ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

                 1. ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ                                

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούτζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: «Ίτε παίδες Ελλήνων…»
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οι μάνες στα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πετρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.


                                                                Νικηφόρος Βρεττάκος



                                                 2.  Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ

  Υπάρχει μια ευαγγελική διήγηση βασιλική και υπάρχει και μια ευαγγελική διήγηση ποιμενική για τη γέννηση του Χριστού. Η πρώτη είναι του Ματθαίου. Η δεύτερη του Λουκά.
Η σκηνή της Βηθλεέμ στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου πλέκεται με το επεισόδιο της ταραχής του Ηρώδη. Είναι το γεγονός που συνταράζει το θρόνο του. Στη Βηθλεέμ γεννήθηκε ένας αντίπαλος της δυναστείας του. Καλεί τους Μάγους που ξεκίνησαν από την Ανατολή, οδηγημένοι από το άστρο, και ζητά να τους κάνει συνενόχους του στο σκοτεινό του σχέδιο. Οι Μάγοι πορεύονται να προσκυνήσουν το βασιλόπουλο. Έχουν σοφία κι έχουν και θησαυρό. Το άστρο στέκεται πάνω στο σπίτι που φιλοξενεί το ακτινοβόλο παιδί. Το βλέπουν και προσκυνούν. Ύστερα του προσφέρουν χαρίσματα: χρυσάφι, λιβάνι και μύρα. Σύμφωνα με τις πανάρχαιες παραδόσεις των παλατιών της Ανατολής.
Η σκηνή, στο Ευαγγέλιο του Λουκά, δεν έχει τις λεπτομέρειες της ανακτορικής ταραχής. Δεν έχει τη θριαμβική προσκύνηση των Μάγων. Δεν έχει την προσφορά των βασιλικών δώρων. Η διήγηση εδώ μοιάζει με γλυκό παραμύθι που ζεσταίνει τις χειμωνιάτικες ώρες τις καλύβες των βοσκών. Μιλά περισσότερο στην ψυχή του ταπεινού, που νιώθει τον Ιησού παιδί από το δικό του το γένος.
Στην ορεινή χώρα, τη Ναζαρέτ, η κίνηση του πληθυσμού ήταν ασυνήθιστα ζωηρή. Ιουδαίοι και Σύριοι, Φοίνικες και Άραβες και Έλληνες, πήγαιναν οικογενειακά να καταγραφούν. Γινόταν απογραφή του πληθυσμού. Στην ήρεμη εκείνη αγροτική περιοχή, η ζωή ήταν ειρηνική και απλή, τα σπίτια φτωχά. Στ’ ανηφορικά καλντερίμια της Βηθλεέμ προχωρούσε ο Ιωσήφ με τη Μαριάμ. Σε μια στιγμή η γυναίκα σταμάτησε. Δεν μπορούσε να προχωρήσει. Το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει. Αναζήτησαν μια θέση στο σταθμό ή σε κάποια καλύβα. Παντού βρήκαν δυσκολίες. Οι ξένοι είχαν πιάσει κάθε κατοικήσιμο χώρο. Καταφύγανε λοιπόν σ’ ένα στάβλο.. Εκεί, μέσα σ’ ένα παχνί, βρήκε το πρώτο φιλόξενο στρώμα ο Γιος του Ανθρώπου.  Οι άνθρωποι που έτρεξαν να προσκυνήσουν πρώτοι το νεογέννητο δεν είχαν δώρα στα χέρια τους. Ήταν βοσκοί.  Λημέριαζαν εκεί κοντά, στο λόγκο, φυλάγοντας το κοπάδι τους, όταν τους παρουσιάστηκε ο Άγγελος. «Μη φοβάστε», είπε ο Άγγελος στους βοσκούς. «Σας φέρνω μήνυμα καλό, χαράς μεγάλης. Όλος ο λαός θα χαρεί. Σήμερα γεννήθηκε ο Σωτήρας. Θα τον βρείτε, νιογέννητο, φασκιωμένο μωρό, πλαγιασμένο μέσα στη φάτνη.» Κι ο Άγγελος έσμιξε μ’ ένα σμάρι φτερωτών πλασμάτων τ’ ουρανού και χάθηκε μαζί τους στα ύψη, δοξολογώντας: «Ειρήνη πάνω στη γη. Και καλή καρδιά στους ανθρώπους». Τρέχουν οι βοσκοί, χέρι με χέρι, στο στάβλο. Βρίσκουν τη Μαριάμ και τον Ιωσήφ. Βλέπουν και το παιδί μέσα στο παχνί. Ιστορούν όσα είδαν τα μάτια τους, όσα άκουσαν τα’ αυτιά τους και προσκυνάνε. Και η Μαρία φύλαξε τα λόγια τους, θησαυρό στην καρδιά της.
Στην ιστορία της βυζαντινής τέχνης η καθεμιά από τις δύο αυτές ευαγγελικές διηγήσεις ακολούθησε το δρόμο της.
Στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου, εκεί, μακριά από τη Βασιλεύουσα, στα μοναστήρια της Συρίας και της Καππαδοκίας, διαμορφώθηκε ένας βουκολικός τύπος με ευαγγελική βάση τη σκηνή του Λουκά. Η Παρθένος είναι πλαγιασμένη. Έχει γείρει το κεφάλι πάνω στο λεπτό της χέρι. Το βρέφος πλαγιάζει δίπλα της, φασκιωμένο, μέσα στη φάτνη. Κοιμάται τον ύπνο του αθώου. Ο Ιωσήφ ακουμπά στο ραβδί και ακούει τους ποιμένες να ιστορούν το θάμα με τον Άγγελο. Στα κύρια πρόσωπα του Ευαγγελίου οι καλλιτέχνες των ανατολικών επαρχιών πρόσθεσαν μερικές γραφικές λεπτομέρειες. Έτσι δίπλα στη φάτνη μπήκαν τα δύο ζώα. Το βόδι και το γαϊδουράκι.
Το αρχοντικό στοιχείο, που κυριαρχεί στην ευαγγελική διήγηση του Ματθαίου, ανταποκρίθηκε πληρέστερα στις αντιλήψεις της αυλικής κοινωνίας της Κωνσταντινούπολης: η προσκύνηση γίνεται σε αυτοκρατορικό παλάτι. Η Θεοτόκος, με τον Ιησού στα γόνατα, κάθεται σε μεγαλόπρεπο θρόνο. Δεξιά κι αριστερά τέσσερις λευκοντυμένοι άγγελοι τη φρουρούνε. Οι Μάγοι με τα φρυγικά σκουφιά τους προχωρούν στο θρόνο, με βαθιές υποκλίσεις σεβασμού και προσκυνήματος. Τους ακολουθούν χριστιανές παρθένες, ντυμένες σαν αυτοκρατορικές πριγκίπισσες. Από την άλλη πλευρά του θρόνου προχωρούν άγιοι κρατώντας κορώνες. Η σκηνή είναι τελετουργική και ξετυλίγεται με όλους τους κανόνες της ανακτορικής εθιμοτυπίας.
Στον ΙΑ’ αιώνα η σκηνή των Μάγων παρουσιάζεται ενωμένη σε μια ενιαία σύνθεση με τη σκηνή της φάτνης. Το κέντρο της εικόνας κατέχει τώρα το σπήλαιο, με την πλαγιασμένη μορφή της Παρθένου, με το βρέφος στη φάτνη με τα ζώα. Οι Μάγοι, καβάλα στ’ άλογα, έρχονται με καλπασμό από την Ανατολή, οδηγημένοι από το άστρο. Οι άγγελοι παρουσιάζονται στους βοσκούς και ο Ιωσήφ ακούει την ιστορία τους.
Με την καινούρια αυτή συνθετική μορφή, η βυζαντινή εικόνα της γέννησης του Χριστού έζησε και μετά την άλωση. Τη συναντούμε στο Άγιο Όρος, στο Μυστρά, στις φορητές κρητικές εικόνες που διαδίδονται στα πέρατα της Ορθοδοξίας.

