ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ "ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ'

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

«Ιφιγένεια εν Αυλίδι»


Λίγα λόγια για τον ποιητή

Ο Ευριπίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 480 π.Χ. και πέθανε σε ηλικία 74 ετών στην Μακεδονία.
Παρακολούθησε τις διδασκαλίες σοφιστών της εποχής αλλά και τον ίδιο τον μεγάλο φιλόσοφο Σωκράτη. Έτσι ο Ευριπίδης στα έργα του συχνά εκφράζει φιλοσοφικές ανησυχίες αμφισβητώντας τις πατροπαράδοτες θείες και ανθρώπινες αξίες.
Ο Ευριπίδης κατάγονταν από αριστοκρατική οικογένεια και διέθετε στο σπίτι του πλούσια βιβλιοθήκη, πράγμα σπάνιο για την εποχή.
Για την θεματολογία των έργων του χρησιμοποίησε  τους παλαιούς μύθους με πρωτοτυπία και έφερε καινοτομίες στην θεατρική σκηνή. Αν και στην εποχή του διώχθηκε για τους νεωτερισμούς του, μετά τον θάνατό του καταξιώθηκε ως ο πιο δημοφιλής ανάμεσα στους τραγικούς της αρχαίας Ελλάδας.
Ο Ευριπίδης κατάφερε να εξυψώσει την θεατρική τέχνη σε τόσο υψηλό επίπεδο ώστε να έχει παγκόσμια αναγνώριση 25 αιώνες μετά.
Έγραψε συνολικά 90 έργα από τα οποία σώζονται ακέραιες 18 τραγωδίες. Τα σημαντικότερα από τα έργα του είναι η Άλκηστη, η Ανδρομάχη, οι Βάκχες, ο Ιππόλυτος, η Ιφιγένεια εν Αυλίδι κ.ά.

Η υπόθεση του έργου

Ο Ευριπίδης στηρίζει το έργο του στον μύθο της αρπαγής της ωραίας Ελένης, συζύγου του βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαου, από το πριγκιπόπουλο της Τροίας, τον Πάρη. Οι Αχαιοί, πιστοί σε έναν όρκο που είχαν δώσει, αποφασίζουν να κάνουν εκστρατεία για να φέρουν πίσω την βασιλοπούλα τους.
Το έργο διαδραματίζεται στο στρατόπεδο των Ελλήνων στην Αυλίδα όπου τα πλοία τους δεν μπορούν να αποπλεύσουν για την Τροία γιατί υπάρχει άπνοια.
Ο μάντης Κάλχας αποκαλύπτει ότι υπάρχει άπνοια γιατί η θεά Άρτεμη είναι θυμωμένη επειδή οι στρατιώτες των Αχαιών σκότωσαν το ιερό ελάφι της και για να εξιλεωθούν για το αμάρτημα, πρέπει ο Αγαμέμνονας, βασιλιάς των Μυκηνών, να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια.
Ο Αγαμέμνονας ειδοποιεί την κόρη του να έρθει στο στρατόπεδο με την αιτιολογία ότι θέλει να την παντρέψει με τον ήρωα Αχιλλέα. Η Ιφιγένεια μαζί με την μητέρα της Κλυταιμνήστρα και τον μικρό αδελφό της Ορέστη φτάνει χαρούμενη με τα προικιά της στο στρατόπεδο των Αχαιών. Κάποια στιγμή όμως μαθαίνει την αλήθεια και όλα γκρεμίζονται γύρω της. Μετά από πολλές συναισθηματικές συγκρούσεις, η Ιφιγένεια αποφασίζει να θυσιαστεί με την θέλησή της για το καλό της Ελλάδας. Η θεά Αφροδίτη, την ώρα της θυσίας, στη θέση της Ιφιγένειας θα βάλει για να θυσιαστεί ένα ελάφι.


Τα πρόσωπα του έργου

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Βασιλιάς του Άργους και αρχηγός όλων των Ελλήνων στην Τρωική Εκστρατεία.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Αδελφός του Αγαμέμνονα, βασιλιάς της Σπάρτης και σύζυγος της ωραίας Ελένης.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Σύζυγος του Αγαμέμνονα.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Γιος του Πηλέα και της θαλάσσιας θεότητας Θέτιδας. Αρχηγός του στρατού των Μυρμιδόνων.
ΧΟΡΟΣ: Αποτελείται από γυναίκες της Χαλκίδας. Στο έργο εκπροσωπεί τη γνώμη του λαού.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Γέροντας πιστός υπηρέτης του Αγαμέμνονα.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Α’
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Β’

  

