ΣΟΦΟΚΛΗΣ: 'Αντιγόνη'

Λ. Βέβης, Μ. Μακρή, Δ. Τέλλης



ΣΟΦΟΚΛΗΣ

'Αντιγόνη' 
  

Διασκευή για παιδικό θέατρο


Σκηνικό: Αρχαίος ναός, δεξιά κι αριστερά αναμμένες δάδες
Μουσική: Πέτρος Ταμπούρης «Η μουσική των αρχαίων Ελλήνων».
Κουστούμια:
Αντιγόνη: Λευκό φόρεμα, χρυσή φάσα στο λαιμό, χρυσό μαίανδρο στο τελείωμα, πέδιλα.
Κρέοντας: κοκκινοβυσσινή χλαμύδα, χρυσή ζώνη, χρυσό στέμμα, σκήπτρο, γκρίζα γένια.
Ισμήνη: ίδιο με την Αντιγόνη.
Αίμονας: Κόκκινη χλαμύδα, χρυσή ζώνη,
Χορός: καφέ φόρεμα, λευκή ζώνη, κορδέλα στα μαλλιά.
Τειρεσίας: φόρεμα από λινάτσα δεμένο στη μέση με τριχιά.
Φύλακας: λαδί χλαμύδα, ασπίδα, ακόντιο.
Αγγελιοφόρος: κυπαρισσή χλαμύδα, ζώνη δερμάτινη.
Ευρυδίκη:



ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Είναι κόρη του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Οι ηθικές της αξίες έρχονται σε σύγκρουση με την απόφαση του βασιλιά Κρέοντα που απαγορεύει την ταφή του Πολυνείκη, αδελφού της Αντιγόνης.
ΙΣΜΗΝΗ: Αδελφή της Αντιγόνης. Θέλει να βοηθήσει την αδελφή της αλλά αδυνατεί να παρακούσει την διαταγή του βασιλιά.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Βασιλιάς της Θήβας. Αρνείται να ενταφιάσει τον Πολυνείκη. Αδιαφορεί για την ηθική τάξη και με σκληρότητα εμμένει στην πιστή τήρηση των νόμων.
ΑΙΜΟΝΑΣ: Γιος του Κρέοντα και μνηστήρας της Αντιγόνης. Αν και σέβεται τον πατέρα του, έρχεται σε σύγκρουση μαζί του γιατί υπερισχύει η αγάπη του για την Αντιγόνη.
ΦΥΛΑΚΑΣ: Στρατιώτης του Κρέοντα.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ: Φρουρός του Κρέοντα.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Η σύζυγος του Κρέοντα. Είναι ένα τραγικό πρόσωπο καθώς βλέπει να γκρεμίζονται όλα γύρω της, αδυνατεί να παρέμβει.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Σοφός μάντης. Είναι το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να επηρεάσει τον Κρέοντα.
ΧΟΡΟΣ: Είναι ο λαός της Θήβας. Παρακολουθεί τα δρώμενα με υποτακτικότητα χωρίς να συγκρούεται με τον μονάρχη.




ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Αντιγόνη είναι το 32ο δράμα του Σοφοκλή. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά πριν το 440 π.Χ. ( Ίσως το 441). Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία του έργου ώστε οι Αθηναίοι εξέλεξαν τον Σοφοκλή ως έναν από τους δέκα στρατηγούς.
Το έργο είναι συνέχεια των τραγικών περιπετειών του Οιδίποδα ο οποίος αφού σκότωσε σε συμπλοκή τον βασιλιά των Θηβών Λάιο, που ήταν και πατέρας του, χωρίς να το γνωρίζει, φτάνει στην Θήβα. Εκεί, αφού έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας, ανακηρύχτηκε βασιλιάς και παντρεύτηκε την Ιοκάστη, σύζυγο του Λάιου και μητέρα του Οιδίποδα. Από τον γάμο αυτόν γεννήθηκαν τέσσερα παιδιά: ο Πολυνείκης,  ο Ετεοκλής, η Αντιγόνη και η Ισμήνη.
Μετά από χρόνια, όταν έγινε γνωστή η σχέση του Οιδίποδα με την Ιοκάστη, η βασίλισσα αυτοκτόνησε και ο Οιδίποδας αφού αυτοτυφλώθηκε, εξορίστηκε.
Οι διάδοχοί του, Ετεοκλής και Πολυνείκης, αποφασίζουν να κυβερνά τη Θήβα ο καθένας χωριστά για έναν χρόνο. Πρώτος βασίλευσε ο Ετεοκλής ο οποίος όμως όταν έληξε η θητεία του, αρνήθηκε να παραδώσει το θρόνο  στον αδελφό του, όπως είχε συμφωνηθεί. Ο Πολυνείκης τότε πηγαίνει στο Άργος και αφού παντρευτεί την κόρη του βασιλιά Άδραστου, ξεκινάει μαζί με άλλα βασιλόπουλα εναντίον της Θήβας. Στη μάχη που ακολούθησε τα δυο αδέλφια αλληλοσκοτώνονται και ο Κρέοντας, αδελφός της Ιοκάστης, διώχνει τους Αργείτες και ελευθερώνει την Θήβα.
Από το σημείο αυτό αρχίζει η υπόθεση της Αντιγόνης. Ο Κρέοντας διατάζει την ταφή του Ετεοκλή με όλες τις τιμές, ενώ αντίθετα διατάζει να μείνει η σορός του Πολυνείκη άταφη, γιατί θεωρήθηκε εχθρός της πατρίδας. Απειλεί μάλιστα με θάνατο  όποιον τολμήσει να τον θάψει. Εντούτοις η αδελφή του Πολυνείκη, Αντιγόνη, περιφρονώντας την διαταγή του και υπακούοντας στον άγραφο νόμο των θεών, αποφασίζει να τον θάψει, ενώ η αδελφή της Ισμήνη αρνείται να την ακολουθήσει.
Συλλαμβάνεται από τους φρουρούς  και οδηγείται μπροστά στον Κρέοντα. Αυτός την καταδικάζει σε θάνατο και την θάβει ζωντανή σε πέτρινο τάφο.
Τα παρακάλια της Ισμήνης και του γιου του Αίμωνα δεν τον πείθουν. Ο Αίμωνας σε κατάσταση αλλοφροσύνης πάει να συναντήσει την Αντιγόνη στον τάφο της. Ο μάντης Τειρεσίας προλέγει όσα πρόκειται να συμβούν. Ο Κρέοντας φοβάται και αλλάζει γνώμη. Τρέχει να θάψει τον Πολυνείκη και να ελευθερώσει την Αντιγόνη. Δεν θα προλάβει γιατί την βρίσκει νεκρή. Ο Αίμωνας αυτοκτονεί δίπλα στην αγαπημένη του. Η Ευρυδίκη, μαθαίνοντας το θάνατο του γιου της, ρίχνει τρομερές κατάρες στον Κρέοντα ο οποίος συντετριμμένος θρηνεί τη μοίρα του.