                                                                                                                 Άγγελος Προκοπίου



Δοκίμιο: κείμενο μικρής έκτασης που αναφέρεται σε ένα ειδικό επιστημονικό θέμα.

Εργασία: Να εντοπίσετε τις διαφορές ανάμεσα στη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά και στη διήγηση του Ευαγγελιστή Ματθαίου.





Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Να ‘μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξε ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.

Να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σαν διαμαντάκι,
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,
να μοσκοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία!

                                                          Κωστής Παλαμάς


Κωστής Παλαμάς (1859-1943): Ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές. Ξεχωρίζουν τα έργα του «Η φλογέρα του βασιλιά», « Ο δωδεκάλογος του γύφτου» κ.ά.



                                                                          3. Ο ΚΥΡ ΜΙΧΑΛΗΣ Ο ΚΑΣΙΑΛΟΣ


 Η ζωγραφιά αυτή είναι του Κύπριου λαϊκού ζωγράφου Μιχάλη Κάσιαλου.
Ο κυρ Μιχάλης από πολύ μικρό παιδί, καθώς ζούσε ανάμεσα στα αρχαία-η Κύπρος είναι σπαρμένη από αγγεία, νομίσματα και αγάλματα πολλών πολλών χρόνων-προσπαθούσε με τα παιδικά του χεράκια να φτιάξει κι εκείνος τέτοια «αρχαία», γιατί φανταζόταν πως ήταν πολύ εύκολο, αφού τόσα και τόσα φτιάχναν οι πρόγονοί  του.
Όμως αυτό δε βάσταξε πολύ. Οι γονείς του ήταν χωρικοί από το χωριό Άσσια, είχανε μόνο ένα μικρό χωραφάκι και πολλά παιδιά. Μόλις λοιπόν ο Μιχάλης τέλειωσε το Δημοτικό, τον βάλανε κάλφα[1]  σ’ έναν τσαγκάρη και μόλις σχόλαγε από κει πήγαινε να ταΐσει τα ζωντανά, να μαζέψει τα ξύλα για το φούρνο, χίλιες δυο δουλειές του χωριού.
Όμως, έστω και τις Κυριακές, έπιανε πηλό κι έφτιαχνε αγαλματάκια και λυχνάρια. Ό,τι μέταλλο έβρισκε, το σκάλιζε για να το κάνει σαν τα παλιά νομίσματα που είχε βρει οργώνοντας το χωράφι του.
Πέρασαν πολλά πολλά χρόνια, το αγοράκι μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε κι εκείνος δικά του παιδιά, πάντα σκυμμένος στη δουλειά, μα πάντα και με τον καημό να φτιάξει κάτι δικό του με πηλό και με χρώματα.
Πέρασαν κι άλλα χρόνια, παντρεύτηκαν τα παιδιά του και του ‘καναν εγγόνια, άρχισε κι ο ίδιος να ‘χει περισσότερο καιρό. Όμως, όταν άρχισε το 1955 ο αγώνας των Κυπρίων εναντίων των Άγγλων, που είχαν αγοράσει το νησί τους από τους Τούρκους κατακτητές, ο κυρ Μιχάλης θέλησε να βοηθήσει κι αυτός στον απελευθερωτικό αγώνα. Ήτανε όμως κιόλας γέρος, πάνω από 65 χρονών.
Είπε λοιπόν: Εγώ θα ζωγραφίσω τους αγωνιστές. Ζωγράφισε λοιπόν τους ήρωες σαν τον Αϊζευκόν, τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, και όταν όλοι θαυμάσανε αυτή τη ζωγραφική, παράτησε πια όλη την άλλη του δουλειά κι άρχισε να ζωγραφίζει από το πρωί ίσαμε το βράδυ.
Ήτανε πια 70 χρονών. Φόραγε πάντα τις βράκες και το καλπάκι του, την κάτασπρη πουκαμίσα, ρώταγε την κυρα-Ρήνη, την αγαπημένη γυναίκα του, αν της άρεσε κάθε ζωγραφιά που τέλειωνε, και σαν εκείνη του ‘λεγε «ναι, είναι σπουδαία», αυτός χαιρότανε σαν να του ‘λεγε μπράβο ο κόσμος ολόκληρος και ξαναρίχνονταν στη δουλειά. Και μια που η Κύπρος είχε πια ελευθερωθεί και είχε ζωγραφίσει όλους τους ήρωές της, βάλθηκε να ζωγραφίσει όλες τις ομορφιές του τόπου του, ήθη και έθιμα, ότι μπορούσε να εξαφανίσει ο σύγχρονος πολιτισμός.
Τώρα πια μπροστά στο φτωχικό του σπιτάκι μια ταμπέλα έγραφε: ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΣΙΑΛΟΣ, λαϊκός ζωγράφος, και μπαινοβγαίναν άνθρωποι από το πρωί ίσαμε το βράδυ να θαυμάσουν και ν’ αγοράσουν τα έργα του.
Ο Κάσιαλος που γίνηκε ζωγράφος στα εβδομήντα του χρόνια, στα ογδόντα οχτώ του ήταν διάσημος πια και καθώς αγαπούσε με πάθος το χωριό του, αποφάσισε να χτίσει μόνος του μια εκκλησία και να τη ζωγραφίσει ολόκληρη μοναχός του.
Κι αυτό το μεγάλο του όνειρο το έκανε πραγματικότητα. Το 1973 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος εγκαινίασε την εκκλησία του κυρ Μιχάλη κι οι καμπάνες διαλαλούσαν χαρούμενες το μεγάλο γεγονός.
Όμως το θαυμαστό παραμύθι του μεγάλου Κύπριου λαϊκού ζωγράφου δεν τελείωσε όμορφα, όπως στα παραμύθια.  Τον Αύγουστο του 1974 οι Τούρκοι μπήκανε στη Κύπρο, μπήκανε και στην Άσσια, κι όπως γίνεται πάντα στον πόλεμο, που τίποτα δεν σέβεται, ούτε τέχνη, ούτε γεράματα, ούτε ανθρώπινες ζωές, ρήμαξαν και σκότωσαν αθώους. Ανάμεσά τους ήταν κι ο γερο-Κάσιαλος, αυτός που τόσο τραγούδησε την ελευθερία της Κύπρου και τις ομορφιές της. Όμως , αν εκείνος πέθανε, μένουν αθάνατες οι εικόνες του, σαν κι εκείνα τα αρχαία που ‘βλεπε γύρω του μικρός και που μιλούν ακόμα για κείνους που ζήσανε πέντε χιλιάδες χρόνια πριν από μας.