ΤΟ ΕΡΓΟ
Το σκηνικό: Το στρατόπεδο των Ελλήνων στην Αυλίδα. Δεσπόζει η σκηνή του Αγαμέμνονα. Ένας γέροντας υπηρέτης, ο Πρεσβύτης, στέκεται έξω από τη σκηνή. Βγαίνει ο Αγαμέμνονας και κάνει βόλτες στη σκηνή σκεπτικός.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Γιατί τέτοια ώρα βαδίζεις σκεπτικός έξω απ’ τη σκηνή σου, βασιλιά  Αγαμέμνονα; Ήσυχα είναι τα στρατεύματα στην Αυλίδα. Ξεκουράσου τώρα κι εσύ.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ: Σε ζηλεύω, γέρο. Ζηλεύω τον καθένα που έζησε άσημος κι ανώνυμος απ’ όλους. Γλυκά η εξουσία μα είναι βαριές οι ευθύνες των αρχόντων, σε λυγίζουν.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Γεννήθηκες θνητός, βασιλιά μου. Είναι γραφτό μια  να χαίρεσαι και μια να λυπάσαι. Τι σε πονεί και το νου σου βασανίζει; Έλα, στον πιστό σου δούλο φανερώσου.
 ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ: Ο πατέρας της γυναίκας μου, της Κλυταιμνήστρας, όταν ήταν να παντρέψει τις κόρες του, έβαλε τους γαμπρούς του να ορκιστούν ότι αν έστω και μια τους την άρπαζε κάποιος ξένος, όλοι να τρέξουν και να τη φέρουν πίσω με κάθε θυσία.
Κι ήρθε ο καιρός και την Ελένη, τη γυναίκα του Μενέλαου, του βασιλιά της Σπάρτης, άρπαξε το πριγκιπόπουλο της Τροίας, ο Πάρης.
Δεν άργησαν οι Έλληνες και τα όπλα τους πήραν κι εδώ στην Αυλίδα μαζώχτηκαν. Γέμισε το λιμάνι της με πλοία έτοιμα μα έτυχε σε μας καιρός αταξίδευτος.
Κι ο μάντης Κάλχας δίνει χρησμό: το παιδί μου, την Ιφιγένεια, να θυσιάσω στην Άρτεμη για να φυσήξει άνεμος ούριος. Μα μπορεί πατέρας να κάνει τέτοιο πράμα; Διέταξα το στρατό να διαλυθεί και στα σπίτια τους όλοι να γυρίσουν. Μα ο αδερφός μου, ο Μενέλαος, τη γνώμη μου άλλαξε κι έγραψα γράμμα στις Μυκήνες η γυναίκα  μου να στείλει εδώ την κόρη τάχα να την παντρέψω με τον Αχιλλέα, τον πρίγκιπα της Φθίας. Γάμος ψεύτικος να ξεγελάσω τους δικούς μου.
Δεν μου βαστά το λάθος αυτό να κάνω και γράφω ξανά καινούριο γράμμα. Να μην στείλει τελικά την Ιφιγένεια εδώ στην Αυλίδα.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Κι ο Αχιλλέας τι θα πει;
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ: Τίποτα δεν ξέρει αυτός. Πάρε το γράμμα και γρήγορα τρέξε στων Αχαιών τη χώρα. Την κόρη μου να σώσουμε από μοίρα σκληρή.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Τρέχω, βασιλιά μου. Όμως, ένα να ξέρεις: Κανένας θνητός ως τώρα δεν έζησε δίχως λύπες.

(Φεύγει ο υπηρέτης και ο Αγαμέμνονας μπαίνει στη σκηνή. Βγαίνει ο Χορός.)

ΧΟΡΟΣ: Ήρθα στ΄ ακρογιάλι της Αυλίδας
τον ηρωικό στρατό των Αχαιών να δω.
Είδα στο κέντρο τον ξανθό Μενέλαο
με τον αρχηγό τους τον μεγάλο Αγαμέμνονα.
Να φέρουν θέλουν πίσω την Ελένη
 απ’ τα κάστρα της Τροίας ξανά 
στις όχθες του Ευρώτα να την πάνε.
Είδα στρατό πολύ κι άρματα κι ασπίδες
κι άλογα πολλά να τρέχουν με τ’ αμάξια.
Είδα τον σπουδαίο Αίαντα απ’ τη Σαλαμίνα.
Τον Αχιλλέα και τον Διομήδη να παίζουν ζάρια.
Τον Οδυσσέα και τον Παλαμήδη
τραγούδια παλιά να τραγουδάνε.
Καράβια γοργοτάξιδα
στέκουν στο νερό ακίνητα.
Άραγε ποιες δόξες θα μας φέρουν;

(Μπαίνει στη σκηνή ο Μενέλαος σπρώχνοντας τον γερο-υπηρέτη του Αγαμέμνονα.)

ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Θα κλάψεις πικρά, γέρο, αν δεν κάνεις ό,τι θα σου πω!
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Δεν έπρεπε ν’ ανοίξεις το γράμμα που κουβαλούσα.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Κι εσύ δεν έπρεπε με τις πράξεις σου να βάζεις τους Έλληνες σε δεινά.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Με άλλους να πας να τα βάλεις. Άσε το γράμμα!
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Δεν τ’ αφήνω!
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Κι εγώ δεν κάνω πίσω.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Θα σου ματώσω με το ραβδί την κεφαλή σου.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Τιμή μου να πεθάνω για τον αφέντη μου.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Κάνε πέρα! Πολλά λες κι ας είσαι δούλος.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Αφέντη μου Αγαμέμνονα, έλα να δεις.
Το γράμμα μου άρπαξε με το ζόρι μέσα απ’ τα χέρια μου.

(Βγαίνει ο Αγαμέμνονας από τη σκηνή.)

