ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΦΥΣΗ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

                                                                                          
Α. ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ



    1. ΤΟ ΛΑΦΑΚΙ

Ένα λαφάκι μια φορά ξεχάστηκε στο δάσος.
Κι ήρθ’ η νυχτιά η μαυριδερή και του ‘κλεισε το δρόμο,
κι ήρθ’ η δροσιά η αποσπερνή και του ‘σβησε τα χνάρια
και του ‘σβησε και το ντορό που θα γυρνούσε πίσω.
Πήγε από δω, πήγε από κει, σκούντησε πα στις πέτρες,
πάτησε στις ασπαλαθιές, κι απ΄τον πολύ τον πόνο
του ‘ρθε ένα κλάμα – το φτωχό!-  κι έκλαψε τόσο, τόσο
που σχίστη ο ουρανός στα δυο και βγήκε το φεγγάρι
 να φέξει στο λαφόπουλο, στη μάνα του να πάει…


                                                              Κώστας Φίλος



                                                        2. Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Ο σαλίγκαρος είχε γεννηθεί πριν από δυο χρόνια κάτω από τη ρίζα ενός κλήματος. Ήταν τόσο μικρός και είχε τόσο λεπτό όστρακο που θα μπορούσες να δεις μέσα απ’ αυτό τη μικρούτσικη καρδιά του να χτυπά. Μεγάλωσε μέσα στο βασίλειο των σαλατικών, ζύγιζε 20 γραμμάρια και είχε μάκρος 4 πόντους, ανάστημα ωραίο για ένα σαλιγκάρι.
Πήγαινε σέρνοντας το μακρύ πόδι του και άφηνε πάνω στα χορτάρια μακριές ασημένιες κορδέλες. Στο μεταξύ φρόντιζε ν’ αποφεύγει τις μεγάλες λακκούβες νερού, γιατί καμιά φορά συμβαίνει να χαθεί ένα σαλιγκάρι, επειδή δεν μπόρεσε να ξαναβγεί στην άκρη της λακκούβας. Ξαφνικά είδε ένα λάχανο, ένα υπέροχο λάχανο, στη μέση μιας πρασιάς, που το μασουλούσε ένας γυμνός γυμνοσάλιαγκας.
Ο σαλίγκαρός άρχισε να σκαρφαλώνει στα κατσαρά φύλλα και να τα μασουλά με όρεξη, όταν ένιωσε κάποιο χέρι να του κόβει το πρόγευμα και να τον μεταφέρει στον αέρα. Ανάμεσα σε δυο φύλλα δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά μέσα στο χεροκόφινο κατάλαβε πολλά πράγματα. Δυστυχισμένε σαλίγκαρε! Του χρειαζόταν μεγάλη ταχύτητα για να σωθεί από τα δόντια εκείνου που θα τον έτρωγε. Ωστόσο κατάφερε να ξεφύγει ανάμεσα από τις βέργες του χεροκόφινου, κατέβηκε όσο μπορούσε πιο γρήγορα, τρέχοντας δηλ. με ταχύτητα 110 μ. την ώρα, κι έφτασε στον τόπο που γεννήθηκε, στο αμπέλι.
Όταν από την υγρασία τα χορτάρια δε δροσίζονται από λίγη πρωινή δροσιά, ο σαλίγκαρος θρονιάζεται στον κορμό κανενός δέντρου και περιμένει τη βροχή.
Τι θ’ απογίνει όμως το χειμώνα; Όπως οι άνθρωποι, έτσι θα κλειστεί κι αυτός στο σπίτι του, θα κουλουριαστεί στο βάθος και θα κλείσει την είσοδο με μια λεπτή στρώσει από ξερό σάλιο και από ασβέστη.
Αν ο σαλίγκαρος δεν τελειώσει τη ζωή του στο τραπέζι κανενός καλοφαγά, θα περιμένει τη στιγμή που θ’ ανοίξει τα πορτοπαράθυρά του στον πράσινο ανοιξιάτικο κόσμο.-