                                                                                                                Τατιάνα Μιλιέξ


Εργασία: Γράφω σε λίγες γραμμές την ιστορία της Κύπρου.


Δες Εκπαιδευτική Τηλεόραση: Θεόφιλος-Κάσιαλος, Δυο λαϊκοί ζωγράφοι




[1] κάλφας: μαθητευόμενος ράφτης ή τσαγκάρης



4.  ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ: Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

ΑΠΟ ΤΟ Β' ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ


Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».




ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ:Ο εθνικός μας ποιητής γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798 και πέθανε στην Κέρκυρα το 1857. Φοίτησε σε σχολεία της Ιταλίας και αφιέρωσε τη ζωή του στην ποίηση. Εμπνεύστηκε από την επανάσταση του 1821 και την ύμνησε. Έγραψε τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» του οποίου οι τρεις πρώτες στροφές καθιερώθηκαν το 1864 ως ο Εθνικός μας Ύμνος σε μελοποίηση του Νικόλαου Μάντζαρου. Το κορυφαίο του ποίημα θεωρείται το έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».


Eργασία: Εντοπίστε τις αντιθέσεις στο ποίημα.
1.      Υπάρχει σχετικό cd.


                                                                                                     5.  Ο ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ


Ήμουνα κι εγώ στο Ναυαρίνο, εδώ που αρχίσαμε και δεν τελειώνουμε, μωρέ παιδιά! Ήμουνα στο Ναυαρίνο και πολέμησα κι εγώ με την τρεχαντήρα μου, Θεός σχωρέσ’ τηνε. Βούλιαξε και χάθηκε, μα δεν ξαπλώθηκε στην άμμο να λιαστεί σαν γαϊδουροκοκάλα. Ήμουν στο Ναυαρίνο! έλεγε ο καπετάν Καλούμας.

Η ναυμαχία του Ναυαρίνου, 1827
Φορτώσαμε κρεμμύδι από τα Βάτικα. Τρεις μέρες χωρίς άνεμο, μια θάλασσα πανάγαθη που να τη βλαστημάς. Ο ναύτης προτιμάει την κακοσύνη της από μια τέτοια νεκρομάρα. Κι ως πότε θα βαστούσε; Κάτι θα ‘κρυβε και κάπου θα ξεσπούσε τέτοια της φύσης αποκάρωση. Ξέσπασε στο Ναυαρίνο!
Τρεις μέρες άσειστοι και καρφωμένοι στα νερά. Τη νύχτα ένα αεράκι ξέψυχο μας μετατόπιζε λιγάκι για να σβήσει στα πανιά μας την αυγή. Κι είχαμε το φόβο από τους Τούρκους που τριγύριζαν. Την Τρίτη αυγή βρεθήκαμε όξω από το Ναυαρίνο.
Αντίκρυ μας ένας πελώριος τριπόντες με σημαία τούρκικη μας έβλεπε και τον βλέπαμε κι εμείς. Άσειστοι και οι δυο σαν απολιθωμένοι. Κατά το μεσημέρι ήρθαν απάνω μας τρεις βάρκες αρματωμένες κι έτοιμες. Σήκωσα την ιονική σημαία, έδιωξα τους ναύτες στο γιαλό με το βαρκάκι κι έμεινα μοναχός. Δεν άφηνα εγώ την τρεχαντήρα μου!  Με τραβήξανε στο λιμάνι και μ’ έδεσαν ανάμεσα σε δυο άλλα τούρκικα αραγμένα. Δεν με πείραξαν, τη σημαία μονάχα μου πήραν. Και μ’ αφήσανε να περιμένω την τύχη μου. Γέροντας, υπομονετικός – περίμενα…
Κι ήβρα την ώρα τη μεγάλη! Πόσες μέρες πέρασαν; Οι στόλοι είχαν μπει στο κορφολίμανο. Το πρώτο κανόνι  έπεφτε, και τότε εγώ, μες στ’ αντάρεμα των όλων, έλυσα τα παλαμάρια, έριξα την αλυσίδα στο νερό, άπλωσα το πανί, έδεσα το τιμόνι ασάλευτο και άφησα το καΐκι να κυβερνηθεί. Χωμένος στο σωρό των κρεμμυδιών αγνάντευα τον πόλεμο. Απόγειο φύσαγε και η τρεχαντήρα τράβαγε κατά την αγγλική ναυαρχίδα.  Με πήρανε για πυρπολικό! Μια κανονιά μου σήκωσε στον αέρα το μισό κρεμμύδι. Κι εγώ δεν το κουνούσα!
Πέρασε στ’ απάνεμο, κι η τρεχαντήρα έστριψε σαν να ‘νιωσε τα δύσκολα. Τήραξε όμως! Έβαλε πλώρη απάνου στα πολεμικά τα γαλλικά. Εκεί, κανόνι πάλι! Μια μπάλα ήρθε κι έσπασε μες στα κρεμμύδια και τα ‘καμε ν’ αναπηδήσουν και να μ’ αποσκεπάσουν. Έκαμαν καλά! Δεύτερο κανόνι άρπαξε το μισό κατάρτι, το πρυμιό. Άλλο χτύπησε την τρεχαντήρα στο μάγουλο! Τότε η τρεχαντήρα τα χρειάστηκε… Μες στην απελπισιά της, κάνει ανάστροφα σαν να κρατούσε το τιμόνι χέρι δυνατό, και βάζει πλώρη ίσα κατά τον τουρκικό στόλο. Οι Γάλλοι πάψαν τις φωνές.
Στο βάθος τώρα ένα βουνό καράβι καίονταν. Ήταν εκείνο που μας έπιασε. Η τρεχαντήρα τράβηξε ίσα καταπάνω του! Πήδηξα στο νερό και βγήκα κολυμπώντας. Από κει πια δεν αγνάντευα τον πόλεμο. Έκλαιγα τα κρεμμύδια και την τρεχαντήρα. Γιατί πήγε η παλαβή και κόλλησε  ίσα στ’ αναμμένο και πήρε φωτιά κι αυτή. Κι άναψε το κρεμμύδι και φλόμωσε τον ουρανό. Οι Τούρκοι όμως χαθήκανε. Και το κρεμμύδι που ψηνότανε γίνηκε το νεκρολίβανό του.

                                                                                                                         Γιάννης Βλαχογιάννης
 Εργασία: Να χαρακτηρίσετε τον καπετάνιο της τρεχαντήρας.



6.  ΟΙ ΓΑΤΕΣ Τ’ ΑΪ-ΝΙΚΟΛΑ

Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας
-σαράντα χρόνια αναβροχιά-
ρημάχτηκε όλο το νησί,
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτα τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα το είχαν τότε
Αγιοβασιλίτες καλόγεροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή.
Τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν, ως την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι, με τέσσερις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια, μα στο τέλος
χαθήκανε, δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.

                                             Γιώργος Σεφέρης


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: Σμύρνη 1900 – Αθήνα 1971. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως διπλωματικός υπάλληλος. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους νεοέλληνες  ποιητές. Το 1963 βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.

Εργασία: Με βάση την ιστορία της Κύπρου εντοπίζω τα αλληγορικά νοήματα του ποιήματος.




