ΠΟΙΗΜΑΤΑ

                        1.    ΕΙΡΗΝΗ

Έλα, ειρήνη, χαρά των λαών, των μανάδων ελπίδα,
συ, που φυτεύεις και χτίζεις και κάνεις τη γη περιβόλι.

Συ, που αναθρέφεις κι αντριεύεις τα νιάτα μ’ αγώνες ωραίους,
έλα, κι οι δρόμοι σου λάμπουν πλυμένοι με δάκρυα κι αίμα.

Τόσα κορμιά, φυτεμένα στα πλάγια, πετάξανε κλώνους
έλα, σαν άνοιξη, κι άνοιξε πόρτες κλεισμένες και κάστρα,

έλα, να βγουν τα κοπάδια την έρημη γη να βοσκήσουν,
να βγουν ανθοί και πουλιά να λαλήσουν επάνω στους φράχτες,

έλα, σαν μάνα γλυκιά, σε καλούνε τα νιάτα του κόσμου
να μπεις με νέο τραγούδι μπροστά στο χορό τους, ειρήνη.

                                                             Βασίλης Ρώτας

Εργασία: Να περιγράψετε τα χαρακτηριστικά της ειρήνης.









ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ: Χιλιομόδι Κορινθίας 1889 – Αθήνα 1977. Σπούδασε λογοτεχνία και κατατάχτηκε στο στρατό όπου έφτασε ως το βαθμό του συνταγματάρχη. Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα με την ποίηση, το θέατρο και μεταφράσεις. Έγραψε επίσης ποιήματα και θέατρο για παιδιά.  Θεωρείται ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της παιδικής μας λογοτεχνίας.




              2. ΥΠΕΡΩΚΕΑΝΕΙΟΝ
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπιλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθείς απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δε φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.

                                           Ανδρέας Εμπειρίκος



                 
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Γ εννήθηκε στη Βράιλα της Ρουμανίας το 1901 από οικογένεια εφοπλιστών με καταγωγή από την 'Aνδρο, -η μεγάλη αδυναμία του ποιητή. Μεγάλωσε στη Σύρα και στην Αθήνα. Σπουδές στη Φιλοσοφική σχολή. 1921-5 στην Αγγλία. Σπουδές/εργασία στις επιχειρήσεις του πατέρα. 1925-31 στο Παρίσι. Ψυχανάλυση-Υπερρεαλισμός. Είναι ο πρώτος εκφραστής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Ιδρύει μαζί με τη Μαρία Βοναπάρτη την Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία. Ο ίδιος άσκησε τη ψυχαναλυτική πρακτική επί 16 χρόνια (1935-1951). Μαθητής του Φρόυντ, πρωτοπόρος στην ανάλυση των ψυχώσεων.
     Συμμετέχει στις υπερρεαλιστικές δραστηριότητες από το 
1927, εποχή που γνωρίζει τον Μπρετόν στο Παρίσι. Τον Γενάρη του 1935 δίνει τη περίφημη διάλεξη στην Αθήνα με θέμα "Περί Σουρεαλισμού". 'Άσκησε αποφασιστική επίδραση στους συγχρόνους του, Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο και Νίκο Εγγονόπουλο. Το 1935 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή "Υψικάμινος".
     Πεθαίνει στην
Αθήνα το 1975 σ' ηλικία 74 ετών.

ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ (ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ): Φιλολογική, ποιητική και καλλιτεχνική κίνηση που είχε ως σκοπό την υπέρβαση του πραγματικού κόσμου με την καταγραφή (στην ποίηση) ή την παράσταση (στην τέχνη) των υποσυνείδητων ενεργειών της ψυχής και των ονειρικών της εντυπώσεων, χωρίς την επέμβαση της λογικής.

                                                          Πίνακας του Εγγονόπουλου
                                                    (Ο υπερρεαλισμός στη ζωγραφική)




  3.  ΠΡΩΙΝΟ ΑΣΤΡΟ


Κοριτσάκι μου,
θέλω να σου φέρω                                                     
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν στον ύπνο σου.

Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.

Είναι μακρύς
                       μακρύς
                                    μακρύς ο δρόμος.

Το παιδί κοιμήθηκε
κι εγώ τραγουδάω…

Δύσκολα είναι, κοριτσάκι,
στην αρχή.
Τι να πεις, δεν ξέρεις.
Δύσκολα είναι στην αρχή.