Ο ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΚΑΙ 3.           Η ΓΑΤΑ

Η Φουρφουρμβέργη, μια μακρινή πολιτεία, δεν ήταν φημισμένη μόνο για τα θαυμάσια φτερά χήνας, τα σιντριβάνια και την όπερά της αλλά και για την πλούσια βιβλιοθήκη της.
Εκεί, σ’ αυτή τη βιβλιοθήκη, ζούσε ο Ιγνάτιος, ένας νεαρός ποντικός, έξυπνος και θαρραλέος, αλλά δυστυχώς με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Κατοικούσε σε μια τρύπα στο διακοσιοστό εξηκοστό ράφι μιας μισοσκότεινης αίθουσας, πίσω από μια ατέλειωτη σειρά βιβλία.
Κάποια μέρα ο Ιγνάτιος σκέφτηκε: Ποντικός αγράμματος, ξύλο απελέκητο! Κι αποφάσισε να μορφωθεί! Άρχισε να τρώει κάθε τόσο λίγο βιβλίο, προσέχοντας όμως να μην γριτζανίζει δυνατά το χαρτί κι ενοχλεί τις σοφές φαλάκρες στο βάθος.
Οι πρώτες βδομάδες πέρασαν χωρίς απρόοπτα. Το χαρτί ήταν θρεπτικό. Ο Ιγνάτιος χόντραινε. Είχε φάει κιόλας έναν καζαμία, πέντε ποιητικές ανθολογίες και μια μέθοδο γαλλικής άνευ διδασκάλου, όταν έφτασε η κρίσιμη μέρα.
Ανάμεσα στα βιβλία βρίσκονταν μια παλιά Ζωολογία που στην εικοστή σελίδα είχε τη ζωγραφιά μιας γάτας. Ο Ιγνάτιος το πρωί έφαγε το εξώφυλλο, το μεσημέρι τον πρόλογο και τα δυο πρώτα κεφάλαια και το βράδυ έφτασε στην ολοσέλιδη ζωγραφιά της γάτας. Ένιωσε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά. Η γάτα τον κοιτούσε με βλέμμα αγριωπό. Τρέμοντας, σφάλισε τα μάτια και περίμενε καρτερικά το τέλος.
Πέρασαν δυο λεπτά. Πέρασαν τρία. Τίποτα. Ο Ιγνάτιος άνοιξε το ένα μάτι. Ύστερα και τ’ άλλο.
-Γιατί δεν με τρως να τελειώνουμε; ψέλλισε αχνά.
Η γάτα κοιτούσε σιωπηλή. Ο Ιγνάτιος ξεθάρρεψε, τη μύρισε:
-Μουφ!...Μουφ!...Η γάτα ούτε που κουνήθηκε.
Ο ποντικός πήρε τότε τη μεγάλη απόφαση! Να φάει τη γάτα! Δισταχτικά, έχοντας τη συναίσθηση ότι εκδικείται γενιές και γενιές αδικοφαγωμένων ποντικών, άρχισε απ’ το δεξί αυτί. Ύσταρα της έφαγε και το αριστερό, χωρίς η γάτα να προβάλει αντίσταση. Με ίλιγγο ο Ιγνάτιος συνέχισε το ριψοκίνδυνο γεύμα. Όταν κατάπιε και την τελευταία μπουκιά χαρτιού, στάθηκε ασάλευτος.
-Απίστευτο! συλλογίστηκε και ρεύτηκε. Απίστευτο! Έφαγα μια γάτα! Έφαγα μια γάτα! ΕΦΑΓΑ ΜΙΑ ΓΑΤΑ! Θεούλη μου! Πώς τα κατάφερα; Είμαι ήρωας λοιπόν; Ο Ιγνάτιος ο Μέγας; Ναι! Είμαι.
Ο ενθουσιασμός τον παρέσυρε. Αντί να καθίσει να σκεφτεί ότι άλλο γάτα αληθινή και άλλο ζωγραφιστή γάτα, έτρεξε γρήγορα, βγήκε απ’ τη βιβλιοθήκη και έφτασε σαν αστραπή στο σπίτι του μπακάλη, όπου έμεναν οι συγγενείς του.
Ο Ιγνάτιος διηγήθηκε το θαυμαστό κατόρθωμά του. Έγινε μεγάλο σούσουρο. Το νέο διαδόθηκε. Ήρθαν οι γείτονες. Του έδωσαν συγχαρητήρια. Οι γέροι ποντικοί τον έδειχναν κι έλεγαν με καμάρι:
-Αυτός είναι ποντικός με μέλλον! Έφαγε μια γάτα!
Το νέο δεν άργησε να φτάσει στ’ αυτιά μιας δημοσιογράφου. Την άλλη μέρα η εφημερίδα Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΦΟΥΡΦΟΥΡΜΒΕΡΓΗΣ έγραφε:
ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΙ ΠΟΝΤΙΚΟΙ ΝΑ ΤΡΩΝΕ ΓΑΤΕΣ
Σύμφωνα με τελευταίες πληροφορίες, ένας ποντικός άγνωστων στοιχείων έφαγε μια γάτα. Κάτι τέτοιο φαίνεται μάλλον απίθανο. Έμπειροι παρατηρητές όμως δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο. Ο κτηνίατρος δόκτωρ Λυσσαλέων δήλωσε: «Προσέχετε τη γάτα σας. Μην την αφήνετε να κυκλοφορεί ασυνόδευτη!»
Μετά απ’ αυτό, το άλλο πρωί, όλες οι εφημερίδες έβγαζαν έκτακτο παράρτημα με οχτάστηλους τίτλους:
ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ Η ΧΩΡΑ! ΠΑΝΙΚΟΣ ΣΤΗ ΦΟΥΡΦΟΥΡΜΒΕΡΓΗ! «Από τη στιγμή που ποντικοί  άρχισαν να τρώνε γάτες, τίποτα δεν είναι σίγουρο στον τόπο τούτο. Πρέπει να ληφθούν μέτρα! Θα παραιτηθεί ο δήμαρχος;»