                                                     7.     ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
 
 Υπήρχε κάτι που δεν μπορέσανε να το υποτάξουνε οι ξένοι, ένα ταπεινό κτήριο που καλά καλά δεν ξεχωρίζει από τα χαμόσπιτα των χωριών, το δημοτικό σχολείο. Εκεί δούλευε  ο δάσκαλος. Μάθαινε στα παιδιά τη γλώσσα τους, δίδασκε την ιστορία, λίγα ποιήματα και εμβατήρια: «Η Κύπρος μας που διάβαινε τόσους αιώνες σκλάβα»… Και τον εθνικό ύμνο να κλείνει σχεδόν κάθε μάθημα…
   Από εδώ αρχίζει μια πολύ μεγάλη ιστορία. Θα μας την πουν κάποτε τ’ αγόρια και τα κορίτσια που, ανεμίζοντας τις σημαίες, ξεχύθηκαν στις πρώτες διαδηλώσεις. Ξοπίσω φάνηκαν και τα μαθητούδια του δημοτικού… Και, μην έχοντας μπόμπες, άρχισαν να ρίχνουν πέτρες, τους «ρότσους» όπως τις λένε στην Κύπρο. Βροχή η πέτρες, πώς να φυλαχτούνε οι άντρες του Χάρντινγκ; Τα παιδιά τους ξανάφεραν τότε στους χρόνους της προϊστορίας. Κωμικοί, γελοίοι φάνηκαν μέσα στα στενοσόκακα, φορεμένοι ασπίδες και κράνη. Κι έτσι, όταν αρχινούσε ο πετροπόλεμος, άκουγες να κουδουνίζουνε τα σιδερικά, να γίνεται πανηγύρι, να χοροπηδάνε σαν τελώνια[1] τα παιδιά, να γαβγίζουνε τα σκυλιά, κι οι Κυπριώτες να πέφτουνε χάμω και να βαστάνε την κοιλιά τους από τα γέλια. Κι οι στρατιώτες – τι να κάνουν; - να ντρέπονται, να πεθυμούνε ν’ ανοίξει η γης και να τους καταπιεί, έτσι μπαίγνια που τους κατάντησε ο στρατάρχης τους.
   Παράλληλα άρχισε η πρώτη αποφασιστική αναμέτρηση με τη μάχη της σημαίας. Τα παιδιά σκαρφάλωναν, ύψωναν τις σημαίες στα σχολεία, στις εκκλησίες, ψηλά στα καμπαναριά,, στα κυπαρίσσια, στα πλατάνια. Ο Χάρτινγκ πρόσταξε να κατεβάσουν τα προκλητικά σύμβολα της αντίστασης.  Η απάντηση ήταν άμεση. Δεν έμεινε άσπρο και γαλάζιο πανί που να μην γίνει σημαία και να μην ανεμίζει στα κατάκορφα του νησιού. Οι στρατιώτες ζώνανε τα χωριά, μαζώνανε τους κατοίκους και τους υποχρεώνανε να κατεβάσουνε τη σημαία.  Προτού την ξεσκίσουνε φρενιασμένοι από την οργή τους, ξάφνου μπροστά τους είχε υψωθεί άλλη, πιο πέρα άλλη. Ξανά στην κορφή του δέντρου, συχνά τα κλαδιά σπάνε, οι Εγγλέζοι πέφτουνε χάμω, σπάνε τα παΐδια τους, φωνάζουνε πως  αυτή δεν είναι δουλειά για στρατιώτες παρά για τους ανθρώπους του τσίρκου.
Έτσι η ελληνική σημαία νίκησε., πλημμύρισε το νησί.
   Στο μεταξύ οι αγρότες, οι εργάτες, οι διανοούμενοι δέχτηκαν τον πόλεμο. Απ’ άκρη σ’ άκρη βρόντάει το σύνθημα: ΕΟΚΑ, Διγενής. Κι η απόκριση έρχεται από παντού. Θαρρείς το κορμί του Ολύμπου ν’ ανακλαδίστηκε, στ’ ανάπλαγά του ακούστηκε τραγούδι αντάρτικο. Κάτω στα χωριά του κάμπου, στα χαμόσπιτα και στα μέγαρα της πολιτείας, άρχισε να βαράει το ντουφέκι…
Τα παιδόπουλα σκόρπιζαν τις προκηρύξεις, φέρνοντας παντού το μήνυμα. Έγιναν τα νεύρα του πολέμου, σε λίγους μήνες μέστωσαν. Είχαν τη γραμματική στο χαρτοφύλακα και κατάσαρκα την προκήρυξη. Κι όταν λάχαινε να πέσει η μπόμπα, δεν έφευγαν. Από στόμα σε στόμα έμαθαν να φτιάχνουν μπόμπες, κι ας μην άνοιξαν ποτέ τη χημεία…
   Και τώρα τρία παραδείγματα. Το πρώτο: «Εμείς οι μεγάλοι», μου λέει ένας από τους πιο ακριβούς μου ανθρώπους, «ντρεπόμαστε τα παιδιά μας, δεν μπορούμε πια να τα αντικρίσουμε κατάματα. Εμείς δεχτήκαμε τη σκλαβιά, τα παιδιά μας, να χαλάσει ο κόσμος, θα ζήσουνε λεύτεροι.»
Το δεύτερο είναι από την ομιλία του υπουργού των αποικιών στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ανακρίνεται από τις δυνάμεις ασφαλείας ένα λιανό παιδί ίσαμε δέκα χρονών, μαθητής δημοτικού. Ρωτάει ο ανακριτης:
-Ποιος έριξε τη μπόμπα;
-Δεν ξέρω.
-Εσύ γιατί βρέθηκες εκεί;
-Εγώ έδωσα προκηρύξεις!
-Αφού ήσουνα κοντά, δεν είδες ποιος έριξε τη μπόμπα;
-Σου είπα όχι. Τις μπόμπες τις ρίχνουνε στην Πέμπτη τάξη!
Και το τρίτο παράδειγμα: Το γυμνασιόπουλο, Ο Παλληκαρίδης, που, ανεβαίνοντας την αγχόνη, κλοτσάει το βάραθρο του δυνάστη της πατρίδας του.
Το μνημείο της ελεύθερης Κύπρου πρέπει να παριστάνει ένα μελαψό παιδί, μόλις να γίνεται έφηβος, με την πέτρα στο χέρι, όταν το κορμί του δένεται να τη ρίξει κατάστηθα στον τύραννο ενώ πάνω και πίσω από το πάνσοφο κεφάλι του, μέσα από τον όγκο του μαρμάρου, να ξεγράφεται το απαίσιο σχήμα της αγχόνης. Και να στηθεί τούτο το μνημείο μπρος σε κάθε σχολείο της Κύπρου, κάστρο της λευτεριάς.

                                                                                                                         Λουκής Ακρίτας




[1] τελώνιο: διαβολάκι




                                              8.   ΕΥΑΓΟΡΑΣ    ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ

(Ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης έγραψε αυτό το ποίημα το 1957 για κείνον τον Κύπριο μαθητή της Ε’ γυμνασίου που κρεμάστηκε από τους Άγγλους για την εθνική του δράση. Ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι.)

Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θηλιά τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάραγε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.

Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
-Παρόντες όλοι;
        -Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
-Παρόντες, λέει ο δάσκαλος. Και με φωνή που τρέμει:
-Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.

-Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Το ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα ‘στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.