ΚΕΙΜΕΝΑ-ΔΙΑΛΟΓΟΙ
 (Ακούγεται το 10ο κομμάτι του δίσκου για 40’’).

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ισμήνη, αδερφούλα μου, μάτια μου,
ποιες συμφορές, ποια βάσανα και ποιες ντροπές
να καρτερούμε ακόμα;
Γιατί όλα τα βλέπω άσχημα.
Τάχα η δική μας μοίρα είναι η αιτία
ή του πατέρα μας το μαύρο ριζικό;
Και τώρα τι είναι πάλι ετούτο
που ο Κρέοντας προστάζει;
Μήπως γνωρίζεις να μου πεις
ή τίποτα δεν ξέρεις
για τις πικρές τις συμφορές
που τους δικούς μας βρίσκουν;
ΙΣΜΗΝΗ: Καμιά είδηση δεν έφτασε σ’ εμένα, Αντιγόνη.
Απ’ όταν τ’ αδερφάκια μας αλληλοσκοτωθήκαν
Και των Αργείων ο στρατός έφυγε απ’ τη χώρα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Το γνώριζα. Γι’ αυτό κι εγώ τώρα
σε κάλεσα δω πέρα.
Μονάχες να μιλήσουμε
μακριά από το παλάτι.
ΙΣΜΗΝΗ: Μα τι συμβαίνει;
Φαίνεσαι πολύ συνταραγμένη
και δείχνεις πως κάτι κακό
έχεις να ξεστομίσεις.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Δεν το γνωρίζεις δύστυχη;
Ούτε άκουσες ούτε είδες;
Ο Κρέοντας απ’ τ’ αδέρφια μας
μόνο το ένα θα θάψει.
Και τις τιμές καλής ταφής
ο Ετεοκλής θε να ‘χει.
Τον Πολυνείκη άταφο.
Ούτε  να τον θρηνήσουν.
Παρά τροφή για τα σκυλιά
και τα κοράκια αφήνει.
Και το ‘χει πει δημόσια ο Κρέων
-ο καλός μας ο Κρέων!-
Με θάνατο πως τιμωρεί
όποιον τον παρακούσει.
Έτσι έχει η κατάσταση.
Και τώρα εσύ θα δείξεις
γενναία αν είσαι απ’ τη φύση σου
ή τρέμεις τους τυράννους.
ΙΣΜΗΝΗ: Μα αν έτσι είν’ τα πράγματα,
σαν τι μπορώ να κάνω;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Μαζί μου να συνεργαστείς!
ΙΣΜΗΝΗ: Και ως πού θέλεις να φτάσεις;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Να ξεκουράσεις το νεκρό
 μαζί μ’ αυτό το χέρι.
ΙΣΜΗΝΗ: Συφοριασμένη! Τολμάς να παραβείς
ενώ τ’ απαγορεύουν;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Για τον δικό μου αδερφό
 οπού ‘ναι και δικός σου,
την πήρα την απόφαση
και δεν θα τον προδώσω.
ΙΣΜΗΝΗ: Μα… διέταξε ο βασιλιάς…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Δεν έχει το ΔΙΚΑΙΩΜΑ
κανείς να μ΄ εμποδίσει
κι απ’ τους δικούς μου συγγενείς
έτσι να με χωρίσει.
ΙΣΜΗΝΗ: Αλίμονο, δε σκέφτηκες
Το τέλος των γονιών μας,
που ντροπιασμένοι χάθηκαν
απ’ την οργή της μοίρας;
Βγάζοντας ο πατέρας μας
τα μάτια μοναχός του
Κι η μάνα μας κρεμάστηκε
πλέκοντας τη θηλιά της;
Δε σκέφτηκες τ’ αδέρφια μας
π’ αλληλοσκοτωθήκαν;
Και θέλεις να ‘χουμε κι εμείς
σκληρό και μαύρο τέλος;
Τους νόμους παρακούοντας
και να χαθεί η γενιά μας;
Γυναίκες γεννηθήκαμε,
αδύναμες στους ισχυρούς
κι εκείνους που διατάζουν.
Ετούτα και χειρότερα
μπορώ να υπομένω
και τους νεκρούς παρακαλώ
συγχώρεση να δώσουν
γιατί εξαναγκάζομαι
σ’ ό,τι κι αν τώρα κάνω.
Υπακοή στους άρχοντες
θα δείξω γιατί ξέρω
πως πάνω απ’ τις δυνάμεις μου
είναι τα όσα λέγεις.
(Κοιτώντας τον κόσμο)
Ανόητο ν’ ακολουθεί
κανένας τέτοιους δρόμους.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Να σου επιβάλω δεν μπορώ
κάτι που δεν σ’ αρέσει.
Μα ό,τι κι αν θέλεις νόμισε,
εγώ θα τόνε θάψω.
Να πάω κοντά του αρεστή.
Αθάνατη δεν είμαι.
Κι ούτε το δίκιο των θεών
θα το περιφρονήσω.
Μα εσύ ντρόπιαζε αυτά
που οι θεοί ορίζουν.
ΙΣΜΗΝΗ: Κι εγώ δεν τα περιφρονώ.
Ανίκανη όμως είμαι
στου άρχοντα τη θέληση
ενάντια να πηγαίνω.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Προφάσεις! Φεύγω τώρα εγώ,
τάφο να δώσω μοναχή
στο λατρευτό αδερφό μας.
ΙΣΜΗΝΗ: (Την πιάνει απ’ το χέρι) Αλίμονό σου, δύστυχη
για σένανε φοβούμαι.
 ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Για μένα, τι να φοβηθείς;
  Τη μοίρα σου να βλέπεις!
 ΙΣΜΗΝΗ: Να το κρατήσεις μυστικό
  κι εγώ λέξη δε βγάζω.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Λέγε και κάντο βούκινο
για να το μάθουν όλοι!
Θα σε μισήσω πιότερο
αν τύχει και σωπάσεις.
ΙΣΜΗΝΗ: Κάνεις με φλογερή καρδιά
πράξεις που με πληγώνουν.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ναι, γιατί ξέρω σίγουρα
πως στους θεούς αρέσουν
και στους δικούς μας συγγενείς
που βρίσκονται στον Άδη.
ΙΣΜΗΝΗ: Θ’ αρέσουν βέβαια πολύ
αν πρώτα το πετύχεις
γιατί τα ακατόρθωτα
νομίζω πως γυρεύεις.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Η δύναμη αν μ’ αρνηθεί
τότε θα σταματήσω.
ΙΣΜΗΝΗ: Απ’ την αρχή να κυνηγάς
τα δύσκολα δεν πρέπει.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Αν συνεχίσεις έτσι να μιλάς
θα σε μισήσω πιότερο
κι εγώ κι ο αδερφούλης σου
που τώρα τον προδίδεις.
Άφησε αυτό το φοβερό
μονάχη μου να πάθω.
(Δυνατά προς τον κόσμο)
Μα τίποτα πιο φοβερό
όταν δειλός πεθάνεις.
ΙΣΜΗΝΗ: Αφού σου φαίνεται σωστό,
πήγαινε χωρίς σκέψη,
πιστή σε κείνους π’ αγαπάς
και στων θεών το χρέος.