Με τον καιρό όμως, επειδή δεν έγινε τίποτα το σοβαρό, ή έστω το τρομερό, ο θόρυβος καταλάγιασε και η πόλη βρήκε πάλι την παλιά της ηρεμία.
Ο Ιγνάτιος αναπαυόταν στις δάφνες του. Παντρεύτηκε την Εβίτα, μια γλυκιά ποντικούλα, και ζούσανε μονοισμένοι σε μια ευρύχωρη τρύπα. Ένα βράδυ, την ώρα που ο Ιγνάτιος έλεγε στην Εβίτα μερικά ποιήματα από εκείνα που είχε φάει στη βιβλιοθήκη, ένας χοντρός λαχανιασμένος ποντικός φάνηκε στο κατώφλι της φωλιάς τους.
-Τι τρέχει; ρώτησε ο Ιγνάτιος.
-Είσαι ο Ιγνάτιος ο Μέγας ο Γατοκτόνος, δεν είναι έτσι;
-Ακριβώς. Εσύ ποιος είσαι;
-Ένας πονεμένος ποντικός.
-Και τι θέλεις από μένα; Τι παρηγοριά μπορώ να σου προσφέρω, ξένε;
-Θέλω να φας μια γάτα.
-Τι έκανε λέει;
-Θα σου πω τη λυπητερή μου ιστορία. Μέχρι τώρα ζούσα τρισευτυχισμένος στο σπίτι του μυλωνά με την οικογένειά μου. Σήμερα όμως το μεσημέρι-εδώ ο χοντρός ποντικός κατάπιε ένα λυγμό-μας πέτυχε η Γραντζουνίλδη στην κουζίνα την ώρα που διαλέγαμε το τυρί.
-Ποια είναι η Γραντζουνίλδη;
-Η γάτα βέβαια. Μας πήρε στο κυνήγι. Έφαγε όλο το μπαμπά μου, όλη τη μαμά μου και όλη την οικογένειά μου! Εγώ μόνο κατάφερα να ξεφύγω, αλλά έπαθα άσθμα από την αγωνία!
Εδώ ο χοντρός ποντικός κατάπιε δυο λυγμούς μαζί και κόντεψε να πνιγεί.
-Λοιπόν;
-Λοιπόν ήρθα να σε παρακαλέσω να φας τη Γραντζουνίλδη!
-Βέβαια θα τη φάω. Άλλωστε έχω φάει κιόλας μια γάτα. Η πρώτη γάτα ήταν δύσκολη. Μετά συνηθίζεις.
-Ευχαριστώ. Θα σε περιμένω τα μεσάνυχτα, είπε ο ασθματικός ποντικός κι έφυγε συγκινημένος.
Μέσα στον Ιγνάτιο ξύπνησε πάλι ο ήρωας.
-Αγάπη μου, με συγχωρείς μισό λεπτό! Πάω να φάω μια γάτα, είπε στην Εβίτα, μόλις χτύπησαν μεσάνυχτα. Εκείνη τον ξεπροβόδισε με κρυφό καμάρι.
-Πρόσεξε να μην τρως αρπαχτά και στομαχιάσεις, τον συμβούλεψε.
Καθώς ο Ιγνάτιος πήγαινε στο σπίτι του μυλωνά απ’ τους βοτσαλωτούς δρόμους της Φουρφουρμβέργης, σιγοσφύριζε αμέριμνος. Έφτασε στο σπίτι. Μπήκε στην κουζίνα. Εκεί τον περίμενε ο χοντρός ποντικός.
-Πού είναι το θύμα; ρώτησε ο Ιγνάτιος συνωμοτικά.
-Στην πολυθρόνα της τραπεζαρίας, ψιθύρισε ο χοντρός. Φα’ τηνε όλη!
Θαρραλέα ο Ιγνάτιος προχώρησε στην τραπεζαρία. Κουλουριασμένη στην ψάθινη πολυθρόνα, πελώρια και πισσόμαυρη, η Γραντζουνόλδη κοιμόταν.
Ο Ιγνάτιος σκαρφάλωσε στην πολυθρόνα, στάθηκε μπροστά στην Γρατζουνίλδη και ξερόβηξε απειλητικά. Η γάτα δεν ξύπνησε. Ο Ιγνάτιος της έδωσε μια γροθιά στη μύτη φωνάζοντας:
-Ξύπνα γάτα! Έφτασε η τελευταία σου ώρα!
Η Γρατζουνίλδη ξύπνησε. Τα φωσφορικά της μάτια, ίδια πράσινα σμαράγδια, κοίταξαν το ποντίκι. Ο Ιγνάτιος ένιωσε κάτι σαν τρεμούλα στη ραχοκοκαλιά. Ύστερα ανασήκωσε  με δισταγμό τη μαύρη ουρά της γάτας κι ετοιμάστηκε να τη ροκανίσει.
Τότε η Γρατζουνίλδη τον άδραξε με τα γαμψά της νύχια και τον έκαμε μια μπουκιά! Συνέχισε μετά τον ύπνο της.
Άδικα περίμενε η Εβίτα. Κι ο χοντρός ποντικός έκλαψε πικρά. Μα κι όλοι οι ποντικοί της πόλης θρήνησαν τον ήρωα που τους χάρισε τόσες γλυκές ελπίδες.
Χρόνια πέρασαν από τότε. Ακόμα οι ποντικογιαγιάδες λένε την ιστορία του Ιγνάτιου στα εγγονάκια τους. Τα εγγονάκια  ακούνε στο σκοτάδι την ιστορία με μάτια ορθάνοιχτα, με καρδούλες που χτυπάνε δυνατά. Κι ονειρεύονται, ονειρεύονται κάποια μέρα  να τολμήσουν να φάνε μια γάτα κι αυτά… Στο μεταξύ, στη βιβλιοθήκη της Φουρφουρμβέργης, στο διακοσιοστό εξηκοστό ράφι μιας μισοσκότεινης αίθουσας, τόσο ψηλά που κανένας σοφός δεν μπορεί να φτάσει όσα σκαμνάκια και να βάλει το ‘να πάνω στ’ άλλο, βρίσκεται ακόμα ένας σκονισμένος τόμος Ζωολογίας. Κανείς δεν ξέρει ότι του λείπουνε μερικές σελίδες…