                                                                  Φώτης Βαρέλης

 Η ιστορία της Κύπρου
1870:Με τη συνθήκη του Βερολίνου η Τουρκία παραχωρεί την Κύπρο στους Άγγλους.
1950: Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος διενεργεί δημοψήφισμα και ο κυπριακός λαός αποφασίζει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι Άγγλοι κατακτητές αντιδρούν. Οι Κύπριοι ιδρύουν την επαναστατική οργάνωση ΕΟΚΑ με αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα – Διγενή και πολεμούν τους κατακτητές.  Οι Άγγλοι εκτελούν τους αγωνιστές. Οι σημαντικότεροι ήρωες του αγώνα αυτού είναι ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο Μιχάλης Καραολής, ο Ανδρέας Δημητρίου κ.ά. Το 1959 ο αγώνας της ΕΟΚΑ θα τελειώσει με την ανεξαρτησία της Κύπρου.
Ο αγώνας αυτός τιμάται στην Κύπρο την 1η Απριλίου.


           9.  ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ

(Το Ιούλιο του 1974 οι Τούρκοι εισβάλουν στην Κύπρο και καταλαμβάνουν το 38% του εδάφους της. 250 χιλιάδες Ελληνοκύπριοι γίνονται πρόσφυγες στο ελεύθερο τμήμα του νησιού. Πάνω από χίλιοι Έλληνες αγνοούνται ακόμη.)


Όση χαρά μας χάριζες κι όσο όνειρο κι ελπίδα
τόσο καημό μας πότισες, μικρή γλυκιά πατρίδα.

Θρηνώ τον Πενταδάκτυλο τον τουρκοπατημένο,
θρηνώ τ’ αμούστακο παιδί τ’ αδικοσκοτωμένο.

Καρδιά, που πριν δε λύγιζες, πώς τόσο πια λυγίζεις,
καρδιά που δε μ’ απέλπιζες, πώς τόσο μ’ απελπίζεις;

Τόσο καημό μου φόρτωσαν που πώς να τον σηκώσω,
τέτοιο μαχαίρι στην καρδιά πώς να το ξεκαρφώσω;

Όμως ελπίδα κελαηδά, μικρό πουλάκι ελπίδα,
πως είναι αδούλωτη βαθιά μες στην καρδιά η πατρίδα.

                                                                   Κώστας Μόντης





                                                           10.    ΕΝΑ ΑΝΑΙΜΑΚΤΟ ΠΑΣΧΑ

  
 Γεννήθηκα και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό. Φτωχό ήταν το χωριό μου, φτωχοί κι εμείς, αλλά τότε ποιος τα λογάριαζε αυτά.  Παίζαμε απ’ το πρωί ως το βράδυ στην εξοχή, πηγαίναμε στο δάσος, ανεβαίναμε στα δέντρα κι αυτό ήταν όλο.
   Στο μικρό μας στάβλο, δίπλα στην αυλή, εκτός απ’ το γάιδαρό μας, είχαμε δυο κατσίκες και μια προβατίνα. Εκείνη τη χρονιά-θα ‘μουν δε θα ‘μουν εφτά χρονών-μας ήρθε μια μεγάλη ατυχία, που για μένα φάνταζε σωστή συμφορά. Η μια μας κατσικούλα, η πιο μικρή, η πιο όμορφη, ύστερα από μια κλοτσιά που της έδωσε ο γάιδαρος, γέννησε πρόωρα δυο μικροσκοπικά κατσικάκια. Το ένα απ’ αυτά δεν άντεξε και την άλλη μέρα το βρήκαμε δίπλα της νεκρό. Και σαν να μην έφτανε αυτό, σε μερικές μέρες χάσαμε και την ίδια. Ήταν από τη λύπη της, ήταν από αρρώστια, ποιος ξέρει…
Μια φορά εγώ ήμουν απαρηγόρητος. Δεν μπορούσα να ξεχάσω την κατσικούλα, μα ακόμα πιο πολύ λυπόμουν το μικρό ορφανό, που τη γύρευε γυρνώντας το κεφάλι του παντού και βελάζοντας παραπονεμένα.
   Το χάιδευα, του μιλούσα και κάθε λίγο του πήγαινα το γάλα του με το μπιμπερό αλλά τίποτα. Με το ζόρι του άνοιγα το στόμα και του έχυνα κάθε φορά λίγες σταγόνες.
   Σαν γέννησε και η δεύτερή μας κατσίκα κι έβλεπα  το δικό της να χοροπηδά χαρούμενο κοντά της, τότε λυπόμουν το άλλο το άμοιρο ακόμη περισσότερο. Όμως μαζί με το καινούριο κατσικάκι μου γεννήθηκε και μια ελπίδα. Αν έβαζα και το άλλο κοντά της; Είχε τόσο γάλα που έφτανε  και περίσσευε  και για τα δυο. Αλλά εκείνο καθόταν πάντα εκεί, δειλό κι αναποφάσιστο. Όσο για την ίδια, καταλαβαίνοντας φαίνεται τι της ζητούσε, δεν άργησε να του δώσει την απάντησή της. Με μια σπρωξιά το ‘διωξε μακριά της. με απονιά.
   Πλησίαζε το Πάσχα κι ο πατέρας μου έλεγε πως θα δίναμε την προβατίνα μας στο χασάπη και θα παίρναμε σ’ αντάλλαγμα κάμποσο τρυφερό κρέας. Είχε καιρό που ‘χε γεννήσει ένα θηλυκό κι έλεγε πως θα κρατούσε στη θέση της το καινούριο αρνάκι. Η μάνα είχε γεράσει πια, το γάλα της είχε λιγοστέψει και δεν είχαμε συμφέρον να την ταΐζουμε. Εμένα όλ’ αυτά μου φαίνονταν σκληρά, αλλά ήταν οι γονείς μου φυσικά που αποφάσιζαν. Τη μόνη χάρη που μου έκανε ο πατέρας μου ήταν να μη σφάζουμε τα ζώα μας στην αυλή, αλλά να τα δίνουμε στο χασάπη.
   Ένα πρωινό δεν βρήκα στο συνηθισμένο του μέρος το κατσικάκι. Έψαξα το στάβλο βήμα με βήμα. Το γύρεψα ακόμη κι απ’ έξω σ’ όλη την αυλή, ρώτησα και τους γείτονες μην το είχαν δει αλλά τίποτα. Είχε γίνει άφαντο. Τότε ο πατέρας μου πήρε το κλεφτοφάναρο και κατεβήκαμε πάλι στο στάβλο..
   Με τι λόγια να σας περιγράψω τι αντικρίσαμε εκεί σε λίγο… Την προβατίνα μας μισοκρυμμένη πίσω από ένα μικρό σωρό άχυρα και το μονάχο κατσικάκι κολλημένο πάνω της να κοιμάται ζεστά και μακάρια. Την ίδια στιγμή το μικρό ξύπνησε απ’ το θόρυβο και σηκώνοντας το κεφαλάκι του έδωσε της θετής του μάνας δυο τρεις απανωτές κουτουλιές και δίχως να χάσει καιρό άρπαξε το μαστό της κι άρχισε να βυζαίνει με βουλιμία.
   Αναρωτιόμουν πώς τάχα να ‘γινε, ποιο από τα δυο ζώα να πρωτοπλησίασε το άλλο… Δεν κατάφερα να το μάθω. Στο κάτω κάτω δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία.
  Ύστερα από αυτή την τόσο παράξενη και συγκινητική υιοθεσία, το Πάσχα που ήρθε, πέρασε αναίμακτο για την αυλή μας. Όσο για τη θετή μάνα, έζησε κοντά μας με ξεχωριστή φροντίδα τον καιρό που της έμελλε να ζήσει κι ας μη μας έδωσε άλλα αρνιά και γάλα πια.