(Μουσική, κομμάτι 10. Φεύγουν Αντιγόνη, Ισμήνη. Μπαίνει ο Χορός)

ΧΟΡΟΣ: Ήλιε και πάλι έλαμψες
και φώτισες τη Θήβα.
Ήλιε που ‘τρεψες σε φυγή
τ’ άρματα των Αργείων
που ο Πολυνείκης έφερε
να μας υποδουλώσει
και θέλησε τα σπίτια μας
με τους δαυλούς να κάψει
και των θεών μας τους ναούς
και εμάς να πάρει δούλους.
Μα τους τιμώρησε ο Ζευς
για την αλαζονεία
και φύγαν πίσω τρέχοντας
χωρίς τα άρματά τους.
Σε μας η τύχη γέλασε,
μεγάλο τ’ όνομά της.
Γι’ αυτό ας λησμονήσουμε
τις πίκρες του πολέμου
κι ας στήσουμε διπλό χορό
κι ας τον εσύρ’ ο Βάκχος.
(Σταματά η μουσική.)
Αλλ’ όμως να ο Κρέοντας,
ο γιος του Μενοικέα,
που ‘ναι καινούριος άρχοντας
μετά απ’ τα συμβάντα.
Τι άραγε θέλει να πει
κι εδώ μας έχει φέρει;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Θηβαίοι, άντρες, οι θεοί
την πόλη συγκλονίσαν
μα πάλι την ξανάφεραν
στην πρώτη της τη θέση.
Και σας προσκάλεσα εδώ,
εσάς και όχι άλλους
γιατί σέβεστε πάντοτε
του βασιλιά το στέμμα.
Κι αφού εκείνου τα παιδιά
αλληλοσκοτωθήκαν
εγώ σαν πρώτος συγγενής
πήρα την εξουσία.
Μα ποιος γνωρίζει
τη γνώση και τη σκέψη
κάποιου, αν δε δοκιμαστεί
σ’ απόφαση που πάρει;
Κι όποιος μια πόλη κυβερνά
δεν πρέπει να φοβάται
ούτε και φίλο να τιμά
πιότερο απ’ την πατρίδα.
(Σηκώνοντας το σκήπτρο)
Και μάρτυς μου να είναι ο Ζευς,
ποτέ μου δεν θ’ αφήσω
κανέναν ατιμώρητο
αν παραβεί το νόμο.
Πριν λίγο διακήρυξα
προς τους πολίτες όλους
απ’ τα παιδιά του Οιδίποδα
το ‘να μοναχά θα θάψω.
Εκείνο όπου έπεσε γι’ αυτήν
σε μάχη άριστη.
Και τούτος είν’ ο Ετεοκλής,
σ’ αυτόν κάθε τιμή του πρέπει.
Να του προσφέρουν διέταξα
νεκρώσιμες θυσίες
και ό,τι άλλο πρέπει στους νεκρούς
που ροβολούν στον Άδη.
Τον Πολυνείκη που ‘θελε
την πόλη μας να κάψει
και τους θεούς, τα σπίτια μας
κι εμάς να πάρει δούλους
(δυνατά) δημόσια διακήρυξα
κανείς να μην πλησιάσει.
Ούτε τιμές και κλάματα,
μα κατασπαραγμένο
να ιδούνε όλοι το κορμί του
από σκυλιά και όρνια.
Ετούτη είναι η απόφαση
κι εγώ δεν θα τιμήσω ποτέ
εξίσου τους κακούς
με τους καλούς πολίτες.
ΧΟΡΟΣ: Αφού έτσι το σκέφτηκες,
είναι δικαίωμά σου
ν’ αποφασίσεις βασιλιά
όπως σ’ εσένα αρέσει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Κι εσείς θέλω να σέβεστε
την κάθε απόφασή μου.
ΧΟΡΟΣ: Για να φυλάξουν το νεκρό
στείλε νεότερούς μας.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Τους έχω στείλει από νωρίς.
ΧΟΡΟΣ: Και τι ‘ναι εκείνο που ‘θελες
για να μας παραγγείλεις;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Ποτέ μην συγχωρήσετε
όποιον με παρακούσει.
ΧΟΡΟΣ: Και ποιος τρελός θα το ‘θελε
Κρέοντα, να πεθάνει;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Ναι, (δυνατά) θάνατος είν’ η ποινή
όποιος κι αν είναι ο φταίχτης. (Χτυπά κάτω το σκήπτρο.)
Όμως το (δυνατά) χρήμα ξεγελά
και συμφορές μας φέρνει.