                                                                                                                            Ευγένιος Τριβιζάς

  
                 4.  Η ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΚΩΝ


Οι ποντικοί συνάχτηκαν τη γνώμη τους να δώσουν,
πώς τη ζωή τους να γλιτώσουν…
Δε θέλουν πια να ‘ναι του γάτου θύματα
που μ’ ένα δυο πηδήματα
κακότροπος χιμάει και τους αρπάζει
και, παίζοντας, ύστερα τους σπαράζει.
Κι είπανε να οπλιστούν, να πολεμήσουν
και να τον αφανίσουν
ή μες στην ώρα του ύπνου του να τον αλυσοδέσουν…
Μα οι κίντυνοι στους ποντικούς καθόλου δεν αρέσουν,
γι’ αυτό συλλογιστήκανε καλύτερα κατόπι
κι είπαν: «Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι:
πρόστιμο κι εξορία και φυλακή…»
Όμορφα κάθε ρήτορας μιλεί,
σχέδια πολλά και διάφορα προτείνουν
για όσα πρέπει να γίνουν…
Ποιος λέει να πάει στο κελάρι
κι εκεί καθένας τους να πάρει,
με νόστιμα δώρα να τον χορτάσουν.
Άλλος κουδούνι στο λαιμό θέλει να του κρεμάσουν,
που, όταν χτυπά, στο πέρασμά του,
θα ‘χουν καιρό να φύγουνε και να κρυφτούν μακριά του.
Τη γνώμη αυτή βρήκαν σοφότερη απ’ τις άλλες
κι αρχίσανε συζήτησες μεγάλες:
με τι γαϊτάνι να δεθεί, τι σχήμα να διαλέξουν
και την τιμή και το καλό μέταλλο να προσέξουν!
Κι όταν εσυμφωνήσανε, πρόταση κάποιος κάνει
πως το κουδούνι του λαιμού δε φτάνει
και πρέπει κι ένα στην ουρά, για να μπορούν ν’ ακούνε
όμοια τον ήχο πίσω του κι εμπρός του όσοι βρεθούνε…
Η γνώμη σ’ όλους άρεσε και τη χειροκροτήσανε
κι ύστερα για να φύγουν ξεκινήσανε
ήσυχοι κι ευχαριστημένοι…
Αλλά ένας γερο-ποντικός τότε στη μέση βγαίνει
και λέει: «Πάντα τα νύχια του σκληρά θα μας ξεσκίζουν.
Συνωμοσίες και πόλεμοι και δώρα δεν αξίζουν.
Όσοι βρεθούν στο διάβα του πικρά θα μετανιώσουν,
μόνο η φυγή και κρύψιμο μπορούν να μας γλυτώσουν.
Ο στερνός λόγος φαίνεται σωστός,
να του κρεμάσετε ένα κουδούνι πίσω κι ένα εμπρός…
Αν ρωτάτε και τη δική μου σκέψη,
το ένα μου φαίνεται αρκετό, τα’ άλλο θα περισσέψει…
Όμως πριν τα’ αγοράσετε, συλλογιστείτε πάλι
να βρείτε πρώτα ποιος μπορεί να πάει να του το βάλει!»

                                                                    Μαρίνος Σιγούρος
                                                             

      5.    ΤΟ ΠΥΡΟΦΑΝΙ

Καίει το πυροφάνι του ψαρά
κι οι σταλαχτίτες λάμπουν σαν αστέρια
και στης σπηλιάς τα διάφανα νερά
φεγγοβολούν καντήλια κι αγιοκέρια.

Της νυχτερίδας τρίζουν τα φτερά
και στις φωλιές ξυπνούν τα περιστέρια
και σπαρταρούν τα ψάρια αστραφτερά
απ’ το καμάκι στου ψαρά τα χέρια.

Επάνω, στης σπηλιάς την κορυφή,

Ψάρεμα Βυζαντινών με πυροφάνι
μέσ’ απ’ τα μούσκλια και τα πολυτρίχια,
σταλάζει βρύση ανώφελη, κρυφή.

Και πέρα, από μια τρύπα σκοτεινή,
στους βράχους ακονίζοντας τα νύχια,
μια φώκια απαρηγόρητα θρηνεί.