Γιατί δεν είναι κοριτσάκι,
να μάθεις μόνο
εκείνο που είσαι,
εκείνο που ‘χεις γίνει.
Είναι να γίνεις
ό,τι ζητάει
η ευτυχία του κόσμου,
είναι να φτιάχνεις, κοριτσάκι,
την ευτυχία του κόσμου.

Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη
απ’ τη χαρά που δίνεις.

Να το θυμάσαι, κοριτσάκι.
                                     Γιάννης Ρίτσος 








ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά το 1909 και πέθανε στην Αθήνα το 1991. Μεγάλος νεοέλληνας ποιητής με διεθνή αναγνώριση. Εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή «Το τρακτέρ»  το 1934. Πολλά από τα έργα του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο και με το βραβείο «Λένιν». Γνωστότερα ποιήματά  του «ΗΕπιτάφιος», «Η σονάτα του σεληνόφωτος», «Ρωμιοσύνη», « Γειτονιές του κόσμου»


     
  4.  ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΠΑΕΙ


Κι ο χρόνος όλο γυρνάει, γυρνάει,
φίδι που πάει και πάει και πάει,
μήτε κεφάλι, μήτε ουρά.
Πάει και πάει και πάει και πάει
στο χάος πάει, απ’ το χάος κινάει,
και πάει και πάει, πάει και πάει,
κι ουδέ τελειώνει, ούδ’ αρχινά.
Και πάει και πάει, πάει και πάει,
και πάει και πάει και δε γυρνά.

                                  Διαλεχτή Ζευγώλη - Γλέζου




Εργασία: Να περιγράψετε τα χαρακτηριστικά του χρόνου.                                               
Παροιμίες: «Φείδου χρόνου», «Ο χρόνος είναι χρήμα» 
       


    5.  Ο ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ΜΑΓΟΣ 


Απ’ το σπίτι ο γερο-μάγος                           
βγήκε τελοσπάντων έξω.
Τώρα εγώ τα πνεύματά του
θα ξυπνήσω και θα παίξω.

Λόγια του, έργα, τρόπους
τα ‘χω ξεσηκώσει
κι έτσι πια θα κάμω
θάματα με γνώση.

Μπρος, αμέσως
στη δουλειά μας,
για να τρέξει
στη μπανιέρα
το νερό, να τη γεμίσει
ως τα χείλια, πέρα ως πέρα.

Μπρος, κουνήσου, γριά μας σκούπα!
Στα κουρέλια αυτά τυλίξου.
Τόσα χρόνια τώρα δούλα,
και σ’ εμένα υπάκουη δείξου.

Όρθια σε δυο πόδια,
με στητό στον ώμο
το κεφάλι, πάρε
το σταμνί και δρόμο!

Μπρος, αμέσως
στη δουλειά μας,
για να τρέξει
στη μπανιέρα
το νερό, να τη γεμίσει
ως τα χείλια πέρα ως πέρα.

Κοίτα, τρέχει στο ποτάμι,
έφτασε στον όχτο, να τη!
σαν την αστραπή γυρίζει
κι όλο αδειάζει το κανάτι.

Να και πάλι! Η γούρνα
ως τα χείλια. Κι όλες
με νερό γεμίζουν
τώρα οι κατσαρόλες.

Στάσου! Φτάνει
και περσεύει,
κι άλλο τώρα
    να μη τρέξει.

   Συφορά μου! Απ’ το μυαλό μου
έφυγε η ξορκίστρα λέξη.


 Κείνη η λέξη που την πρώτη
δίνει  υπόσταση και πάλι.
Μα αυτή τρέχει. Αχ, να γινόσουν
σαν και πριν, απλό φουκάλι!
Τρέχει, φέρνει, χύνει
κι όλο κουβαλάει.
Αχ, το ρέμα ολούθε
πάνω μου κυλάει.

Τι κακία!
Θα την πιάσω,
θα την κάμω
να το κόψει.
Πιότερο, όσο πάω, φοβούμαι.
Τι ματιές, αλί μου, τι όψη!
Τι ζητάς; Όλο το σπίτι
να το πνίξεις, βρωμολάμια;
Πάνω απ’ όλα τα κατώφλια
τρέχουν, τρέχουνε ποτάμια.
Δε θ’ ακούσεις τέλος,
άτιμο φουκάλι;
Κούτσουρο ήσουν, γίνε
κούτσουρο και πάλι.

Δε θα πάψεις;
Θα σε πιάσω
κι αφού στέρεα
σε κρατήσω,
το παλιόξυλό σου αμέσως
με τσεκούρι θα το σκίσω.