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Ε, τι καβγάς είναι αυτός μπρος στη σκηνή μου;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Εγώ θα μιλήσω πρώτα κι όχι ο δούλος.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Γιατί Μενέλαε μαλώνεις μαζί του και τον τραβάς;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Κοίτα με στα μάτια. Να πω έχω πολλά και σοβαρά.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Είμαι γιος του Ατρέα εγώ και κανέναν δεν σκιάζομαι στα μάτια να κοιτάζω.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Βλέπεις το γράμμα που κρατώ; Μεγάλες συμφορές θα φέρει.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Πέτα το. Δεν είναι δικό σου.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Όχι! Στο στρατό των Δαναών θα το δείξω, όλοι να μάθουν αυτά που γράφει.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Είναι ντροπή σου να στήνεις καρτέρι στους δούλους μου. Δεν έχω το δικαίωμα να ορίζω το βιος μου;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Τα λες σαν τον κάβουρα. Μια από δω, μια από κει.
Μέχρι να πάρεις τον θρόνο στις Μυκήνες όλους τους χαιρετούσες. Μα σαν έγινες βασιλιάς τους φίλους όλους τους ξέχασες. Ο καλός ο άρχοντας δεν γίνεται στα μεγαλεία του ν’ αλλάζει τρόπους. Σταθερός πρέπει να μένει στις φιλίες του και να τους συντρέχει όταν τον χρειαστούν.
Κι όταν ο Κάλχας προφήτεψε την κόρη σου στη Άρτεμη να θυσιάσεις για ν’    αρμενίσει ο στρατός, την εξουσία φοβήθηκες μη χάσεις κι έγραψες να φέρουν την κόρη τάζοντάς της γάμο ψεύτικο.
Άλλαξες όμως γνώμη κι άλλη γραφή έστειλες, δεν το μπορείς φονιάς της κόρης σου να γίνεις.
 Εγώ πιο πολύ για τη δύστυχη Ελλάδα στενάζω που περίγελο τιποτένιων βαρβάρων θα γίνει για σένα και την κόρη σου. Δεν φτάνει ο στρατάρχης μόνο γενναίος να ‘ναι. Καθένας το κράτος κυβερνά, φτάνει να σκέφτεται.
ΧΟΡΟΣ: Όταν τ’ αδέρφια μαλώνουν τα λόγια είναι κοφτερά.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Τι άλλο θέλεις από μένα; Να πληρώσω εγώ για τα λάθη σου; Φταις κι εσύ που η γυναίκα σου έφυγε γιατί άσχημα της φερόσουν. Πάντα με πονηριές κοιτούσες να με κουμαντάρεις. Εγώ είχα στην αρχή μια γνώμη στραβή. Την άλλαξα μετά. Είναι κακό αυτό; Εγώ το παιδί μου δεν θα θυσιάσω. Εσύ να χαίρεσαι παίρνοντας πίσω μια πρόστυχη γυναίκα κι εγώ να λιώνω στο δάκρυ μέρα νύχτα για το παιδί μου που θα χάσω;
ΧΟΡΟΣ: Τώρα ειπώθηκαν λόγια λογικά αν μπορούν να σώσουν το παιδί.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Ξεχνάς πως ο ίδιος πατέρας μας γέννησε;
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Τ’ αδέρφια φαίνονται στη φρονιμάδα κι όχι στην αφροσύνη.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Δεν νοιάζεσαι του λόγου σου για την Ελλάδα;
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Το κρεβάτι και τον εγωισμό σου σκέφτεσαι κι όχι την Ελλάδα.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Κράτα το σκήπτρο σου, προδότη τ’ αδερφού σου. Εγώ θα βρω φίλους κοντά μου να συντρέξουν.

(Έρχεται βιαστικός ο Αγγελιαφόρος Α’.)

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Α’: Βασιλιά όλων των Ελλήνων, την κόρη σου, την Ιφιγένεια φέρνω μαζί με την μάνα της την Κλυταιμνήστρα με τον μικρό Ορέστη. Θα χαρείς σαν τους δεις, τόσον καιρό φευγάτος απ’ το σπίτι. Εδώ κοντά, σε μια πηγή, σταμάτησαν για λίγο, να πλυθούν και τ’ άλογα να ξεκουράσουν. Ο στρατός σαν το ‘μαθε, βγήκε στο δρόμο να τις δει. Η φήμη των τρανών τραβά τα βλέμματα του κόσμου.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Τράβα στο καλό. Ελπίζω όλα καλά να πάνε με λίγη τύχη.

(Φεύγει ο Αγγελιαφόρος.)

(Συνεχίζει ο Αγαμέμνονας)
Αλίμονο, δεν πρόλαβα. Τι να κάνω; Τι να πω και από πού ν’ αρχίσω; Τι κι αν άρχοντες μας λένε. Δέσμιοι του όχλου είμαστε κι εμείς. Και το φορτίο του βασιλιά βαρύ. Τι να πω στη γυναίκα μου; Πώς να την χαιρετίσω; Και το κορίτσι μου, την Ιφιγένεια, πώς στα μάτια να κοιτάξω;
ΧΟΡΟΣ: Κι εμείς τη λύπη σου τη συμπονούμε. Αν αυτό το βάρος σου αλαφραίνει.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Ορκίζομαι, αδερφέ μου, στον Πέλοπα,  πατέρα του πατέρα μας, πως με καρδιά καθαρή θα μιλήσω. Βλέπω τον πόνο σου και τα λόγια που είπα πριν τα παίρνω πίσω. Δεν είναι σωστό οι δικοί σου να χάνονται και οι δικοί μου να ζούνε. Τι να κερδίσω αν χάσω τον αδερφό μου; Γυναίκα στη θέση της Ελένης θα βρω καινούρια. Κάλλιο στη ζωή το αίμα σου να τιμάς και να πονάς.
ΧΟΡΟΣ: Με τα λόγια που είπες τώρα τους προγόνους σου τιμάς.
 ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Χαίρομαι, Μενέλαε, που στο στοχασμό μου ήρθες κοντά. Η δίψα για περιουσία και ο έρωτας πολλές φορές χωρίζουνε τ’ αδέρφια. Αλλά ξανά στην πρώτη σκέψη γυρίζω πάλι. Ανάγκη είναι, δυστυχία μου, την Ιφιγένεια να θυσιάσω.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Τι; Ποιος σ’ αναγκάζει το φονικό αυτό να κάνεις;
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Ο στρατός σύσσωμος μαζί μου θα τα βάλει.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Και πώς θα το μάθει; Βασιλιάς τους είσαι!
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Ο Κάλχας με τον Οδυσσέα όλα θα τα πουν. Τους βλέπω κιόλας στη μέση του στρατού. Όλους θα μας σφάξουν αν πίσω τους γυρίσουμε. Κλείσαν για μένα τους δρόμους οι θεοί.