                                 Γεώργιος Δροσίνης


                                                                                         6.  ΝΗΣΙΩΤΙΚΑ ΞΩΚΚΛΗΣΙΑ



 Το κατακαλόκαιρο, σαν τύχει να περιπλανιέσαι ντάλα μεσημέρι σε κάποια παραλία ή νησιώτικη πλαγιά, ψημένος απ’ τον ήλιο, μαστιγωμένος απ’ το φως, παραλογισμένος απ’ τα τζιτζίκια, σίγουρα τα βήματά σου θα σε φέρουνε σε κάποιο απ’ τα τόσα μικρά, άσπρα, νησιώτικα ξωκλήσια. Και τότε, σαν σπρώξεις τη μικρή ξύλινη πόρτα και διαβείς το κατώφλι, αμέσως θα σε πάρει η παράξενη, ανεξήγητη σχεδόν δροσιά, που βασιλεύει μέσα στο μικρό σκιερό χώρο. Τη νιώθεις σαν ένα δροσερό, πατρικό χέρι που χαϊδεύει στοργικά, καλοσυνάτα το πυρωμένο σου μέτωπο και την εισπνέεις με απέραντη ανακούφιση, ευωδιασμένη καθώς είναι με τη μυρωδιά του κεριού και του βασιλικού.
Εκεί σ’ αυτό το μικρό κάτασπρο καμαράκι, το χτισμένο στην ερημιά απ’ την ευλάβεια κάποιου φτωχού, νιώθεις να κατοικεί ο Θεός και να σε περιμένει. Κι είναι ένας Θεός απλός, ταπεινός, καλοσυνάτος, ένας Θεός που ‘ρθε πραγματικά «επί πώλου όνου» σ’ αυτό το μικρό, λιτότατο σπιτικό του. Αυτόν τον Θεό τον νιώθεις να στέκει δίπλα σου εγκαρδιωτής και συγχωρητής και προστάτης, γιομάτος συμπόνια για τα ανθρώπινα παθήματα, έτοιμος να πάρει τον πόνο σου πάνω του.
Όπως ο Θεός, έτσι κι οι άγιοί του είναι στον τόπο μας ταπεινοί, απλοί και στέκουνε δίπλα στον άνθρωπο. Σαν βρεθείς προσκυνητής τη μέρα που τιμάται η μνήμη ενός αγίου στο πανηγύρι του, νιώθεις σαν να ‘φτασες καλεσμένος σε φιλικό σπιτικό, σε μέρα μεγάλης χαράς. Εκεί ο άγιος, με φρεσκοασβεστωμένη τη μικρή εκκλησιά του, στολισμένη με μυρσίνες και λούλουδα, έχει ανοίξει τις πόρτες του και δέχεται τον καθένα που θέλει να γιορτάσει μαζί τη χαρά του. Γι’ αυτό, καταπώς ταιριάζει, έχει αναλάβει αυτός να φιλέψει και το ψωμί και το φαΐ και το κρασί. Κι όταν, μετά τη λειτουργία, αρχίσουν τα όργανα και ο χορός, νιώθεις πως ο άγιος γλεντά μαζί με του πανηγυριώτες. Πως κάθεται κι αυτός εκεί – σε μια μεριά, στην αυλή της εκκλησιάς – ακούει τα όργανα, χαίρεται τους χορευτές, κοιτά μ’ αγαθοσύνη την ευθυμία των ανθρώπων κι ευφραίνεται η ψυχή του. Αν τύχει μάλιστα κι ο άγιος είναι κανένα  απ’ τα παλικάρια  της πίστης μας, τότε λες πως δε γίνεται αλλιώς, κάποια ώρα θα σηκωθεί με την ψυχή φουσκωμένη απ’ το μεράκι της χαράς και θα μπει κι αυτός στο χορό.

                                                                                      Γεώργιος Αλέξανδρος – Μαγκάκης


                                                                                                 7.   Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ

   Ο γάιδαρος είναι ζώο πειθαρχικό και ακατάδεχτο, που, μαζί με το σκύλο, τη γάτα, την κατσίκα, το πρόβατο, το βόδι, το άλογο, το μουλάρι και τα πουλερικά, αποτελεί την κοινωνία των ζώων του χωριού.
Τρώει χορταρικά, χωρίς να ενδιαφέρεται αν είναι ξερά ή χλωρά. Τρώει και ξηρούς καρπούς. Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι ο τρόπος που δουλεύει το επάνω του χείλι, όταν περιμαζεύει το χόρτο για να το φέρει στις δοντάρες του, χερόβολο χερόβολο, ενώ την ίδια στιγμή τα μεγάλα του ρουθούνια, είτε από ερεθισμό είτε από σκοπιμότητα, φυσάνε μ’ ένα ηχηρό ρουθούνισμα.
Δουλεύει αγόγγυστα και σκληρά, και από περιποίηση απλός και λιτός. Κι ό,τι στολίδι φορεί, σαμάρι, καπίστρι, πιστιά, είναι για λόγους πειθαρχίας και φορτώματος, γι αυτό όταν απαλλαγεί από αυτά, κυλιέται στο χώμα ευτυχισμένος.
Ο άνθρωπος, που τον εκμεταλλεύεται σκληρά, τον είπε πεισματάρη αλλά και ζώο με την πιο μεγάλη υπομονή, τη γαϊδουρινή.
Κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Κουβαλάει ξύλα, νερό, κοπριά, αλεύρι, άχυρο. Και πολλές φορές στολισμένος πανηγυρικά πάει τη φαμίλια ολόκληρη στο πανηγύρι. Εκεί, πίσω απ’ το χοροστάσι δεμένος, πάνω στο κέφι των χορευτών και στο ανηφόρισμα του κλαρίνου, παίρνει κι αυτός έναν αμανέ δικής του έμπνευσης, τόσο ξεχωριστό και δυνατό, που επιβάλλεται σε όλη την περιοχή!
Λένε πως τα ζώα του χωριού ήθελαν να τον διαλέξουν δήμαρχο, αλλά δεν το δέχτηκε. Δεν είναι ματαιόδοξος, σαν τον ξάδερφό του, το άλογο, ούτε σαν τον άλλο, το νόθο συγγενή του, το μουλάρι, που νομίζει πως μπορεί να γίνει το πρώτο μες στα ζώα. Του το ‘πε μια φορά ο γάιδαρος ταπεινά: «Γάιδαρος είσαι, καημένε, κι εσύ και φαίνεσαι». Αυτός στέκεται στο ύψος της γενιάς του. Γάιδαρος ήταν, γάιδαρος μένει.
Λένε ακόμα  πως κάποτε άκουσε το δάσκαλο που φώναζε ένα μαθητή του «γάιδαρο» κι είπε κρυφά κρυφά μοναχός του: «Άνθρωποι δα, τι περιμένεις από ένα δίποδο…»
Είναι απλός πέρα ως πέρα, κι όμως ό,τι όνομα επίσημο του πάει. Πες τον Ναβουχοδονόσορα, Ταμερλάνο, του ταιριάζει. Στη χώρα κατεβαίνει με το ίδιο ύφος, σοβαρότατος. Για τον πολιτισμό ενδιαφέρεται σαν αρχαιολόγος ή τουρίστας. Επισημαίνει τα χαλάσματα με αρχαιολογική αξία κι εκεί διανυκτερεύει. Αν τραβήξει για την πλατεία και πετύχει εκεί κάποιο ρήτορα, στέκεται απέναντι και τον ακούει, ώσπου να ενθουσιαστεί, οπότε αρχίζει τον αμανέ του, όχι από αντίπραξη, αλλά, θαρρείς, από έξαρση.
Η γάτα των σαλονιών, μπαίνοντας μια μέρα στο στάβλο του, τον είπε ακάθαρτο, χωριάτη. Δεν έδωσε καμιά σημασία κι εξακολούθησε να στέκει κοιτώντας μπροστά του. όταν όμως εξέφρασε την απορία της, πώς τον καβαλικεύουν οι καθώς πρέπει άνθρωποι, γύρισε το κεφάλι του ήρεμα και της είπε με την πιο μεγάλη ταπεινότητα: «Ο πρόγονός μου πήγε κάποτε  το Χριστό στα Ιεροσόλυμα…»