                                                                                                                                   Κυριάκος Λεράκης


11.   ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Άκου τον ξάστερο ουρανό ουρανό πώς οι καμπάνες σειούνε.


Όπου καρδιά, χαρμόσυνες λαχτάρες απαντούνε.

Ανάστασ’ είναι σήμερα! Παιδιά, γυναίκες, γέροι
κόκκινο αυγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι.

Όσ’ άστρα ‘ναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα.
Όλα έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα.

Της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλήν οι στύλοι.
Ειρήνη! Ειρήνη! Φιληθείτε οχτροί μαζί και φίλοι…

                        Κώστας Βάρναλης

Εργασία: Γράφω τι γιορτάζουμε τις ημέρες του Πάσχα.


Βάρναλης Κώστας. Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής (Πύργος, Βουλγαρία 1884 ή 1882 - Αθήναι 1974). Νέος ήλθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1909 άρχισε να υπηρετεί στο δημόσιο ως δάσκαλος, το 1918 έγινε καθηγητής καί τα δύο επόμενα χρόνια μετεκπαιδεύθηκε στη Γαλλία (Σορβόννη). Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνέχισε την υπηρεσία του στο δημόσιο ως το 1925, οπότε τον απέλυσε ή δικτατορία του Πάγκαλου για τις αριστερές ιδέες του. Από τότε πέρασε στη δημοσιογραφία, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη μετάφραση έργων της κλασικής —ελληνικής και ξένης — λογοτεχνίας (Αριστοφάνης, Ευριπίδης, Μολιέρος κ.α.)· Το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν.
          

12.  ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΗΜΑΙΑ

Μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα.
Η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.

Κι εφώναζα: ω θεϊκιά κι όλη αίματα πατρίδα!

Όμορφη, πλούσια κι άπαρτη και σεβαστή κι αγία!

 Εργασία: Με ποιες πράξεις καθημερινά μπορούμε να δοξάσουμε την πατρίδα μας;



           


                                                          13.   ΔΟΞΑΖΩ ΤΟ ΘΕΟ

Δοξάζω το Θεό, γιατί μ’ έκαμε άνθρωπο,
γιατί μ’έβαλε πιο πάνω από τα’ άλλα πλάσματά Του
γιατί Τον βρήκα σύντροφο στο ψάρεμα,
στ’ αμπέλι, όταν κουβάλαγα το μούστο,
στ’ αγώι, όταν γύρναγα σφυρίζοντας,
και γιατί μ’ έπλασε για να είμ’ ελεύθερος.

Μα πιο πολύ Τονέ δοξάζω, που μου κράταγε
το καλάμι μου, όταν έβοσκα τις γίδες μας,
και το ντουφέκι μου, όταν πολεμούσα για τον τόπο μου.

                                                 Πάνος Σπάλας

Εργασία: Γράψε κι εσύ ένα παρόμοιο ποίημα με τη δική σου προσευχή.





                                       14.     ΜΙΑ ΑΝΑΒΑΘΡΑ ΑΠΟ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

Δεν ήταν μόνο οι Ιταλοί που είχε να πολεμήσει ο Έλληνας στρατιώτης το 1940. Είχε μπροστά του μια σκάλα από δυσκολίες, όπως και οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι του Σολωμού.
Ήτανε τα βουνά:
…Παντού γύρω βουνά, κορφές, η μια πιο ψηλή από την άλλη, κι από κάτω παντού χαράδρες, βαθιές, σκοτεινές, βουβές – σαν έτοιμες να σε καταπιούν…
Ήτανε το κρύο:
…Το κρύο ήταν φοβερό, αφάνταστο. Από το κρύο αυτές τις ώρες σου πονούσε κυριολεκτικά η ψυχή και σου ‘ρχόταν σαν μωρό να μπήξεις τα κλάματα, έτσι, χωρίς να ξέρεις κι εσύ τι ζητάς και τι θα βγάλεις μ’ αυτό…
Ήτανε η λάσπη:
…Δεν είχα δει, ούτε νομίζω πως θα δω ξανά τέτοια λάσπη στη ζωή μου. Πάταγες στην αρχή ανύποπτος απάνω της και βυθιζόσουν, βυθιζόσουν, βούλιαζες ως τους αστραγάλους, ως τη μέση του ποδιού σου, ως το γόνατο… Ο πιο κοντινός σου τότε σε βοηθούσε. Κι η ίδια κατάσταση άρχιζε πάλι και πάλι σε κάθε δέκα βήματα…
Ήτανε οι ατέλειωτες πορείες:
…Περπατούσα σαν αυτόματο. Φαίνεται πως είχα πια ξεπεράσει εκείνο το ακρότατο όριο από ενσυνείδητη κούραση, που ακολουθείται από μια παράξενη, απρόσμενη αναισθησία, όπου, έτσι, κάπως χωρίζεις από το κορμί σου, που το βλέπεις απλώς να περπατάει σαν μηχανή. Το μόνο βαθύτερο ένστικτο που σε κυριεύει είναι να μη μείνεις πίσω, να μη μείνεις πάση θυσία μακριά απ’ τους άλλους, έρημος στην ερημιά…
Ήταν η πείνα:
…Το χωριό είχε γεμίσει ψοφίμια. Όπου κι αν πήγαινες, έβλεπες κι ένα μουλάρι πεσμένο που τα ‘χε τινάξει απ’ την πείνα ή ήταν ετοιμοθάνατο… Τη νύχτα, όσα στέκονταν ακόμα στα πόδια τους, μαζεύονταν σαν να ‘θελαν να προστατευτούν, όλα μαζί, στη μέση στο πλάτωμα και χλιμίντριζαν ζητώντας βοήθεια. Αυτή η κραυγή, μέσα στην απέραντη ασπρίλα, κάτω απ’ τον κόκκινο σαν χάλκινο ουρανό, ήταν φοβερή: νόμιζες πως φώναζε ο ίδιος ο Λιμός…
Ήταν η γάγγραινα:
…Κάπου, σε κάποια στροφή… άκουσα φωνές, αντιλήφθηκα ζωηρή κίνηση. Κουβαλούσαν βιαστικά κρυοπαγημένους φαντάρους από άλλο σημείο, που είχε βομβαρδιστεί. Ξαπλωμένοι πάνω στο χιόνι, με πόδια πρησμένα, κατάμαυρα, για τα οποία δεν μπορούσαν  να διατηρούν καμία ελπίδα, παρουσίαζαν ένα θέαμα απερίγραπτης τραγικότητας. Μόλις μ’ αντίκρισαν, τα μάτια τους έλαμψαν. Δεν ήταν για να μου ζητήσουν μια οποιαδήποτε βοήθεια. Λίγο ψωμί, μια μπουκιά ψωμί έφτανε να τους αναφτερώσει, να τους ξανακάμει ανθρώπους. Είχαν πέντε μέρες χωρίς να βάλουν τίποτα στο στόμα…

Και ήτανε το πικρό βόλι του θανάτου.
 Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα, χωρίς άλλα κεριά,
κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη…
μοιάζει μπαχτσές που του ‘φυγαν άξαφνα τα πουλιά,
μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά…

(Αποσπάσματα από συγγραφείς που έζησαν από κοντά τον πόλεμο της Αλβανίας)



15.    ΔΙΑΒΑΤΗ ΣΤΑΣΟΥ  
                                                                             
Διαβάτη, στάσου προσοχή:
δω χάμω κείτονται νεκροί
που δεν επρόδωσαν ποτέ,
ποτέ δεν είπαν ψέματα,
τύραννο δεν προσκύνησαν.    