(Μπαίνει ο φύλακας λαχανιασμένος και γονατίζει.)
ΦΥΛΑΚΑΣ: Λαχανιασμένος, βασιλιά,
έρχομαι, όχι από βιάση
αλλά γιατί σκεφτόμουνα
αν πρέπει να εδώ να φτάσω.
Προχωρώντας αργά και σιγανά,
«Δόλιε, ταλαίπωρε, τι προχωράς;»
μου ‘λεγεν η ψυχή μου,
για κει που θα τιμωρηθείς
ευθύς μόλις θα φτάσεις.
Κι ενώ στεκόμουν, μου ‘λεγε:
«Ταλαίπωρε, τι στέκεις;
Έτσι κι αλλιώς ο Κρέοντας
ετούτο θα το μάθει
κι η τιμωρία πιο βαριά
θα ‘ρθεί για σένα τότε.»
Τέτοια συλλογιζόμουνα
κι η ώρα προχωρούσε.
Η γνώμη τέλος νίκησε
ευθύς να ‘ρθώ σε σένα.
Κι ενώ δεν ξέρω τι να πώ
όμως θα σου μιλήσω
κρατώντας στα χέρια την ελπίδα
πως αφού εγώ δεν έφταιξα,
δεν θα με τιμωρήσεις.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Και τι ‘ναι κείνο που βαριά
σου φέρνει στενοχώρια;
ΦΥΛΑΚΑΣ: Πρώτα για μένα θα σου πω
πως για το πράγμα τούτο
ούτ’ είδα ούτε το ‘καμα
ούτε κακό να μ’ έβρει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Για το συμφέρον σου κοιτάς
και μέτρα πολλά παίρνεις,
μα δείχνεις κάτι σοβαρό
να θες να ξεστομίσεις.
ΦΥΛΑΚΑΣ: (Προς τον κόσμο) Πάντοτε τα δυσάρεστα
δύσκολα ξεστομιούνται.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Μα επιτέλους μίλησε
ή μα το Δία…!
 ΦΥΛΑΚΑΣ: (Σηκώνεται) Καλά λοιπόν, σου λέω
πως τον νεκρό τον θάψανε
αφού του ρίξαν χώμα
και νεκρικά ραντίσματα.
 ΚΡΕΟΝΤΑΣ: (Χτυπά δυνατά το σκήπτρο) Τι λες;
Ποιος άνδρας θα τολμούσε;…
ΦΥΛΑΚΑΣ: Δεν ξέρω. Μα τριγύρω
ούτε χτυπήματα τσαπιού
ούτε σκαμμένο χώμα
ούτε και ρόδας αμαξιού
εκεί κοντά φανήκαν.
Και σαν ο πρώτος φύλακας
μας το ‘δειξε, για θαύμα
όλοι μας το πήραμε.
Στο τέλος κλήρο ρίξαμε
κι έλαχε σε μένανε
να φέρω το κακό μαντάτο.
Το ξέρω δα πολύ καλά
ότι θα με μισήσεις
γιατί κανείς δεν αγαπά
κακό μαντατοφόρο.
ΧΟΡΟΣ: Βασιλιά μου, μήπως το πράγμα
είναι θεϊκό σημάδι;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: (Χτυπώντας το σκήπτρο του) Πάψτε γιατί τα λόγια σου
πολύ θυμό μου φέρνουν.
Λες να νοιαστήκαν οι θεοί
γι’ αυτόν που ‘ρθε να κάψει
την πόλη μας και τους ναούς;
Όμως καλά το ξέρω,
απ’ τη στιγμή που ανέβηκα
στης πόλης μας το θρόνο
στις διαταγές μου μερικοί
δεν θέλουν να υπακούσουν.
Ούτε μου δείξανε ποτέ
το σεβασμό που πρέπει.
Παρέσυραν λοιπόν αυτοί
τους φύλακες με χρήμα
γιατί και φρόνιμα μυαλά
αυτό τα ξεσηκώνει.
(Κοιτώντας το Χορό) Μα το Δία, αν εσείς
τον δράστη δεν μου βρείτε
όλους θα σας κρεμάσω.
ΦΥΛΑΚΑΣ: Άλλο τι θέλεις να σου πώ;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Με στενοχώρησαν βαριά
τα λόγια που ‘χεις φέρει.
ΦΥΛΑΚΑΣ: Νιώθεις στ’ αυτιά τη λύπη σου
ή μέσα στην ψυχή σου;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Και πώς τολμάς να με ρωτάς
τη λύπη πού τη νιώθω;
ΦΥΛΑΚΑΣ: Εγώ στ’ αυτιά σε λύπησα,
ο δράστης στην ψυχή σου.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Πολυλογάς γεννήθηκες!
ΦΥΛΑΚΑΣ: Δεν έκαμα όμως τούτο.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Και την ψυχή σου πούλησες
ολόκληρη στο χρήμα.
ΦΥΛΑΚΑΣ: (Προς τον κόσμο) Αλίμονο να ‘χεις κριτή
με λαθεμένη σκέψη.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Παίξε με τις κουβέντες μου
μα γρήγορα θα δείτε
τι συμφορές μας φέρνουνε
τα βρώμικα τα κέρδη.

Ο Κρέοντας φεύγει από τη σκηνή.

ΦΥΛΑΚΑΣ: (Προς τον κόσμο) Μακάρι ο φταίχτης να βρεθεί
μα πίσω δεν γυρίζω.
Φτηνά πολύ τη γλίτωσα.

Ο Φύλακας υποκλίνεται στο Βασιλιά και φεύγει από τη σκηνή.
Παίζει μουσική το κομμάτι 6.

ΧΟΡΟΣ: Ω, άνθρωπε, πιο θαυμαστέ
απ’ όλα της γης τα θαύματα.
Σε φουσκωμένα κύματα,
σε θάλασσα αφρισμένη,
αυτός ξέρει και μπαίνει
-και φύσαγε, νοτιά!

Και τη θεά την υπέρτατη,
τη γη τη φαρδιοπλάτα,
που ακούραστα τα χαίρεται
τ’ αθάνατά της νιάτα,
ζεύει στ’ αλέτρι τ’ άλογα
και την περικυκλώνει,
βαθιά τήνε πληγώνει
και την καταπονά.

Πιάνει πουλιά γοργόφτερα,
βουνίσια αγρίμια πιάνει,
τα ψάρια από τη θάλασσαν
αυτός με δίχτυα βγάνει.
Αυτός τον ταύρο, τ’ άλογο
ξέρει να μεταπείσει,
τη λευτεριά ν’ αφήσει
και στο ζυγό να μπει.

Αυτός και γλώσσαν έμαθε,
και σπίτια να σκεπάζει
και νόμους εστερέωσε
και φρόνημα σπουδάζει.
Με χίλιους τρόπους έρχεται
και χίλιους τρόπους ξέρει,
και μόνο δε θα φέρει
θανάτου αποφυγή!

Μπαίνει η Αντιγόνη οδηγούμενη από τον Φύλακα. Παίζει μουσική το κομμάτι 6.

ΧΟΡΟΣ: Μα τι ‘ναι τούτο που θωρώ;
Την Αντιγόνη φέρνουν;
Δύστυχη κόρη! Άραγε σαν τι κακό συνέβη;
Μην τις διαταγές παράκουσες
κι έκαμες καμιά τρέλα;

ΦΥΛΑΚΑΣ: Να την εκείνη που ‘θαψε
του Πολυνείκη το σώμα
την πιάσαμε καθώς αυτή
το ράντιζε με χώμα.
ΧΟΡΟΣ: Πάνω στην ώρα ο βασιλιάς
απ’ το παλάτι βγαίνει.

Μπαίνει ο Κρέοντας στη σκηνή. Ο Χορός υποκλίνεται.