                                                                                                                     Φώτης Βαρέλης


8.   ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΚΗΠΟΝ
Ήθελα να ‘χω ένα σπίτι εξοχικό
μ’ έναν μεγάλο κήπο – όχι τόσο
για τα λουλούδια, για τα δέντρα και τες πρασινάδες    
(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά, είν’ ευμορφότατα),
αλλά για να ‘χω ζώα. Α, να ‘χω ζώα!
Τουλάχιστον επτά γάτες – οι δυο κατάμαυρες,
και δυο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεση.
Έναν σπουδαίο παπαγάλο, να τον αγρικώ
να λέει πράγματα μ’ έμφαση και πεποίθησιν.
Από σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.
Θα ‘θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογατάκια).                                                                                                                                     
Κι εξάπαντος τρία τέσσερα απ’ τ’ αξιόλογα,
τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,
να κάθονται οκνά να χαίροντ’ οι κεφάλες των.

                                                       Κ.Π.Καβάφης










Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ: (1863 – 1933). Κορυφαίος Έλληνας ποιητής με παγκόσμια ακτινοβολία. Έζησε και δημιούργησε στην ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας. Έγραψε σε μια γλώσσα προσωπική που δανείζεται στοιχεία από την καθαρεύουσα.

              Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

                              Κωνσταντίνος Π. Καβάφης



 Κεριά

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Τα παράθυρα

Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. - Οταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. -
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 

 Θερμοπύλες


Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των                              
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ' ίσοι σ' όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους
.
 Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 