Σέρνεται, έρχεται και πάλι!
Πάνω σου ο μπαλτάς θα πέσει,
βρε, τελώνιο, να σε ρίξει
χάμω. Κρακ! Βαράω στη μέση! 

Πέτυχα. Το ξύλο,
να, στα δυο σκισμένο!
Τώρα, ελπίζω, τέλος,
λεύτερα ανασαίνω.

Αχ, δυο σκούπες
βλέπω ολόρθες!
Κι έτοιμη είναι
για να κάνει
τώρα η καθεμιά τη δούλα.
Σώστε με, θεοί επουράνιοι!

Κι όλο τρέχουν! Πλημμυρίσαν
σάλες, σκάλες, Θε μου, Θε μου,
τι νεροποντή! Σε κράζω,
έλα, αφέντη δάσκαλέ μου!

Να τος! Αχ, αφέντη,
πνεύματα έφερα έξω,
αλλ’ αδύνατο είναι
τώρα να ξεμπλέξω.

-Σκούπες, σκούπες!
Ξαναπάρτε
τη μορφή σας.
Μόνο ο γερο-δάσκαλός σας εγώ σας κάνω
πνεύματα, γι’ αυτό που ξέρω.

                                                Γκαίτε
                                  (μετάφραση Θ. Σταύρου)

ΓΚΑΙΤΕ: (1749 – 1832). Μεγάλος Γερμανός ποιητής. Πολύ γνωστό είναι το έργο του «Φάουστ». Έδειξε ενδιαφέρον και θαυμασμό για τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια.



    

               6.    ΒΟΥΒΟΙ ΔΡΟΜΟΙ 

Στην πόλη εδώ δεν έχει μονοπάτια,
να καρτεράς να ΄ρθουν οι αγαπημένοι,
να σου γεμίσουν φως τα δυο σου μάτια.

Μια λαχτάρα την ψυχή μου πλημμυρίζει                 
γλυκιά ως το μέλι…

Πού ξάγναντο να πάω και ν’ αγναντέψω,
αν έρχεται ο καλός ο κύρης μου απ’ τ’ αμπέλι;

Πού ξάγναντο να πάω να περιμένω
να φανείτε, αδερφούλες μου, απ’ τη βρύση
με το κορμί στον πλατύ αιθέρα όλο γραμμένο;

Στην πόλη εδώ βουβοί, τυφλοί ΄ναι οι δρόμοι κι όλο λύπη,
στην πόλη εδώ δεν έχει μονοπάτια,
να καρτεράς τη μάνα σου, άμα λείπει.

Άγιε παππού μου, εσέ πού να καθίσω
να καρτερέψω αργά τον ερχομό σου
και μες στο μούχρωμα να σε μαντέψω απά στο ζο σου;

Και τον καλό τον αδερφό απ’ τ’ αλώνι
κι απ’ το χωράφι, που εζευγάριζε όλη μέρα,
πού να πάμε να τον δούμε, άμα ζυγώνει;

Πού ν’ απλωθεί στα μάτια αντήλιο η απαλάμη,
το σύντροφό σου ως πέρα να ζητήσεις
στο λόφο ή στη ραχούλα ή στο ποτάμι;

Και πού να ιδείς εδώ στα πέρα μονοπάτια
το γαλανό, το ηλιόχαρο παιδάκι, το ακριβό σου,
πού να το ιδείς να σου χαρούν τα μάτια;

Ποιο μονοπάτι εδώ την τρυφερή γιαγιά μπορεί να φέρει,
σκυφτή μέσα στο φως το αποσπερνό,
μ’ ένα κουκί βασιλικό για φύτεμα στο άσαρκο χέρι;

Στην πόλη εδώ βουβοί, τυφλοί ‘ναι οι δρόμοι.
Πού ξάγναντο, να πάω και ν’ αγναντέψω
γιατί δεν ήρθαν οι καλοί μου ακόμη;

                                                    Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου



                                                             7.    OI ΑΚΡΙΤΕΣ

(Τα ακριτικά τραγούδια υμνούσαν τα κατορθώματα των Ακριτών που φύλαγαν τα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου. Τα ακριτικά τραγούδια είναι τα πρώτα δημοτικά τραγούδια και εμφανίστηκαν τον 10ο αιώνα.)





Ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι αντάμα έχουν τους μαύρους των στον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ’ Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξεριζώνει.

Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι επήγε κι έκατσε δεξιά μεριά στην τάβλα.
Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
μον’ ελαλούσε κι έλεγεν ανθρωπινή κουβέντα:
«Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε
και πίσω σας κουρσεύαουνε Σαρακηνοί κουρσάροι.
Πήραν τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη.»

Ώστε να στρώσει ο Κωνσταντής και να σελώσει ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο στο μαύρο καβαλάρης.
«Για σύρε, συ Βλαχόπουλο, στη βίγλα να βιγλίσεις.
Αν είν’ πενήντα κι εκατό, χύσου, μακέλεψέ τους,
κι αν είναι περισσότεροι, γύρισε, μίλησέ μας.»

Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίσει.
Βλέπει Τουρκιά, Σαρακηνούς κι αράπηδες κουρσάρους,  
οι κάμποι πρασινίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν.
Άρχισε να τους διαμετράει, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει εμπρός, φοβάται.
Σκύβει, φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει:
«Δύνεσαι, μαύρε μ’, δίνεσαι στο γαίμα για να πλέξεις;»
«Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι στο γαίμα για να πλέξω
κι όσους θα κόψει το σπαθί, τόσους θε να πατήσω.
Μόν’ δέσε το κεφάλι σου μ’ ένα χρυσό μαντίλι,
μην τύχει λάκκος και ριχτώ και πέσεις απ’ τη ζάλη.»

«Σαΐτες μου αλεξανδρινές, καμιά να μη λυγίσει,
κι εσύ σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσεις.
Βόηθα μ’, ευχή της μάνας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ’ αδερφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε να ‘μπουμε, κι όπου ο Θεός τα βγάλει!»

Στο έμπα μπήκε σαν αϊτός, στο ξέβγα σαν πετρίτης,
στο έμπα του χίλιους έκοψε, στο ξέβγα δυο χιλιάδες,
και στο καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνισμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.

                                                                    Δημοτικό

Εργασία: Να χαρακτηρίσετε τον ήρωα του τραγουδιού.



                  8.  ΟΙ  ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΑΙ

Ξημερώνει, απάνω
οι άγγελοι πλένουν το στερέωμα,
παραδίδουν τον ουρανό
στίλβοντα και υγρό.
Οι οδοκαθαρισταί κάτω
καθαρίζουν τους δρόμους.

Σταματούν πού και πού,
ανεμίζουν το σφουγγαρόπανο οι πρώτοι,
τη σκούπα οι δεύτεροι,
χαιρετιούνται.

Οι οδοκαθαρισταί
διαγράφουν τα ίχνη των νεκρών
της χθεσινής μέρας,
εξαφανίζουν τους λεκέδες απ’ το αίμα
 του σκοτωμένου ποδηλάτη,
το άδειο πακέτο των τσιγάρων, το γράμμα
που δε φυλάχτηκε στο συρτάρι…

Οι οδοκαθαρισταί είναι
οι «πρωτοπόροι της αύριον».
Σηκώνονται, φωνάζουν στους αγγέλους:
«Εμείς, συνάδελφοι, το χρέος μας το κάναμε,
η ευθύνη ανήκει τώρα στο Θεό,
ανήκει στους κυβερνήτες, ανήκει στο έθνος».

Αποσύρονται, ανεβαίνει ο ήλιος,
ξεκινούν τα λεωφορεία, ξυπνούν
οι δημόσιοι υπάλληλοι.

                                                   Φαίδρος Μπαρλάς



                                                                      9.    ΝΑ ΣΗΚΩΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα.
Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Τι, ιδέτε,  εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη.
Σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε πάνω του ομοαίματοι αδελφοί μου!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε η φωτιά του,
ομπρός, ομπρός, κι η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!

                                                   Άγγελος Σικελιανός





10.  ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ


Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ο ήλιος δεν την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα,              
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.»
«Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;»
«Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω.»                                  Έργο του Γιάννη Μόραλη
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες  οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιριολογιούνταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόρισες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, να πας να μου τη φέρεις.»
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τα’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν  όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγουμε, στη μάνα μας να πάμε.»
«Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ’ρθω.»
 «Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως κι αν είσαι.»
Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε, πουλάκια κελαηδούσαν,
δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κελαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη, να σέρνει πεθαμένος!»
«Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;»
«Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε.»
Και παρεκεί που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!»
«Άκουσες, Κωσταντίνε μου,  τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!»
«Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.»
«Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.»
«Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη,
και εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.»
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε:
«Για δες θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;»
«Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.»
«Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;»
«Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου.»
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βουίζει.
Κινάει  και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα,
βλέπει τον μπάλσαμο ξερό, το καριοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.»
«Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.»
«Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;»
«Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε, κι εγώ είμαι, η Αρετή σου.»