ΦΥΛΑΚΑΣ: Είπα πριν λίγο πως ποτέ
δεν θα γυρνούσα πίσω
όμως η πρώτη σκέψη μου
τώρα με διαψεύδει
και με ανέλπιστη χαρά
σας φέρνω εδώ την κόρη ετούτη.
Την έπιασα που ράντιζε
με χώματα τον τάφο
εγώ μονάχος.
Πάρτε την κι εξετάστε την
όπως εσύ νομίζεις.
Εγώ θέλω ν’ απαλλαγώ
κι ελεύθερος να μείνω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Πες μου το ακριβώς πώς έγινε.
ΦΥΛΑΚΑΣ: Αυτή έθαψε τον νεκρό.
Όλα τα ξέρεις τώρα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Καταλαβαίνεις τι μου λες;
Είσαι στα συγκαλά σου;
ΦΥΛΑΚΑΣ: Να θάβει είδα το νεκρό.
Ξεκάθαρα στο λέω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Επ’ αυτοφώρω δηλαδή
την πιάσατε και πότε;
ΦΥΛΑΚΑΣ: Ναι, κι όλα έγιναν έτσι:
Αφού λοιπόν σκιαχτήκαμε
από τις απειλές σου
το πτώμα ξεγυμνώσαμε,
σκορπίσαμε το χώμα
κι απάνεμα κρυφτήκαμε
στην κορυφή των βράχων.
Ο ήλιος καθώς έφτασε
μεσουρανίς στο θόλο
αγέρας πολύς
ξεσήκωσε τον κάμπο.
Ήταν κάτι σα θεϊκό.
Τότε τα μάτια κλείσαμε
ωσότου να σωπάσει
αυτή η θεϊκή οργή.
Μα πριν περάσει ώρα
ετούτη η κόρη φάνηκε
έσκουζε και θρηνούσε
σαν το πουλί που τη φωλιά
τη βρίσκει ρημαγμένη.
Έκλαιγε και ξεφώνιζε
κι έδινε την κατάρα
σε κείνους όπου κάνανε
κακό στον αδερφό της.
Άρπαξε ύστερα στεγνό
χώμα και τον ραντίζει
κι έκανε τρίσπονδες χοές
με χάλκινο κανάτι.
Τότε χιμήξαμε εμείς.
Μα η κόρη δεν φοβήθηκε
κι ούτε την πράξη αρνήθη.
(Προς τον κόσμο) Ευχάριστο που γλίτωσα
εγώ τη συμφορά μου
μα λύπη νιώθω στην ψυχή
άλλους εκεί να σέρνω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: (Κοιτώντας την Αντιγόνη) Εσένα λοιπόν ρωτώ
που στρίβεις το κεφάλι.
Ομολογείς πως το ‘καμες
ή όλα τα αρνιέσαι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ομολογώ πως το ‘κανα
                 και τίποτα δεν αρνιέμαι.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Για πες μου τώρα σύντομα,
τους γνώριζες τους νόμους;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Και βέβαια τους γνώριζα.
Δημόσια το ‘χες διακηρύξει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Και τόλμησες να παραβείς
εσύ τις διαταγές μου;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ναι, γιατί ούτε ο Ζευς
ούτε η θεία δίκη
δεν όρισαν τον άνθρωπο
να φτιάχνει τέτοιους νόμους.
κι εσύ τώρα ένας θνητός
το δίκιο παραβαίνεις
που αν και είναι άγραφο
αιώνια ζει στον κόσμο.
Δεν θέλησα να παραβώ
τους νόμους των θεών μας
και φόβο δεν μου φέρνουνε
τα λόγια των τυράννων.
Λύπη μεγάλη θα ‘νιωθα
αν άφηνα χωρίς ταφή
τ’ αδερφικό μου σώμα.
ΧΟΡΟΣ: Η κόρη φαίνεται σκληρή
κι εύκολα δε λυγίζει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Και το ατσάλι είναι σκληρό
μες στη φωτιά όμως λιώνει
κι ο μικρός ο χαλινός
τ’ άγρια άλογα τα δαμάζει. (παύση)
Κι αν τις γέννησε αυτές
η ίδια η αδερφή μου
κι είναι δικές μου συγγενείς
μαύρο θα βρούνε τέλος.
Και την Ισμήνη θεωρώ ένοχη σαν ετούτη.
Μαζί τα σχεδιάσανε
να κάνουν την ταφή του.
Φωνάξτε την να ‘ρθεί εδώ,
μαζί θα τις δικάσω.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Άλλο τι θέλεις από μένα
απ’ το να με σκοτώσεις;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Τίποτα περισσότερο.
Μ’ αυτό, όλα μου φτάνουν.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Όμως αργείς, γιατί αργείς;
Το ξέρεις δεν μ’ αρέσουν
ούτε κι εμένα οι νόμοι σου
ούτε και στους πολίτες.
Όμως το στόμα τους κλειστό
κρατάει η τυραννία.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Απ’ τους Θηβαίους μόνο εσύ
το βλέπεις και το λέγεις.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Κι αυτοί το βλέπουν
μα κρατούν τα λόγια τους δεμένα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Δεν ντρέπεσαι η γνώμη σου
απ’ των πολλών ν’ αλλάζει;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ντροπή δεν είναι να τιμά
κάποιος τον αδερφό του.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Κι ο άλλος που εχάθηκε
δεν ήταν αδερφός σου;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Την ίδια μάνα είχαμε,
τον ίδιο και πατέρα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Τον έναν όμως τίμησες.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Αντίθετος δεν θα ‘τανε
για τούτο που ‘χω κάνει.
Σαν δούλος δεν επέθανε
αλλά σαν αδερφός μου.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Αφού τη χώρα θέλησε
να τη λεηλατήσει.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ο Άδης όμως στους νεκρούς
τους ίδιους νόμους θέλει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Και ο καλός με τον κακό
εξίσου να τιμούνται;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Για ν’ αγαπώ γεννήθηκα
κι όχι για να μισήσω!
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Αγάπα λοιπόν όποιον θες
εκεί στον άλλο κόσμο.
Μα όσο ζω στη χώρα αυτή
γυναίκα δεν θα ορίσει.
    ΧΟΡΟΣ: Να κι Ισμήνη έρχεται
 με μάτια βουρκωμένα.

(Μπαίνει η Ισμήνη.)

ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Κι εσύ οχιά που τρύπωσες
μες στο δικό μου σπίτι
ερούφαγες το αίμα μου;
Αντάρτισσες!
Λέγε λοιπόν. Το δέχεσαι
ότι μαζί της ήσουν;
ΙΣΜΗΝΗ: Μαζί της συνεργάστηκα,
αν συμφωνεί κι εκείνη.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ούτε ποτέ το θέλησες
ούτε κι εγώ σε πήρα.
Κι άδικα μην ομολογείς
πως για βοηθό μου σ’ είχα.
ΙΣΜΗΝΗ: Δεν ντρέπομαι τις συμφορές
μαζί να μοιραστούμε.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Του Άδη ξέρουν οι νεκροί
ποιο χέρι το ‘χει κάνει.
Κι εγώ με λόγια μοναχά
φίλους δεν θέλω να ‘χω.
ΙΣΜΗΝΗ: Μαζί σαν θα πεθάνουμε
τιμή για τον νεκρό μας.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ό,τι δεν άγγιξες μη θες
δικό σου να το κάνεις
κι άδικα χωρίς φταίξιμο
μαζί μου να πεθάνεις.
ΙΣΜΗΝΗ:  Και πια ζωή με καρτερά
όταν και σένα χάσω;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Τον Κρέοντα ρώτα
που γι’ αυτόν το καθετί φροντίζεις.
ΙΣΜΗΝΗ:  Με ειρωνεύεσαι μα μ’ αυτό
τίποτα δεν κερδίζεις.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Με πόνο σε περιγελώ
αν έτσι το νομίζεις.
ΙΣΜΗΝΗ: Και τι μπορώ για σένανε
τώρα εγώ να κάνω;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Κοίτα μονάχα να σωθείς.
Καθόλου δεν φθονάω
που μένεις τώρα ζωντανή
κι εγώ στον Άδη πάω.
 ΙΣΜΗΝΗ: (Την πιάνει από τον ώμο.) Αχ, να μπορούσα τώρα εγώ
μαζί σου να πεθάνω.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Εσύ διάλεξες τη ζωή
κι εγώ το θάνατό μου.
 ΙΣΜΗΝΗ: Όμως σου το εξήγησα…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ναι, δίκιο έχουμε κι οι δυο.
  ΙΣΜΗΝΗ: Κι οι δυο έχουμε φταίξει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Κι οι δυο τους τρελαθήκανε.
Η μια τώρα εδώ μπροστά (δείχνει την Ισμήνη)
η άλλη απ’ την κούνια. (δείχνει την Αντιγόνη)
ΙΣΜΗΝΗ: Ναι, βασιλιά, φεύγει ο νους
σαν συμφορές σε βρίσκουν.
Μα εγώ μονάχη δεν μπορώ
χωρίς αυτήν να ζήσω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Γι’ αυτήν μη μου μιλάς πια.
ΙΣΜΗΝΗ: Και θα σκοτώσεις τη μνηστή
του λατρευτού παιδιού σου;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: …….
 ΙΣΜΗΝΗ: Μα ταίριαξαν τόσο πολύ!
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Κακή γυναίκα εγώ ποτέ
δεν θα ‘δινα στον γιο μου.
ΙΣΜΗΝΗ: Αίμονα πόσο σ’ αδικεί.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Τους γάμους τούτους γρήγορα
ο Άδης θα χαλάσει.
Πάρτε τις μέσα μην τυχόν
θελήσουν να ξεφύγουν
γιατί όσο πλησιάζουνε
στο τέλος ξεκουτιάζουν.