                                         9.  ΣΤΟ ΧΕΙΜΑΡΡΟ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ



-Ταξί, ταξί!..
Αμ δε! Πας να το πάρεις, το άρπαξε άλλος. Και περπατάς. Και περπατάς. Και προχωράς. Κι αγκομαχάς. Κόκκινο; Στέκεις και περιμένεις. Πράσινο; Αμολιέσαι. Και ξαναπερπατάς.
-Ταξί, ταξί!..
Αμ δε! Περνά το ένα, περνά το άλλο, περνά και το παράλλο, σηκώνεις το χέρι, κατεβάζεις το χέρι, ξανασηκώνεις το χέρι, ξανακατεβάζεις το χέρι – αμάν, Παναγία μου – στο καθένα από ένας τυχερός και εμβρόντητος γιατί το πέτυχε, τσούρμο εσύ με τους λοιπούς και … περπατάς. Και σταματάς. Και ξαναπερπατάς.
-Ταξί, ταξί!..
Αμ δε! Σε κάθε γωνιά περιμένει ένας και λίγο παρακάτω δυο, και λίγο παρακάτω τρεις, και λίγο παρακάτω άλλος ένας, και λίγο παρακάτω άλλοι, μπαφιασμένοι, απελπισμένοι, κόσμος, κακό, σουλατσαδόροι, βιαστικοί, νοικοκυραίοι, λετσοτουρίστες… Τι γίνεται εδώ; Συλλαλητήριο; Ανάσταση; Κηδεία; Γάμος; Τελετή;
-Όχι, κύριε!
-Αλλά;
-Το… λεωφορείο!
Ω, το λεωφορείο! Τα λεωφορεία! Επίθεση! Γιουρούσι! Στρίμωγμα και πατίκωμα και πάστωμα και στοίβαγμα… «το χέρι μου!», «το πόδι μου!», «μη σπρώχνετε, κύριε!», «προσέχετε, κυρία μου!», «τα εισιτήριά σας!», ιδρώτας, καυσαέρια, ίσα και φύγαμε! Φεύγουνε; Φύγανε! Κι εσύ; Πάλι απ’ έξω.
-Ταξί, ταξί!..
Αμ δε! Χείμαρροι ανεβαίνουν, χείμαρροι κατεβαίνουν, κοσμοπλημμύρα από δω, κοσμοπλημμύρα από κει, όλοι απορημένοι, όλοι λαχανιασμένοι, όλοι απελπισμένοι, και… περπατάς! Κόκκινο! Αμάν! Και τι να κάνεις; Στέκεσαι. Αναστενάζεις. Υπομένεις. Περιμένεις. Αναπνέεις. Ντουμάνι τα καυσαέρια, που τα νιώθεις στα ενδότερα της ψυχής σου. Πράσινο! Ίσα και περάσαμε, μαρς εν δυο, γρήγορα… «φρρρ!», ο τροχονόμος τη σφυρίχτρα, τη δαγκώνει, «φρρρ!» - δώσ’ του ξανά – και ύστερα την αφήνει και πέφτει απ’ το στόμα, κουνώντας τα χέρια προς τα τροχοφόρα:
-Γρήγορα, γρήγορα!
Και τρέχουν, ατέλειωτα ποτάμια και παραποτάμια και τελειωμό δεν έχουν, να και τα ωραία τρόλεϊ, τα κίτρινα, φορτωμένα πατικωμένα, στοιβαγμένα, ένα, δυο, τρία, τέσσερα, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, πελώρια, γραφικά, σαρδελοκούτια γεμάτα από σαρδέλες παστωμένες, όρθιες, με φάτσες τεθλιμμένες, σαν να ρωτάνε:
-Πού μας πάνε;
Και πώς πάνε! Γρρρ, δυο τρία μέτρα και στοπ. Ξανασαλεύουν λίγα μέτρα και πάλι στοπ. Και ξανασαλεύουν λίγα μέτρα και πάλι στοπ. Και ξαναπαίρνουν λίγο δρόμο και πάλι στοπο. Διότι προηγούνται μερικά λεωφορεία, των οποίων προηγούνται μερικά ταξιά, των οποίων προηγούνται μερικά μεταφορικά, των οποίων προηγούνται μερικά διπλωματικά, των οποίων προηγείται μια … νεκροφόρα, μ’ έναν οδηγό καθέτως κι έναν επιβάτη οριζοντίως.
-Ω, τον ευτυχή!..
Και περπατάς. Κόκκινο, σταματάς. Πράσινο, προχωράς, ξανά κόκκινο, σταματάς, ξανά πράσινο, προχωράς. Ορυμαγδός! και ζέστη.
-Ταξί, ταξί!
Αμ δε! Πάντα υπάρχει κάποιος πιο τυχερός από σένα και ορμά εντός, εμβρόντητος για το αναπάντεχο! Πόσα ταξιά; Πόσοι άνθρωποι; Πόσος πληθυσμός; Πόσα τροχοφόρα; Πόσα μπαίνουν στην κυκλοφορία κάθε μέρα; Πόσοι περπατούν;  Πόσοι εποχούνται; πόσοι σκοτώνονται; όσοι τραυματίζονται;
-Ταξί, ταξί!
Ύψιστε, σταμάτησε! Και ήρθε άδειο; Άδειο! Να μπω; Έμπα γρήγορα! Μπαίνεις γρήγορα, κάθεσαι γρήγορα, κλείνεις την πόρτα γρήγορα, κάνεις το σταυρό σου γρήγορα κι αναρωτιέσαι: Θεέ μου, τι απροσδόκητη τύχη ήταν αυτή; Μιλάς στον ταξιτζή:
-Βρε, τι τραβάτε κι εσείς κι εμείς!
Και σου απαντά ο ταξιτζής:
-Εμείς λιγουλάκι ακόμα και θα τρελαθούμε!
Απορείς:
-Ακόμα, λοιπόν, δεν τρελαθήκατε;
Και σου απαντά:
-Απάνω στο τσάκα είμαστε!
Αθήνα, ω κατακαημένη πόλη της Παλλάδας, πώς έγινες έτσι;


                                                                                                                      Δημ. Ψαθάς


                             10.   ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΚΑΘΑΡΙΖΟΥΝ ΤΟ ΜΟΛΥΣΜΕΝΟ ΑΕΡΑ