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

                                                          Δημοτικό



  11.   Ο ΔΙΓΕΝΗΣ

Καβάλα πάει ο Χάροντας
το Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί… Κλαίει, δέρνεται
τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Και τους κρατεί στου αλόγου του              
δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο
της ομορφιάς την πούλια.

Και σαν να μην τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλάρη.

-Ο Ακρίτας είμαι,  Χάροντα
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ’  άγγιξες και δε μ’ ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;

Είμ’ εγώ η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων.
Στην Εφτάλοφην έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.

Δε χάνομαι στα Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω.
Στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω.

                  Κωστής Παλαμάς



12.   Ο Τάφος

'Αφκιαστο κι αστόλιστο
του Χάρου δε σε δίνω.
Στάσου με τ' ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.

Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια,
πάρτε απ' τη μανούλα σας,
μαλλάκια μεταξένια.

Μήπως και του Χάροντα,
καθώς θα σε κοιτάξει,
να του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει!

Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης,
κοίταξε απ' το χέρι του
τίποτε να μη πάρεις.

Κι αν διψάσεις μη το πιεις
από τον κάτω κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!                                
                                                                    
Μη το πιεις κι ολότελα                              
κι αιώνια μας ξεχάσεις,                                   
βάλε τα σημάδια σου                                     
τον δρόμο να μη χάσεις                                   
κι όπως είσ' ανάλαφρο,
μικρό σα χελιδόνι
κι άρματα δε σου βροντάν
παλικαριού στη ζώνη,

κοίταξε και γέλασε
της νύχτας το Σουλτάνο,
γλίστρησε σιγά-κρυφά
και πέταξ' εδώ πάνω

και στο σπίτι τ' άραχνο,
γυρνώντας, ω ακριβέ μας,
γίν' αεροφύσημα
και γλυκοφίλησε μας!

                Κωστής Παλαμάς

 Κωστής Παλαμάς (1859-1943). Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και την ανανέωση της  νεοελληνικής ποίησης. Έγραψε τα ποιήματα:    «Δωδεκάλογος του Γύφτου», «Η φλογέρα του βασιλιά» κ.ά.  



                     13.    ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ



Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
τρεις χρόνους εδουλεύανε της Άρτας το γιοφύρι.
Ολημερίς εχτίζανε κι αποβραδί γκρεμιέται.
Μοιριολογούν οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες:
-Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στες δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζομε, το βράδυ να γκρεμιέται.
Και το στοιχειό ‘ποκρίθηκεν απ’ τη δεξιά καμάρα:
-Αν δε στοιχειώσετ’ άνθρωπο, τοίχος δε θεμελιώνει,
και μη στοιχειώσετ’ ορφανό, μην ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την ώρια τη γυναίκα,
πόρχετ’ αργά τ’ αποταχιά, πόρχετ’ αργά το γιόμα.
Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Κάνει γραφή και στέλνει την με το πουλί τ’ αηδόνι.
«Αργά ντυθεί, αργ’ αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.»
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
-Γοργά ντύσου, γοργ’ άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι.
Να τηνε και ξανάφανεν από την άσπρη στράτα.
Την είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζετ’ η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από μακριά τους λέγει:
-Γεια σας, χαρά σας, μάστορες κι εσείς οι μαθητάδες,
μα τ’ έχει ο πρωτομάστορας κι είν’ έτσι χολιασμένος;
-Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι να ‘βρει;
-Μάστορα, μην πικραίνεσαι, κι εγώ να πά’ στο φέρω.
Εγώ να μπω κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να ‘βρω.
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε.
-Τράβα, καλέ μ’ την άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τ’ όλον τον κόσμο ανάγυρα και τίποτες δεν ήβρα.
Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
-Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας,
τρεις αδερφάδες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες.
Η μια ‘χτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Αυλώνα,
κι εγώ η πλιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Καθώς τρέμ’ η καρδούλα μου, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα μαλλάκια μου, να πέφτουν οι διαβάτες.
-Κόρη, το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβ’ αδερφό, μη λάχει και περάσει.
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει:
-Σίδερον η καρδούλα μου, σίδερο το γιοφύρι,
σίδερο τα μαλλάκια μου, σίδερο κι οι διαβάτες.
Τι έχω ‘δερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

                                                           Δημοτικό
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate-Μετάφραση