(Παίζει μουσική το κομμάτι 6.)

    ΧΟΡΟΣ: Καλότυχοι όσοι τους ποτέ
κακό δεν εγευτήκαν
και συμφορές στο σπίτι τους
ως τώρα δεν εμπήκαν.
Μα αν το κακό φανεί καλό
παίρνει τα λογικά μας
και οργή θεού, οργή θεού
φέρνει τη συμφορά μας.

Μα να ο Αίμων έρχεται
βαθιά συλλογισμένος.

(Μπαίνει στη σκηνή ο Αίμωνας.)

ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Γιε μου, μην εξοργίστηκες
με την απόφασή μου;
Ή έχω την αγάπη σου
γι’ αυτά που τώρα κάνω;
ΑΙΜΩΝΑΣ: Εσύ πατέρα μ’ οδηγείς
κι εσύ με συμβουλεύεις.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Έτσι λοιπόν αν σκέφτεσαι
όλα τακτοποιούνται
γιατί υπάκουα παιδιά
κάθε γονιός τα θέλει.
Στείλε ετούτη το γαμπρό
στον Άδη να τον έβρει
κι εγώ να μην αποδειχτώ
σ’ όλη την πόλη ψεύτης.
     ΧΟΡΟΣ: Φρόνιμα, βασιλιά, το λες.
ΑΙΜΩΝΑΣ: Πατέρα, δώσαν οι θεοί
το νου για τους ανθρώπους
μα εγώ δεν ξέρω αν σωστά
μιλάς αυτή την ώρα.
Κρυφά ακούω να μιλούν
γιατί όλοι σε φοβούνται
και κλαίνε με τη δύστυχη
την κόρη που ‘χεις πιάσει
που αντί γι’ αυτό να τιμηθεί
τη σέρνεις ντροπιασμένη.
Μην την κρατάς αγύριστη
τη γνώμη σου την πρώτη.
Ντροπή δεν είναι το σφάλμα του
κάποιος ν’ αναγνωρίζει.
Αν και νεώτερος εγώ
έτσι σε συμβουλεύω.
Κι ούτε γεννήθηκε κανείς
όλα να τα γνωρίζει.    
     ΧΟΡΟΣ: Αν δεις κάτι κι είναι σωστό,
άκουστο, βασιλιά μου.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Κι ήρθες εσύ στον γέροντα
να δείξεις το δρόμο το σωστό;
ΑΙΜΩΝΑΣ: Αν άδικο είναι, μην τ’ ακούς
μα χρόνια μην κοιτάζεις.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Κι είναι σωστό να εκτιμώ
όποιον με παρακούει;
ΑΙΜΩΝΑΣ: Ποτέ δεν θα συμβούλευα
τέτοιους να τους τιμούμε.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Και τούτη δεν υπέπεσε
σε τέτοιο σφάλμα τώρα;
ΑΙΜΩΝΑΣ: Το λες εσύ κι όχι ο λαός.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Κι ο λαός εμένα θα μου πει
τι είναι σωστό να κάνω;
ΑΙΜΩΝΑΣ: Αν κι άσπρα έχεις μαλλιά,
μιλάς σαν να ‘σαι νέος.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Σ’ εμένα ανήκει η χώρα αυτή.
ΑΙΜΩΝΑΣ: Χώρα καμιά δεν ημπορεί
ν’ ανήκει μόνο σ’ έναν.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Κι εκείνος που την κυβερνά,
δική του δεν την έχει;
ΑΙΜΩΝΑΣ: Θα κυβερνούσες άραγε
μιαν έρημη πατρίδα;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Μου φαίνεται πως σύμμαχος
εκείνης έχεις γίνει.
ΑΙΜΩΝΑΣ: Εγώ για σένα νοιάζομαι.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Γι’ αυτό λοιπόν αντιμιλάς
στον ίδιο σου τον πατέρα;
ΑΙΜΩΝΑΣ: Βλέπω πως κάνεις σφάλματα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Σφάλμα λοιπόν να διεκδικώ
τα δικαιώματά μου;
ΑΙΜΩΝΑΣ: Καταπατώντας βέβαια
το δίκιο των θεών μας.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Σιχαμερέ! Φύγε τώρα από δω,
παιχνίδι μιας γυναίκας.
ΑΙΜΩΝΑΣ: Τουλάχιστον για συνεργός
δεν έρχομαι σε τούτα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Και υπερασπίζεσαι αυτήν;
ΑΙΜΩΝΑΣ: Και σένανε πατέρα
γιατί οι θεοί μας θέλουνε
να ‘ναι οι νεκροί στον Άδη.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Ετούτη όμως ζωντανή
γυναίκα δεν θα πάρεις.
ΑΙΜΩΝΑΣ: Αν θα πεθάνει όπως λες,
κάποιον θα καταστρέψει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Τολμάς λοιπόν να μ’ απειλείς;
ΑΙΜΩΝΑΣ: Καμιά απειλή σ’ ανόητους
δεν ημπορώ να δώσω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Μα είσαι ο ίδιος δίχως νου.
ΑΙΜΩΝΑΣ: Αν δεν ήσουν πατέρας μου,
θα το ‘λεγα για σένα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Αφού λοιπόν κατάντησες
δούλος σε μια γυναίκα,
λιγόστεψε τα λόγια σου
κι άλλο μη με σκοτίζεις.
ΑΙΜΩΝΑΣ: Να διατάζεις μόνο έμαθες.
Ν’ ακούς δεν το γνωρίζεις.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Αλήθεια, μα το Δία.
Τούτο δεν θα χαρείς πολύ
ξεδιάντροπα να βρίζεις.