(Φεύγουν όλοι εκτός από τον Χορό.)

ΧΟΡΟΣ: Στον άνθρωπο χρειάζεται κι η σοφία του νου μαζί με τη ντροπή του κόσμου. Μεγάλο καλό είν’ το κυνήγι της αρετής. Για μεν τις γυναίκες όταν δεν κρυφοπαίζουν με τους έρωτες και για τους άντρες όταν κρατούν την ισορροπία στην αγορά και τη δόξα της πόλης αυξάνουν.

(Μπαίνουν η Κλυταιμνήστρα, η Ιφιγένεια και ο μικρός Ορέστης.)

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Καλό το έθιμο του τόπου να σε καλωσορίζουν  μαζί τόσοι άνθρωποι. Φέρτε απ’ τ’ αμάξι της κόρης τα προικιά και τον μικρό Ορέστη να φροντίσετε. Έλα, αγόρι μου, δουλειές πολλές μας περιμένουν. Την αδελφή σου παντρεύουμε με τον γιο της Θέτιδας.

(Μπαίνει ο Αγαμέμνονας.)

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: (Τρέχει στην αγκαλιά του πατέρα της.) Πατέρα μου! Γλυκέ μου πατέρα! Καιρό έχω να σε δω. Μου έλειψες, δεν ξέρεις πόσο.
 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Βασιλιά μου, ήρθαμε. Δεν αργήσαμε την εντολή σου να υπακούσουμε. Κόρη μου δεν σε αδικώ. Πάντα ήσουν το χαϊδεμένο του πατέρα σου.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Χαρούμενος δεν είσαι πατέρα, που είμαστε κοντά σου; Μα τι με κοιτάς έτσι;
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Τι να πω, παιδί μου. Πολλές οι έγνοιες των στρατηγών.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Άσε τις έγνοιες τώρα, γίνε δικός μου. Τίποτα άλλο στο νου μην έχεις.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Να, σε κοιτώ. Στην αγκαλιά μου σε σφίγγω.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Κι όμως, τα μάτια σου δάκρυα τρέχουν.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Είναι που μακριά μου θα σε πάρουν.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Δεν σε καταλαβαίνω, ακριβέ μου πατέρα.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Μυαλωμένα μιλάς και με λιώνεις.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Άμυαλα τότε να μιλήσω, να σε κάνω να χαρείς.
Μακάρι να χαθούν του Μενέλαου τα σχέδια.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Άλλοι θα χαθούν, μα εγώ χάθηκα πρώτος.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Θα μας αφήσεις, πατέρα; Θα σαλπάρεις για τη χώρα των Φρυγών;
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Θα σαλπάρεις κι εσύ κόρη μου, σαν τον πατέρα σου.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Όμορφα θα ‘ταν μαζί σου να ταξίδευα.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Μονάχη σου θα πας ταξίδι. Δίχως μητέρα και πατέρα. Μα πρώτα θυσία πρέπει να κάνω στη θεά.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Χορό θα στήσουμε τριγύρω πατέρα;
 ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Πόσο σε ζηλεύω που δεν νιώθεις τίποτα ακόμα. Πήγαινε τώρα μες στο σπίτι. Ματιάζουν τις κοπέλες αν τις δουν πριν το γάμο.
(Φεύγει η Ιφιγένεια.)
Συμπάθα με κόρη της Λήδας, Κλυταιμνήστρα. Καλές οι παντρειές μα πικραίνουν όμως τους γονιούς όταν σε ξένο σπίτι ένας πατέρας ξαποστέλνει το παιδί του.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Το ίδιο νιώθω κι εγώ. Μα ο καιρός και η συνήθεια όλα τα μαλακώνουν. Μα έλα τώρα. Το όνομα του γαμπρού το ξέρω, πες όμως από πού κρατάει η σκούφια του;
  ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Εκεί στο Πήλιο, στη χώρα των Κενταύρων γεννήθηκε ο Αχιλλέας. Του Πηλέα είναι γιος και της θεάς της Θέτιδας αντάμα. Στον Χείρωνα τον σοφό τον έδωσαν από μικρό  να αναθρέψει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Οι γνωστικοί γονείς για τη μόρφωση των παιδιών τους αξίζει να φροντίζουν. Και στη χώρα του θα πάρει το παιδί μας;
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Άντρας της θα ‘ναι. Αυτός θ’ αποφασίσει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Ας είναι ευτυχισμένοι. Όρισες τη μέρα για του γάμου τη γιορτή;
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Στη γέμιση του φεγγαριού είναι καλό να γίνει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Έκανες στη θεά θυσία πριν το γάμο;
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Έδωσα διαταγή όλα να τα ετοιμάσουν. Μα να, ξέρεις τι σκέφτομαι να κάνεις; Δεν είναι ωραίο να σεργιανάς, γυναίκα εσύ, μες στο στρατό.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Να μην είμαι στη χαρά του παιδιού μου;
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Στις Μυκήνες να γυρίσεις και τ’ άλλα κορίτσια να φροντίσεις.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Ωραίο είναι να παντρεύει τα παιδιά της η μάνα. Αυτό ορίζουν τα έθιμα και θα ‘ναι λάθος εμείς να τα πατάμε. Πήγαινε τώρα εσύ και νοιάσου  για τα έξω του σπιτιού κι άσε μένα τη νύφη να φροντίσω.

