. Αυτό που ζητάω να μου εξηγήσουν είναι γιατί ξοδεύουμε τόσα πολλά.!». «Πήγαινε να παίξεις στο δωμάτιό σου, Νικόλα», μου είπε η μαμά. «Καλά σου λέει η μαμά, πήγαινε», είπε ο μπαμπάς.
Πήγα στο δωμάτιό μου, ξάπλωσα πάνω στο κρεβάτι κι άρχισα να κλαίω.
Πέστε ό,τι θέλετε, αλλά ο μπαμπάς κι η μαμά μ’ αγαπούσαν, τότε θα ‘χανε ασχοληθεί λίγο μαζί μου!
                                                                                                          Ζαν Ζακ Σεμπέ – Ρενέ Γκοσινί

        



                                                              13.   ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Στο κείμενο που ακολουθεί, ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης θυμάται με συγκίνηση τον πρώτον καιρό που πήγε στο Δημοτικό και ιδιαίτερα την πρώτη πρώτη μέρα που ο πατέρας του κρατώντας τον απ’ το χέρι τον οδήγησε στο σχολειό και τον παράδωσε στο δάσκαλο.



   Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο,  γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ έναν κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι.  Η μητέρα μου είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό, να τον μυρίζουμαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κράμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.
-Με την ευκή του Θεού και με την ευκή μου… μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ-Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι,  με μιαν φαρδιάν αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα, το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέση στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
   Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα, ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
   -Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος, κάμε το σταυρό σου.
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα γιατί φορούσε καπέλο.
-Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου απ’ τη φούχτα του και με παράδωσε στο δάσκαλο.
-Το κρέας δικό σου, του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου. Μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
-Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη, έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα […]
Μια μέρα που κάναμε Ιερά Ιστορία, φτάσαμε στον Ησαύ που πούλησε στον Ιακώβ τα πρωτοτόκιά του  για ένα πιάτο φακή. Το μεσημέρι, γυρίζοντας σπίτι, ρώτησα τον πατέρα μου τι θα πει πρωτοτόκια. Έβηξε, έξυσε το κεφάλι.
-Πήγαινε να φωνάξεις το θείο σου το Νικολάκη.
Είχε βγάλει το Δημοτικό ο θείος μου αυτός, ήταν ο πιο γραμματισμένος της οικογένειας, αδερφός της μητέρας μου. Κοντορεβιθούλης, φαλακρός, με μεγάλα μάτια φοβισμένα, με τεράστια χέρια, όλο τρίχες.
-Έλα δω, του ‘πε ο πατέρας μου ως τον είδε, του λόγου σου που σπούδασες, εξήγα!
Έσκυψαν κι οι δυο τους απάνω στο βιβλίο, έκαμαν συμβούλιο.
-Πρωτοτόκια θα πει κυνηγετική στολή, είπε ύστερα από πολλή σκέψη ο πατέρας μου.
Ο θείος μου κούνησε το κεφάλι.
-Θαρρώ θα πει τουφέκι, αντιμήλησε μα η φωνή του έτρεμε.
-Κυνηγετική στολή, βρουχήθηκε ο πατέρας μου.
Μάζεψε τα φρύδια του κι  ο θείος μου λούφαξε.
Την άλλη μέρα ο δάσκαλος ρωτάει:
-Τι θα πει πρωτοτόκια;
Πετάχτηκα:
-Κυνηγετική στολή!
-Τι ανοησίες είναι αυτές; Ποιος αγράμματος σου τις είπε;
-Ο πατέρας μου!
Ο δάσκαλος ζάρωσε. Τον φοβόταν κι αυτός τον πατέρα μου, πού να του φέρει αντίρρηση!

                                                                                             Νίκος Καζαντζάκης
                                                             (Απόσπασμα από το βιβλίο του Αναφορά στον Γκρέκο)




Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883 - 1957) ήταν Έλληνας μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγραψε τα έργα: Ο καπετάν Μιχάλης, Ο φτωχούλης του Θεού, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αναφορά στον Γκρέκο κ. ά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate-Μετάφραση