Οι νόμοι για την προστασία του περιβάλλοντος προβλέπουν δαπανηρά συστήματα φίλτρων για τη διατήρηση μιας σχετικά καθαρής ατμόσφαιρας στις μεγάλες πόλεις. Οι δημοτικές αρχές των αστικών κέντρων θα μπορούσαν παράλληλα να εφαρμόσουν μια πολύ πιο «φιλική» μέθοδο για τον καθαρισμό του αέρα των πόλεων. Η μέθοδος αυτή δεν είναι άλλη από τη δεντροφύτευση.
Πράγματι, οι συστάδες των δέντρων μπορούν να προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες στην υπόθεση της προστασίας του περιβάλλοντος. Και τούτο γιατί τα φύλλα των περισσότερων δέντρων λειτουργούν  συχνά σαν μικροσκοπικά φίλτρα, που καταβροχθίζουν με  βουλιμία τις διάφορες ρυπαντικές ουσίες της ατμόσφαιρας. Ένα και μόνο φύλλο διαθέτει εκατοντάδες χιλιάδες λεπτές τρίχες και «στόματα» ή πόρους. Τα μικροσκοπικά αυτά χαρακτηριστικά των φύλλων, που χρησιμοποιούνται κανονικά για την προστασία και τη διατροφή του δέντρου, μπορούν να δράσουν αποτελεσματικά στη σύλληψη των αιωρούμενων ακαθαρσιών της ατμόσφαιρας. Τα στόματα των φύλλων απορροφούν τα ρυπαντικά αέρια. Ταυτόχρονα, οι λεπτές τρίχες παγιδεύουν τα αιωρούμενα σωματίδια των ατμοσφαιρικών ρυπαντών και τα συγκρατούν εκεί ως την επόμενη βροχή. Το νερό της βροχής ξεπλένει τα φύλλα από τις ρυπαντικές ουσίες και τις μεταφέρει στο έδαφος.
Αν και το λεπτό στρώμα ρυπαντικών ουσιών κάθε φύλλου χωριστά είναι σχετικά ασήμαντο, το άθροισμα όλων αυτών των ποσοτήτων δίνει τελικά μια αξιόλογη ποσότητα. Μια έκταση τεσσάρων στρεμμάτων δεντροφυτεμένη με μουριές μπορεί να απορροφήσει κάπου 15 τόνους ρυπαντών το χρόνο, ενώ το πεύκο με τα βελονοειδή φύλλα του παγιδεύει περίπου 10 τόνους, για την ίδια πάντα έκταση.
Τα δέντρα όμως δεν μπορούν ν’ αναλάβουν μόνα τους το έργο του καθαρισμού του περιβάλλοντος από τα απόβλητα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ακόμα και το πιο ανθεκτικό δέντρο είναι ενδεχόμενο να υποστεί «περιβαλλοντική κόπωση», όταν εκτεθεί σε υπερβολικές ποσότητες ρυπαντικών ουσιών. Το αποτέλεσμα θα είναι μια επικίνδυνη απόφραξη των πόρων που υπάρχουν στην επιφάνεια των φύλλων. Το καλύτερο αντίδοτο, επομένως, για την αυξανόμενη αστική ρύπανση είναι ένας καλά μελετημένος συνδυασμός δεντροφυτεύσεων και μέτρων περιορισμού των ρυπαντών που προέρχονται από τη βιομηχανία και άλλες πηγές.



Σημείωση: Να διδαχθεί στις 5 Ιουνίου, Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος.
Το κείμενο είναι δοκίμιο γιατί πραγματεύεται ένα επιστημονικό θέμα.


11.   Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΠΕΥΚΟΥ
«Γιάννη, γιατί έκοψες το πεύκο;

              Γιατί; Γιατί;»
«Αγέρας θα ‘ναι», λέει ο Γιάννης,
              και περπατεί.

Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι
        βγάνει φωτιά.
Να ‘βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
        μια ρεματιά!

Μες στο λιοπύρι, μες στον κάμπο
          να ένα δεντρί.
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου
          δροσιά να βρει.

Το δέντρο παίρνει τα κλαδιά του
            και περπατεί!
«Δε θ’ ανασάνω, λέει ο Γιάννης,
              γιατί; γιατί;»

«Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;»
            «Στα Δυο Χωριά».
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
               Πολύ μακριά!»

«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
              Τι έφταιξα γω;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει,
             γι’ αυτό είμαι δω.

Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες…
      για δυο, για τρεις…
Ο νους μου σήμερα δεν ξέρω
       τ’ είναι βαρύς.»

«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι
           να δροσιστείς».

Σκύβει να πιει νερό στη βρύση,
        στερεύει ευθύς.

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
        φεύγει ο καιρός.
Στον ίδιο τόπο είν’ ο Γιάννης,
     κι ας τρέχει εμπρός…

Να το χινόπωρο, να οι μπόρες!
         μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
           με τη βροχή.

«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο
         το σπλαχνικό;
που ‘ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
          και στο βοσκό;

Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
    -Τ’ ακούς; τ’ ακούς;-
και τραγουδούσε σαν φλογέρα
     στους μπιστικούς.

Φρύγανο και κλαρί του πήρες
        και τις δροσιές,
και το ρετσίνι του ποτάμι
       απ’ τις πληγές.

Σακάτης ήτανε κι ολόρθος,
        ως τη χρονιά
που το εγκρέμισες για ξύλα,
       Γιάννη, φονιά!»
 Τη χάρη σου, ερημοκλησάκι,
          την προσκυνώ.
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
           και να σταθώ…

Η μάνα μου θα περιμένει,
           κι έχω βοσκή…
κι είχα και τρύγο… Τι ώρα να ‘ναι
            και τι εποχή;

Ξεκίνησα το καλοκαίρι
    -να στοχαστείς-
κι ήρθε και μ’ ήβρεν ο χειμώνας
      μεσοστρατίς.

Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
      Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγκο
      που τρέχει εμπρός.

 Πέφτει σαν δέντρο από πελέκι…
       Βογγάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
      πολύ μακριά.

Εκεί τριγύρω ούτε χωράφι,
         φωνή καμιά.
Στ’ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
        στην ερημιά.

                                 Ζαχαρίας Παπαντωνίου







      



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate-Μετάφραση