(Η Κλυταιμνήστρα φεύγει.)

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Άδικος κόπος. Τίποτα απ’ όσα προσπαθώ καλά δεν πάνε. Τυχερό το σπίτι που ‘χει γυναίκα καλή και φρόνιμα μιλάει.

(Φεύγει ο Αγαμέμνονας.)

ΧΟΡΟΣ: Σύσσωμος των Ελλήνων ο στρατός πάνοπλος θα φτάσει στα κάστρα της Τροίας. Και τότε η Ελένη θα κλάψει πικρά που τον άντρα της πρόδωσε.

(Μπαίνει ο Αχιλλέας.)

ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Είναι κάπου εδώ των Αχαιών ο στρατηγός; Θα του πει κάποιος δούλος ότι τον ζητά του Πηλέα ο γιος ο Αχιλλέας; Ανάγκη έχω να πω το δίκιο μου. Ο στρατός μου, οι Μυρμιδόνες με ρωτούν ως πότε άπραγοι θα μένουμε. Αν είναι να μην πάμε, ας γυρίσουμε πίσω κι ας βρουν την άκρη οι Ατρείδες.

(Μπαίνει η Κλυταιμνήστρα.)

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Παιδί της Νηρηίδας, άκουσα τη φωνή σου και βγήκα να σε γνωρίσω.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Σεβάσμια θεά! Τι βλέπω; Ποια είσαι πανώρια γυναίκα;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Η Κλυταιμνήστρα είμαι, γυναίκα του βασιλιά Αγαμέμνονα. Το σέβας σου παινεύω.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Ω, ντρέπομαι με γυναίκα τέτοια να μιλάω. Δεν ήξερα πως θα σ’ έβλεπα εδώ. (Κάνει να φύγει.)
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Μη φεύγεις. Έλα, σφίξε μου το χέρι, το προξενιό μας να ‘ναι καλορίζικο.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Το χέρι σου; Τι λες; Πώς θ’ αντικρίσω μετά τον Αγαμέμνονα;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Μα εσύ δικός μας θα γίνεις σαν παντρευτείς την κόρη μας, την Ιφιγένεια.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Ποια παντρειά; Με ξαφνιάζεις, γυναίκα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Είναι σε όλους φυσικό, όταν μιλούν για γάμο να ντρέπονται τους καινούριους συγγενείς.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Δεν αρραβωνιάστηκα ποτέ μου το παιδί σου. Κι ούτε κανείς Ατρείδης σε μένα το προξένεψε.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Μα τι συμβαίνει; Τα λόγια σου σε σκέψεις με βάζουν.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Ας ψάξουμε μαζί. Κι οι δυο θαρρώ πως ψέματα δε λέμε.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Κάτι κακό θα γίνει. Γάμο ανύπαρκτο θαρρώ πως προξενεύουν. Δεν έχω μάτια να σε δω. Φάνηκα ψεύτρα χωρίς όμως να φταίω.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Τον άντρα  σου πάω να βρω κι ίσως να μάθω την αλήθεια.

(Μισοβγαίνει στη σκηνή ο γερο-υπηρέτης.)

ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Ποιος είσαι εσύ και πες μας τι γυρεύεις;
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Δούλος είμαι. Μα πείτε μου, είστε μονάχοι σας κι άλλος κανένας δεν ακούει;
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Μόνοι μας. Μα έλα και πες μας αυτά που ‘χεις να πεις.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Έλα και μη φοβάσαι. Σε γνώρισα τώρα.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Να σε χαρώ! Πιο πολύ κι απ’ τον άντρα σου, εσένα αγαπούσα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Ελεύθερα τώρα πες μας αυτό που ‘χεις να πεις.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Ο άντρας σου την κόρη σας με το χέρι του θέλει να θυσιάσει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ:  Τι λες γέρο; Είσαι με τα καλά σου;
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Θα στα πω με τη σειρά και μένα θα δεις, καλά δουλεύει ο νους μου.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Δυστυχία μου! Τι; Ο άντρας μου τρελάθηκε;
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Όχι, τρελός δεν είναι. Ο μάντης Κάλχας του είπε να το κάνει, της θεάς της Άρτεμης η προσταγή για ν’ αρμενίσουν τα καράβια.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Και για να φέρει την Ελένη, την κόρη του θα χάσει; Κι ο γάμος; Τι νόημα έχει κι εδώ με κάλεσε απ’ τ’ Άργος;
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Τέχνασμα ήταν για να φέρεις την Ιφιγένεια εδώ.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Χάνομαι!  Χάνω τον κόσμο μου! Κι εσύ γέρο πού τα ‘μαθες ετούτα;
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ: Σε σένα ερχόμουν να φέρω μια δεύτερη γραφή. Να μην τη φέρεις. Ο κύρης σου είχε βρει τα λογικά του. Μα ο Μενέλαος στο δρόμο μου το πήρε.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Γιε μου, Αχιλλέα, τη δυστυχία μου τη βλέπεις τώρα εσύ;
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Κατηγορώ τον άντρα σου για όλα τούτα που άκουσα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Δεν θα ντραπώ, βασίλισσα εγώ, στα πόδια σου να πέσω. Βοήθησέ με την Ιφιγένεια να σώσουμε. Για νύφη σου την έφερνα με προικιά πολλά και τώρα στη σφαγή την οδηγούν. Για λίγο γυναίκα σου θα ‘ταν. Μονάχα εσένα έχω. Προστάτεψέ με να σωθούμε. Αθώοι είμαστε όλοι.  
ΧΟΡΟΣ: Φοβερό το θαύμα της γυναίκας που γεννά. Αυτό κάνει τις μάνες όλες για τα παιδιά τους να παλεύουν.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Χρειάζεται στη ζωή κάποιες φορές να μην παραστοχάζεσαι. Αν η ζωή των άλλων κρίνεται, το νου σου βάλε, λογικέψου.
Στους άρχοντες σαν κυβερνούν καλά, υπάκουος είμαι. Κι εσένα κυρά μου που κακόπαθες απ’ τους δικούς σου, όσο μπορώ θα σε στηρίξω. Θα νιώθω ο πιο βρωμερός  απ’ τους Έλληνες αν αφήσω την Ιφιγένεια να θυσιάσει ο άντρας σου.
ΧΟΡΟΣ: Άξια μίλησες Αχιλλέα. Τιμάς τους γονείς σου με τις πράξεις σου αυτές.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Ντρέπομαι που σου ζητώ να με βοηθήσεις ενάντια στις αποφάσεις των δικών μου. Μα το παιδί μου θέλω να σώσω από θάνατο άδικο. Είναι ανθρώπινο πολύ τους δύστυχους να συμπαραστέκεται ο τίμιος άντρας.
 ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Να με πιστέψεις. Τη ζωή μου θα βάλω μπροστά, την κόρη σου να σώσω. Μα πρώτα άκου με. Μια ακόμη προσπάθεια θα κάνεις μήπως και τον πείσεις το λάθος του να καταλάβει. Αν τίποτα δεν γίνει, έλα ξανά σε μένα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Είναι δειλός και το στρατό φοβάται. Μα αν μου το ζητάς εσύ, θα τρέξω να το κάνω.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Απ’ το στρατό των Αχαιών κρυφά θα σε φυλάξω. Αν και οι Έλληνες σέβονται εσένα και τη γενιά σου.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Αν υπάρχουν θεοί, δίκαιος καθώς είσαι, οφείλουν να σε τιμήσουν. Μα αν δεν υπάρχουν γιατί να ζούμε;

(Φεύγουν ο Αχιλλέας και η Κλυταιμνήστρα.)

ΧΟΡΟΣ: Πού να βρει δύναμη στους ανθρώπους η ντροπή κι η αρετή; Τώρα διαφεντεύει η ασέβεια μαζί κι η ανομία. Τι τους κάνει τους ανθρώπους τους άλλους να πληγώνουν;

(Μπαίνει η Κλυταιμνήστρα.)

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Έξω βγήκα να βρω τον άντρα μου, μα πουθενά δεν είναι. Η Ιφιγένεια, η δόλια η κόρη μου, βαλάντωσε στο κλάμα σαν έμαθε από μένα τι σκέφτεται να κάνει ο πατέρας της με το ίδιο του το χέρι. Δάκρυα ποτάμια στα μάγουλά της τρέχουν. Τραβά  με δύναμη τα μακριά μαλλιά της. Τίποτα δεν θέλει πια να δει και να πιστέψει.

(Μπαίνει ο Αγαμέμνονας.)

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Κόρη της Λήδας, καλά που μόνη σου σε βρήκα. Φώναξε την κόρη μας, να ‘ρθει για τη θυσία. Έτοιμα είναι τα πρόσφορα και η φλόγα του βωμού.
 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Τα λόγια καλά τα λες. Τις πράξεις σου δεν ξέρω.
Έλα, παιδί μου, βγες μια και καλά γνωρίζεις τα σχέδια του γονιού  σου.

(Βγαίνει η Ιφιγένεια κρατώντας τον Ορέστη.)