Φέρτε την τώρα εδώ μπροστά,
μπροστά του να πεθάνει.
ΑΙΜΩΝΑΣ: Ούτε μπροστά μου θα χαθεί
ούτε και θα με ξαναδείς
κι εξάσκησε την τρέλα σου
σ’ όσους σε προσκυνούνε.

( Ο Αίμωνας φεύγει από τη σκηνή.)

ΧΟΡΟΣ: Έφυγε ο γιος του βασιλιά
μ’ οργή πολλή στο νου του
κι είναι επικίνδυνο αυτό
σ’ αυτήν την ηλικία.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Ας πάει όπου κι αν σκέπτεται
μα αυτές δεν τις γλιτώνει.
ΧΟΡΟΣ: Θα τις σκοτώσεις και τις δυο;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Μονάχα όποια παράκουσε
τους νόμους πο’ ‘χει η πόλη.
ΧΟΡΟΣ: Και με τι τρόπο βασιλιά;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Θα την εκλείσω ζωντανή
σε πέτρινο κιβούρι
κι ας τη γλιτώσουν οι θεοί
που τόσο τους τιμάει.

(Κλείνει η σκηνή. Όταν ξανανοίγει εμφανίζεται η Αντιγόνη αναμαλλιασμένη με δεμένα τα χέρια και ακούγεται το κομμάτι 13 ως μουσική υπόκρουση. Όταν αρχίζει να μιλάει, η μουσική χαμηλώνει. Περπατάει αργά στη σκηνή.)

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Τάφε μου, κρεβάτι νυφικό,
σπίτι μου στη γη βαθιά
κι αιώνιο κελί μου
έρχομαι στον κόσμο των νεκρών
για να βρω τους δικούς μου.

(Παύση δυο ανάσες.)

Η ελπίδα με τρέφει
πως θα βρω εκεί
του πατέρα την αγάπη
τη στοργή σου μάνα.
Μάτια μου κι αδερφέ μου,
την αγάπη σου.

(Παύση δυο ανάσες.)

Εγώ νεκρούς με τα χεράκια μου σας έλουσα,
σας στόλισα, σας πότισα με μέλι,
με γάλα και νερό τον τάφο σας τον έρανα.
Και τώρα Πολυνείκη
το νεκρό σου κορμάκι στολίζοντας
πανάκριβα πληρώνω.

 (Παύση δυο ανάσες.)

Τώρα που μάνα και πατέρα
μου τους πήρε ο Χάρος
κι αδερφός πια δεν μπορεί για να βλαστήσει,
τώρα δεμένα είν’ τα χέρια μου
κι ο Κρέοντας με σέρνει.

(Παύση δυο ανάσες.)

Οι φίλοι με παράτησαν την άμοιρη
και ζωντανή στων πεθαμένων
το πηγάδι κατεβαίνω.
Γιατί στον ουρανό
τα μάτια να σηκώσω η δύστυχη;
Από ποιον βοήθεια να φωνάξω;
Εγώ τιμούσα και μ’ ατίμασαν φριχτά.


(Κλείνει η σκηνή δυναμώνοντας η μουσική. Όταν ανοίξει η σκηνή εμφανίζεται ο Χορός.)

ΧΟΡΟΣ: Έρως ανίκατε μάχαν.
Έρωτα εσύ που ξενυχτάς
στα τρυφερά της κόρης μάτια
κι ούτε θεός ούτε θνητός
μπορεί να σου ξεφύγει.

Δάκρυ καυτό και δεν μπορώ
άλλο να το κρατήσω
σαν βλέπω τέτοια λυγερή
να πάει για κει που δεν μπορεί
πάλι για να ‘ρθει πίσω.

(Μπαίνει ο μάντης Τειρεσίας οδηγούμενος από ένα μικρό παιδί.)

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Θηβαίοι άρχοντες, τυφλός
εδώ μπροστά σας στέκω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Και ποια τα νέα που θα πεις
γέροντα Τειρεσία;
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Πολλά έχω να σου πω
κι εσύ ν’ ακούσεις πρέπει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Καμιά σου δεν παράκουσα
ποτέ μου συμβολή σου.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Γι’ αυτό την πόλη έσωσες
πολλές φορές ως τώρα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Ομολογώ μ’ ωφέλησες
κι εμένα και την πόλη.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Μα τώρα πάλι στου γκρεμού
την άκρη ξαναστέκεις.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Λέγε μου, ανατρίχιασα.
Τα λόγια σου με φοβίζουν.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Θα μάθεις σαν της τέχνης μου
σημάδια θα σου δείξω.
Καθώς στεκόμουν στο παλιό
το μαντικό σκαμνί μου
ακούω πουλιά που έκραζαν.
Φοβήθηκα και στο βωμό
κάνω πυρομαντεία.
Μα οι θεοί δεν δέχτηκαν
καμία μου θυσία
κι ούτε σημάδια δώσανε.
Όμως μου το ‘πε ετούτο το παιδί
που το ‘χω οδηγό μου
ότι οι βωμοί γεμίσανε
με του νεκρού τις σάρκες.
Αυτά παθαίνει η πόλη μας
κι αιτία η αμυαλιά σου.
Μα ξανασκέψου καθαρά
κι άλλαξε τώρα γνώμη.
Να κάνει σφάλματα κανείς
ανθρώπινο νομίζω.
Μα σαν τα κάνει πρέπει αυτός
να τα επανορθώνει.
Το πείσμα φέρνει το κακό
κι ούτε αντρειά λογιέται
έναν που είναι πια νεκρός
να τον ξανασκοτώνεις. (παύση)
Εγώ καλά σε οδηγώ
και το καλό σου θέλω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Α, γέρο, ώστε κι εσύ λοιπόν
εμένα σημαδεύεις.
Οι συγγενείς με πρόδωσαν
και με εγκαταλείψαν
και τώρα ψευτομάντη μου
θέλεις ν’ αλλάξω γνώμη.
Μάθε λοιπόν ότι εγώ
μνήμα δεν θα του δώσω.
Κι όσα μου είπες ως εδώ
σε πλήρωσαν και τα ‘πες.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Αλίμονο, ποιος να ‘ξερε
τι βάζεις με το νου σου.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Μίλα μου ελεύθερα λοιπόν
και μη μασάς τα λόγια.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Πόσο μεγάλη φρόνηση…!
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Δεν θέλω να σε βρίσω.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Κι όμως το κάνεις σαν μου λες
ψεύτικα πως μαντεύω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Γιατί πολύ τα χρήματα
οι μάντεις τ’ αγαπούνε.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Κι οι βασιλιάδες αγαπούν
τα πλούτη δίχως κόπο.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Είσαι σοφός μα τ’ άδικο
σ’ αρέσει να μου λέγεις.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Θα μ’ αναγκάσεις μυστικά
κι άλλα να φανερώσω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Ακόμα κι άλλα να μου πεις
τη γνώμη δεν θ’ αλλάξω.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Μάθε λοιπόν οι μέρες σου
πως είναι μετρημένες
και σπλάχνα από τα σπλάχνα σου
για αντάλλαγμα θα δώσεις.
Για τον νεκρό τον άταφο
τη δύστυχη την κόρη.