(Συνεχίζει η Κλυταιμνήστρα.)
Να την, καμάρωσέ την. Πάντα πειθαρχική σε  όλα στη ζωή της.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Τι έπαθες και κλαις τόσο πικρά, παιδί μου; Τι έχεις  και σαν πρώτα δεν με κοιτάς γλυκά στα μάτια;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Αντρίκεια πες μου σ’ ό,τι θα σε ρωτήσω. Την κόρη μας, την Ιφιγένεια, το μελετάς να θυσιάσεις;
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Σώπα! Τι πάει και βάζει ο νους σου;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Σ’ αυτό να μ’ απαντήσεις σαν άντρας και μην κοιτάς να μου ξεφύγεις.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Χάθηκα πια! Προδόθηκαν τα μυστικά μου.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Όλα τα ξέρω. Τα έμαθα καλά αυτά που μελετάς.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Δεν ξέρω τι να πω! Πώς να κρύψω τη συμφορά μου με ψέματα;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Απ’ την αρχή θα σου τα πω. Αν και με το ζόρι με παντρεύτηκες, σε τίμησα στο γάμο μας και το σπιτικό σου κράτησα  άξια σε όλα. Τρεις κόρες σου ‘κανα και έναν γιο. Και τώρα τη μια αρπάζεις άκαρδα. Κι αν κάποιος σε ρωτήσει τι θα πεις; Για να κερδίσει ο Μενέλαος ξανά την Ελένη; Το παιδί μου θα χαθεί για αντάλλαγμα μια πόρνη; Τα νιάτα να χαθούν για μια γυναίκα που δεν τίμησε το σπιτικό της;
Κι αυτός τι μάντης άγιος είναι όταν ζητά παιδί να θυσιάσει; Είναι αυτό το θέλημα  θεάς;
Και σαν απ’ τον πόλεμο γυρίσεις, πώς τα παιδιά σου τ’ άλλα θα αγκαλιάσεις; Τι θα τους πεις;
Αν τίμιος θέλεις να ‘σαι, να πεις στους στρατιώτες ο Μενέλαος αξίζει να θυσιάσει το παιδί του κι όχι εσύ. Παιδί για μάνα. Εγώ που τίμησα το σπίτι μου να χάσω το παιδί μου κι αυτή να χαίρεται το δικό της σας έρθει απ’ την Τροία;
ΧΟΡΟΣ: Άλλαξε γνώμη, βασιλιά μου. Όποιος τα παιδιά του προστατεύει, τίποτα δεν πρέπει να φοβάται.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Μακάρι, πατέρα μου, να ‘χα τη γλυκιά φωνή του Ορφέα μήπως και σε πείσω τη γνώμη σου ν’ αλλάξεις. Μα είμαι κορίτσι και το μόνο όπλο μου είναι τα δάκρυα που χύνω. Μα στέρεψαν κι αυτά. Μη με στείλεις πατέρα μου στον άλλο κόσμο. Γλυκιά η ζωή και δεν τ’ αξίζω να χαθώ έτσι για την Ελένη.
Πρώτη εγώ στα γόνατά σου κάθισα και χαρές πολλές σε γέμισα. Εσύ για μένα καμάρωνες και μου  ‘λεγες ποιος ξέρει κόρη σε τίνος σπίτι θα σε παντρέψω. Κοίτα με, όπως παλιά στην αγκαλιά σου κρύψε με.
Αδερφούλη μου, είσαι μικρός να με συντρέξεις. Να, πατέρα, λυπήσου το, βουβός ικετεύει κι αυτός για τη ζωή μου.
ΧΟΡΟΣ: Ελένη, πίκρες πολλές στους Ατρείδες έφερες.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: Τρελός δεν είμαι και τα παιδιά μου τ’ αγαπώ. Τρομερό την πράξη αυτή για να τολμήσω. Μα τρομερό να μην τολμήσω. Τόσος στρατός από μένα περιμένει να δώσω λύση. Όλους θα μας σκοτώσουν αν σταματήσω. Δεν είμαι δούλος του Μενέλαου, παιδί μου, δούλος της Ελλάδας είμαι. Για το καλό της πεθαίνω δυο φορές. Τους βάρβαρους ας μην αφήσουμε τις γυναίκες μας ν’ αρπάζουν.

(Φεύγει ο Αγαμέμνονας.)

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Αχ, τι να κάνω, η δόλια; Ο άντρας μου του Χάρου έταξε το παιδί μου!
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Το φως μου χάνω. Του ήλιου η λάμψη σκοτείνιασε. Όλα άρχισαν τότε που ο Πάρης έδωσε το μήλο στη θεά την Αφροδίτη, νίκη για τη θεϊκή της ομορφιά και τώρα χάνω εγώ τη δική μου για κείνη; Καταραμένα είναι και η ομορφιά και τα νιάτα. Τι μου ‘γραφε η μοίρα! Απ’ το σπαθί του πατέρα μου να σβήσω!
ΧΟΡΟΣ: Είναι το πιο πικρό γονιός να χάνει το παιδί του. Μα πιο πικρό μόνος του να  διαλέγει.

(Μπαίνει ο Αχιλλέας.)

ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Ω, Κλυταιμνήστρα, βασίλισσα του Άργους, γυναίκα δύστυχη.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Μίλα, σε τίποτα πια δεν έχω ν’ ακουμπήσω;
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Σηκώθηκε φωνή μεγάλη στο στρατό.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Τι φωνή; Μίλα!
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Την Ιφιγένεια ζητούν στο βωμό να δουν.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Κανείς δεν βγήκε το σωστό να πει;
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Κινδύνεψα κι ο ίδιος με τις πέτρες να με πάρουν όταν τους ζήτησα την κόρη ν’ αθωώσουν.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Κι ο στρατός σου, οι Μυρμιδόνες;
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Χειρότεροι απ’ όλους!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Χαθήκαμε, παιδί μου! Είναι δυνατός ο όχλος.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Αν ο άντρας σου αρνηθεί την Ιφιγένεια να θυσιάσει, θα ‘ρθει ολάκερος ο στρατός να την αρπάξει.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Μάνα, τα λόγια μου άκουσε και μην θυμώσεις. Τον άντρα σου να πείσεις, αδύνατο το βλέπω. Ο νέος που μου τάξανε για γάμο θα ‘ναι κρίμα να χαθεί απ’ το στρατό για μένα.
Αποφάσισα το θάνατό μου να δεχτώ. Τώρα σε μένα κρέμεται το μεγαλείο της Ελλάδας. Ποια είμαι εγώ να τ’ αρνηθώ; Πεθαίνοντας θα δοξαστώ που την πατρίδα λύτρωσα  από βαρβάρων ατιμία. Δεν πρέπει τόσο πολύ ν’ αγαπώ τη ζωή μου. Μάνα για το κοινό καλό με γέννησες κι όχι για σένα μόνο. Αν λαχταρά η Άρτεμη το σώμα μου για θυσία, εγώ θνητή σε μια θεά εμπόδια να γίνω; Τόσος στρατός ζητά τη δόξα της Ελλάδας κι εγώ μία να θέλω τη ζωή μου; Ο κόσμος για να πάει μπροστά πρέπει οι Έλληνες να κυβερνούν τους βαρβάρους κι όχι οι βάρβαροι τους Έλληνες.
ΧΟΡΟΣ: Έχεις ψυχή γενναία, κόρη μου. Κάτι σάπιο υπάρχει στη θεά και στους ανθρώπους της.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Θεός θα μ’ ευλογούσε, αν είχα την τύχη γυναίκα να σε πάρω. Τα ‘πες καλά και ταιριαστά για την πατρίδα. Όσο σε γνωρίζω, πιότερο σε θέλω. Μαζί μου θα σε πάρω στου Πηλέα τα παλάτια.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Ξένε μου, τίποτα δεν θ’ αλλάξω απ’ όσα είπα. Δεν το θέλω ούτε να σκοτώσεις ούτε να σκοτωθείς. Άσε με, κι αν μπορώ, να σώσω της Ελλάδας την τιμή.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Ευγενικιά ψυχή, τι χάνω! Μα σαν το μετανιώσεις, έλα σε μένα να σε σώσω.

(Φεύγει ο Αχιλλέας.)

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Μάνα, σαν χαθώ, μην κόψεις τα μαλλιά σου. Σωτήρας της Ελλάδας είμαι. Τύχη στους ανθρώπους  ν’ αγωνίζονται γι’ αυτή τη χώρα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Για το παιδί μου που θα χάσω  δεν θα κλάψω;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Δεν με χάνεις. Λυτρώνομαι και σε δοξάζω. Γεια σου, μάνα. Μεγάλωσέ μου τον Ορέστη.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Σφίξ’ τον στην αγκαλιά σου. Στερνή φορά τον βλέπεις.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: (Αγκαλιάζει τον Ορέστη.) Γλυκό μου αγόρι. Αν και μικρός, μπορείς να καταλάβεις. Άξιος αδελφός μου είσαι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Πες μου, στις Μυκήνες για σένα τι να κάνω;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Να μην σιχαθείς τον πατέρα μου. Τη μοίρα του άλλοι την ορίζουν.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Βαρύ φορτίο για μένα. Δεν ξέρω αν θ’ αντέξω. Μαζί σου στη θυσία  θα ‘ρθω να σου  κρατώ τα πέπλα.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Άκου με, μάνα. Να μείνεις εδώ. Καλύτερα και για τους δυο μας θα ‘ναι. Το φως της Ελλάδας μ’ ανάθρεψε, πίσω το δίνω.
Εμπρός, στεφάνι φορέστε στα μαλλιά μου. Χορέψτε κόρες χορούς του τόπου γύρω απ’ το βωμό για την παντάνασσα την Άρτεμη.

( Φεύγει η Ιφιγένεια.)

ΧΟΡΟΣ: Την κόρη του Δία, την Άρτεμη, τη θεά δέσποινά μας ικετεύουμε να φέρει τέλος καλό.

(Έρχεται ο Αγγελιαφόρος Β’.)

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Β’: Βασίλισσα των Μυκηνών, Κλυταιμνήστρα,  σου έφερα  να μάθεις νέα θαυμαστά.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Βιάσου λοιπόν και πέστα γρήγορα. Μυαλό δεν έχω να σκεφτώ.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Β’: Καλή μου κυρά, όλα θα στα πω απ’ την αρχή.
Όταν στο ιερό της Άρτεμης φτάσαμε οδηγώντας την κόρη σου, όλος ο στρατός συνάχτηκε να δει. Η Ιφιγένεια δίπλα στον πατέρα της στάθηκε και του ‘λεγε: Να με θυσιάσεις πρέπει, με τη θέλησή μου το ζητώ. Ένα θέλω από σας. Νικητές να γυρίσετε απ’ την Τροία και κανένας να μην χαθεί.
Στα λόγια αυτά όλος ο στρατός των Αργείων βούρκωσε. Το θάρρος της κοπέλας τους λύγισε.
Ο ιερέας σήκωσε το χρυσό σπαθί, τη θυσία να κάνει  και τότε το θαύμα έγινε. Λαφίνα σπαρτάραγε στην πέτρα του βωμού κι η κόρη άφαντη απ’ όλους.  Την κόρη σου οι θεοί αθάνατη τη θέλαν. Έτσι γλιτώνουν οι θεοί αυτούς που αγαπούνε.
ΧΟΡΟΣ: Τα έργα των ανθρώπων τα μεγάλα, θυσίες αν γίνουν, θα στεριώσουν. Τίποτα δεν παίρνεις  στη ζωή αν πρώτα το τίμημα  δεν δώσεις. Για πράγματα σπουδαία είναι ο άνθρωπος πλασμένος. Να πάει μπροστά το θέλει η μοίρα του. Φτάνει θυσίες να μπορεί να κάνει.





ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate-Μετάφραση