Τούτα τα λόγια σκέψου τα
αν τα ‘πα πληρωμένος
και γρήγορα το σπίτι σου
με δάκρυα θα γεμίσει.

Σωστά είν’ τα σημάδια μου
και λάθη εγώ δεν κάνω.

Μα εσύ παιδί μου οδήγα με
κι άσε ετούτον τώρα
να ξεθυμάνει τη γλώσσα του
σε άλλους κι όχι σε μένα.

(Φεύγει ο Τειρεσίας.)

ΧΟΡΟΣ: Ο μάντης φεύγει βασιλιά.
Μα απ’ όσα ως τώρα ξέρω
ποτέ του δεν προφήτεψε
γι’ αυτήν την πόλη ψέμα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Τα λόγια του σε ταραχή
μεγάλη μ’ έχουν φέρει.
Να υποχωρήσω δεν μπορώ
κι ούτε να σταματήσω.
ΧΟΡΟΣ: Φρόνημα πρέπει να σκεφτείς.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Και τι πρέπει να κάνω;
ΧΟΡΟΣ: Βγάλ’ το κορίτσι απ’ τη σπηλιά
και τον νεκρό να θάψεις
γιατί οι θεοί τις συμφορές
γρήγορα μας τις στέλνουν.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Αλίμονο, τη γνώμη μου
ν’ αλλάξω δεν το θέλω
μα στην ανάγκη τούτη εδώ
τι άλλο μπορώ να κάνω;
          ΧΟΡΟΣ: Φύγε και κάνε γρήγορα
          και σ’ άλλους μην τ’ αφήνεις.
          ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Έτσι όπως είμαι τρέχω εγώ.
Εμπρός, ακολουθήστε με.
Αρπάξτε τις αξίνες σας.
Εγώ την εφυλάκισα,
εγώ τη λευτερώνω.

(Ο Κρέοντας φεύγει. Μουσική κομμ. 10. Εμφανίζεται στη σκηνή ο αγγελιοφόρος.)

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ: Λαέ της Θήβας, άμοιρε,
όσο κρατιέμαι στη ζωή
κανέναν ποτέ δεν θα δοξάσω
αν πρώτα το τέλος του δεν δω
με τα δικά μου μάτια.
ΧΟΡΟΣ: Ποια πάλι δεινά
στους βασιλιάδες φέρνεις;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ: Είναι νεκροί…!
Και φταίν οι ζωντανοί γι’ αυτό το τέλος.
        ΧΟΡΟΣ: Μίλα! Ποιος ο φονιάς και ποιος ο σκοτωμένος;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ: Ο Αίμωνας, ο γιος του Κρέοντα, σφάχτηκε!
        ΧΟΡΟΣ: Απ’ το χέρι του πατέρα του ή το δικό του;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ: Μόνος του! Για του πατέρα φρένιασε το φόνο.
         ΧΟΡΟΣ: Ω, μάντη! Τα λόγια σου αλήθεψαν.

( Μπαίνει στη σκηνή η Ευρυδίκη.)

    ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ω, συμπολίτες! Κάτι τ’ αυτί μου πήρε
περνώντας την αυλόθυρα.
Ό,τι και να ‘ναι το κακό
πες τε το πάλι.
Αμάθητη στις συμφορές δεν είμαι
και θ’ ακούσω.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ: Εγώ, καλή κυρά μου, που το ‘δα θα στο πω.
κι απ’ την αλήθεια τίποτα δεν θα σου αποκρύψω.
Εγώ τον άντρα σου τον πήρα στο κατόπι
μέχρι το μέρος που κείτονταν του Πολυνείκη η σορός.
Κι αφού δέηση κάναμε στον Πλούτωνα και στην Εκάτη,
με καθαρό νερό τον πεθαμένο λούσαμε,
τον βάλαμε μέσα στο ιερό χώμα της πατρίδας.
Ύστερα ξεκινήσαμε για τη σπηλιά τη νύφη για να βρούμε.
Ακούμε από μακριά σπαραχτικές κραυγές.
«Η φωνή του γιου μου! Δούλοι τρέξτε στη σπηλιά!»
φωνάζει ο Κρέοντας.
Τρέξαμε στις προσταγές τ’ αφέντη μας. Και τι να δούμε!
Στο βάθος της σπηλιάς εκείνη κρεμασμένη κι αυτόν,
τον Αίμονα πάνω της στη μέση να τη σφίγγει.
Σαν είδε τον πατέρα του, τραβά απ’ το θηκάρι του
το δίστομο σπαθί. Και πριν εμείς προλάβουμε,
στο στήθος του το μπήγει.

(Η Ευρυδίκη πιάνει το κεφάλι της και φεύγει με αργά βήματα. Ακούγεται το κομμάτι 13.)

       ΧΟΡΟΣ: Πώς το ξηγάς αυτό;
       Έφυγε η κυρά χωρίς να πει μια λέξη.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ: Τα ‘χω κι εγώ χαμένα.
Νομίζω πως ακούγοντας του γιου τη συμφορά
δεν καταδέχτηκε να κλάψει μπρος στον κόσμο.

(Ακούγεται το κομμάτι 13. Μπαίνει ο Κρέοντας.)

   ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Ώχου, μοίρα μου συφοριασμένη!
   Ώχου, παιδί μου πώς έτσι νιος μας άφησες
   κι άγουρος πας στο θάνατο
   από δική μου αστοχασιά κι όχι από δική σου.
     ΧΟΡΟΣ: Αλίμονο! Είδες αργά, πολύ αργά το λάθος.
   ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Διώξτε με, διώξτε με τον αστόχαστο.
  Ποιον να κοιτάξω τώρα πια
  και που θε ν’ ακουμπήσω;
  Εγώ με τη σκληράδα μου
   απόμεινα πια μόνος.

(Ο Κρέοντας φεύγει συντετριμμένος. Παίζει το κομμάτι 13.)

   ΧΟΡΟΣ: Τα λόγια τα μεγάλα
μεγάλες φέρνουν συμφορές
χωρίς τη φρονιμάδα.
Η φρόνηση είναι της ζωής ο πρώτος της ο νόμος;
Ή της καρδιάς το άγγιγμα και της ψυχής ο πόθος;

                        ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate-Μετάφραση