Διαβάτη, στάσου προσοχή
και μ’ άξιο νου μελέτα τους,
τι αν χαίρεσαι τ’ ωραίο φως
κι αν όλο θάρρος περπατάς
κι αν σ’ αγαπάνε κι αγαπάς
κι ό,τι καλό ‘χεις στη ζωή
στο χάρισαν τούτ’ οι νεκροί.

Διαβάτη, στάσου προσοχή
και μ’ άξιο νου μελέτα τους.

                        Βασίλης Ρώτας


Εργασία: Ποιο μήνυμα θέλει να μας περάσει ο ποιητής;







ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ: Χιλιομόδι Κορινθίας 1889 – Αθήνα 1977. Σπούδασε λογοτεχνία και κατατάχτηκε στο στρατό όπου έφτασε ως το βαθμό του συνταγματάρχη. Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα με την ποίηση, το θέατρο και μεταφράσεις. Έγραψε επίσης ποιήματα και θέατρο για παιδιά.  Θεωρείται ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της παιδικής μας λογοτεχνίας.








          16.    ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

4 Μαΐου 1941
Δεν ξέρω γιατί γράφω σ’ αυτό το τετράδιο. Είναι ημερολόγιο; Θα συνεχίσω; Δεν ξέρω. Από μόνο του ήρθε. Ποτέ μου ως τώρα δεν έγραφα τα καθημερινά. Μα τώρα… είναι αλλιώς. Τώρα μας πλάκωσε η ταφόπετρα της σκλαβιάς. Είμαστε όλοι φυλακισμένοι. Πώς τα περνάει ένας φυλακισμένος; Ίσως γι’ αυτό…
Ίσως πάλι να ‘ναι που τα ‘χω χαμένα τον τελευταίο καιρό, κι έτσι μου ‘ρχεται να τα γράψω τα παράξενα, μπας και γράφοντας καταλάβω.
Τι νέκρα είναι αυτή! Δε βλέπεις ψυχή. Κάτι απίστευτο! Χάθηκε το ξυπόλυτο τάγμα. Μα τι έγιναν  τα παιδάκια με τα πατίνια; Είναι δυνατόν αυτά τα διαβολάκια να μένουν μαντρωμένα όλη μέρα; Έτσι φαίνεται. Οι μανάδες τρομοκρατήθηκαν και τα φυλάνε σαν κέρβεροι.
Κάθε βράδυ στις εννιά περνάει η περίπολος. Και γκάπα γκουπ η μπότα τους, μαύρο καρφί μπήγεται στην καρδιά μας.
Μόνο ο ευκάλυπτος στέκει ατάραχος. Και τα πουλάκια, βράδυ πρωί το χαβά τους, σαν να μην τρέχει τίποτα.
16 Μαΐου 1941
Η ζωή μας έγινε κόλαση.
Τα ραδιόφωνα ουρλιάζουν διαταγές κι όλες τελειώνουν με τη λέξη ΘΑΝΑΤΟΣ.  Κρύβεις όπλα, θάνατος. Κρύβεις Εγγλέζο, Θάνατος. Κρύβεις ραδιόφωνο, θάνατος. Κυκλοφορείς μετά τις εννιά, θάνατος. Τραγουδάς τον Εθνικό Ύμνο, θάνατος.
24 Μαΐου 1941
Συναγερμός στην Κολοκοτρώνη. Κυρα-Νικόλαινα στο μαγαζί, άρα … γάλα εν όψει! Χαρά εμείς…κατσαρόλα και βουή να προλάβω, μη μου πάρουν τη σειρά. Μόνο που μείναμε … με τις κατσαρόλες.
-Πού γάλα…, πού τέτοιο καλό, μας έκοψε τη φόρα η κυρα-Νικολάκαινα, δεν αφήνουν τίποτα για μας οι αφορεσμένοι. Έτσι τ’ άνοιξε, λέει, για παρηγοριά (ωραία παρηγοριά, γαλατάδικο χωρίς γάλα).
3 Ιουνίου 1941
Γύρισε ο θείος μου απ’ το μέτωπο. Επιτέλους ήρθε! Κι έτσι ησυχάσαμε όλοι μας, που σχεδόν τον κλαίγαμε για χαμένο. Άργησε τόσο πολύ να γυρίσει, γιατί έκανε τον περισσότερο δρόμο, από την Κορυτσά ως εδώ, με τα πόδια. όχι, δεν ήταν άρρωστος ούτε τραυματίας ούτε αιχμάλωτος, όπως το ‘χαμε φοβηθεί, μόνο που είναι… γέρος. Εμένα μου φαίνεται τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος.
6 Ιουνίου 1941
Όσο πάνε και σκουραίνουν τα πράγματα. Η μαμά της Κατερίνας, άλλο που δεν έκλαιγε σήμερα, κάποιος της έταξε λάδι και την κορόιδεψε. Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, όλος ο κόσμος ρωτάει… ρωτάει… μ’ αγωνία.
Πώς θα πλυθούμε χωρίς σαπούνι;
Πώς θα μαγειρέψουμε χωρίς κάρβουνα;
Πότε θα ξαναδούμε το ψωμί του δελτίου;
Πώς θα κινηθούμε χωρίς λεωφορεία;
Πώς…;
Όσο κι αν ψάξεις, δε βρίσκεις απάντηση, εκτός από μία και μόνη, κατά τη γνώμη μου, τη μαγική λέξη χωριό. Εκεί δεν πολυφαίνεται η σκλαβιά. Μα πόσοι έχουνε χωριό, και πόσοι μπορούν ν’ αφήσουν τη δουλειά τους και να πάνε;
8 Αυγούστου 1941
Ο πόλεμος είναι ότι φριχτότερο στον κόσμο. Αν καταφέρουμε να βγούμε ζωντανοί απ’ αυτόν τον φρικαλέο πόλεμο, σ’ ένα και μόνο σκοπό θ’ αφιερώσω τη ζωή μου: πώς να ζούνε οι άνθρωποι με ειρήνη. Μόνο με την ειρήνη αξίζει η ζωή μας.

                                                                                                                Μαρία Μανωλάκου




                                                              17.  ΕΝΑΣ ΑΪΤΟΣ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ

(Το κλέφτικο αυτό τραγούδι είναι αλληγορικό. Η λαϊκή μούσα που το δημιούργησε ήξερε ότι ο αϊτός, αυτό το επιβλητικό πουλί, ζει μόνο στα ψηλά βουνά και δεν κατεβαίνει στους κάμπους. Το ταύτισε λοιπόν με τους κλέφτες και τους αρματωλούς, που η λεβεντιά τους, η περηφάνια τους και η αγάπη τους για την ελευθερία τους έκανε να πάρουν τα βουνά και να μείνουν εκεί, μολονότι που ο χειμώνας στα βουνά είναι φοβερός και η ζωή εξαιρετικά δύσκολη.)



Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης
από την περηφάνια του κι από τη λεβεντιά του
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάσει,
μον’ μένει απάνω στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια.
Κι έριξε χιόνια στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια.
Κι έριξε χιόνια στα βουνά και κρούσταλλα στους κάμπους,  

εμάργωσαν τα νύχια του κι επέσαν τα φτερά του.
Κι αγνάντιο βγήκε κι έκατσε, σ’ ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει:
«Ήλιε, για δε βαρείς κι εδώ σ’ τούτη την αποσκιούρα,
να λιώσουνε τα κρούσταλλα, να λιώσουνε τα χιόνια,
να γίνει μια άνοιξη καλή, να γίνει καλοκαίρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να ‘ρθούνε τ’ άλλα τα πουλιά και τ’ άλλα μου τ’ αδέρφια».

                                        Δημοτικό (κλέφτικο)



     

    18.   ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

(Το απόσπασμα αυτό είναι από την ομώνυμη τραγωδία του Νίκου Καζαντζάκη. Ο συγγραφέας βάζει το Φραντζή, αξιωματούχο της βυζαντινής αυλής και αυτόπτη μάρτυρα της Άλωσης, να διηγείται τις τελευταίες στιγμές του αυτοκράτορα.)


Ολόστερνη φορά τον είδα καβαλάρη
στις πρώτες πρώτες λάμψεις της αυγής να τρέχει,
τους ξεπνεμένους μας συντρόφους να γκαρδιώνει.
Δεξιά του ο δούκας Νοταράς, ζερβά του ο μέγας
Καρυστινός σαν γερο-αρχάγγελος χιμούσε
κι ολομπροστά, με τους σαράντα Κρητικούς του,
έσκαβε στράτα μες στις σάρκες ο Χαρκούτσης.
Έλαμπαν όλοι σαν αρχάγγελοι και τρέχαν
τα αίματα πηχτά απ’ τις θεϊκές φτερούγες!
Γυρίζει ο βασιλιάς στους συντρόφους, κι ακούστη,
μες στης βαριάς σφαγής το σάλαγο, η φωνή του:
«Ομπρός, κουράγιο, αδέρφια! Μη φοβάστε! Αθάνατοι
λογιούμαστε Έλληνες, ντροπή να ντροπιαστούμε!»
Μιλούσε κι έκοβε με το σπαθί του δρόμο
μες στην Τουρκιά, δεξά, ζερβά, και προχωρούσε…
Μα ξάφνου θάμπωσαν τα μάτια μου, στις πρώτες
του ήλιου αχτίδες σαραντάπηχο είδα αράπη
βαρύ στην άγια κεφαλή μπαλτά ν’ ασκώνει.
Σέρνω φωνή, χυμώ να σκοτωθώ μαζί του,
μα πέρα μ’ έσπρωξαν, με πέταξαν, και μόνο
σπαραχτικιά κραυγή γρικώ μες στην αντάρα:
«Αχ, δεν υπάρχει χριστινός εδώ κανένας
να πάρει το κεφάλι μου;»

                                            Νίκος Καζαντζάκης



ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: (Ηράκλειο Κρήτης 1883 – Γερμανία 1957). Μεγάλη φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων. Έγραψε όλα τα είδη του λόγου αλλά έγινε παγκοσμίως γνωστός κυρίως με τα μυθιστορήματα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Ο καπετάν Μιχάλης», Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο φτωχούλης του Θεού» κ.ά.



                    19.   ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ



Ο Ιμπραήμης πήρε ένα μέτρο και έστειλε τον κεχαγιά του με χίλιους στη Μεσσηνία, να βάλουν φωτιά και τσεκούρι. Όσα δεν εκαίονταν να βάλει τσεκούρι: ελαιώνες, συκιές, μουριές. Έστειλε και πέντε χιλιάδες καβαλαραίους, για να στέκουν στην άκρη στους κάμπους, να μην κατεβαίνουν οι Έλληνες και τους πολεμούν.
Διαβάζοντας τη διαταγή, του αποκρίθηκα, όχι από μέρος μου, από μέρος του λαού της Μεσσηνίας: «Αυτό που μας φοβερίζεις, να μας κόψεις και να κάψεις τα καρποφόρα δέντρα μας, δεν είναι της πολεμικής έργο. Γιατί τα άψυχα δέντρα δεν εναντιώνονται σε κανένα… Όχι τα κλαδιά να μας κόψεις, όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνο πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμε. Τι τα δέντρα μας αν τα κόψεις και τα κάψεις, τη γη δε θα τη σηκώσεις, και η ίδια η γης που τα έθρεψε, αυτή η ίδια η γη μένει δική μας και τα ματακάνει. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε, και μην ελπίζεις πως τη γη μας θα την κάμεις δική σου. Βγάλ’ το από το νου σου.»
v   
Μια φορά, όταν πήραμε το Ναύπλιο, ήρθε ο Άμιλτον να με δει. Μου ‘πε:
-Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό και η Αγγλία να μεσιτεύσει.
Εγώ του αποκρίθηκα:
-Αυτό δε γίνεται ποτέ! Ελευθερία ή θάνατος! Εμείς, καπετάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. Άλλους έκοψαν, άλλους σκλάβωσαν με το σπαθί, και άλλοι, καθώς εμείς, ζούσαμε ελεύθεροι από γενιά σε γενιά..
v   
Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Εμείς, αν δεν ήμαστε τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, γιατί ηθέλαμε συλλογιστεί για πολεμοφόδια, καβαλαρία μας, πυροβολικό μας, , ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη τη δική μας, τη τούρκικη δύναμη. Τώρα οπού νικήσαμε, οπού τελειώσαμε καλά τον πόλεμό μας, μακαριζόμαστε, επαινούμαστε. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα. Μοιάζουμε σαν να είναι σ’ ένα λιμάνι πενήντα εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει στη δουλειά του με μια μεγάλη φουρτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει πίσω σώο. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λένε: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλικαριά, ιδού φρόνιμος και όχι σαν εμείς που καθόμαστε έτσι δειλοί, χαμένοι.» Και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι, ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελός, να σηκωθεί με τέτοια φουρτούνα, με τέτοιον άνεμο! Να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο στο λαιμό του!»


Από ομιλία του Θ.Κολοκοτρώνη στο λόφο της Πνύκας το 1838 σε μαθητές Γυμνασίου της Αθήνας:
«Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μη γίνει σκεπάρνι μόνο για το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της κοινότητας και μέσα εις αυτό το καλό ευρίσκεται και το δικό σας.»




                                        20.   ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ



…Βγήκα στο Κιαί[1]. Πήχτρα ο κόσμος, κι άλλοι, χιλιάδες, πάνω σε μαούνες, αραδιασμένες πλάι στο μουράγιο. Προσφυγιά που είχε κατέβει ποδαρόδρομο από το εσωτερικό, για να γλιτώσει… Άντρες, γέροι, γριές και γυναικόπαιδα, που είχανε παρατήσει τα καλά τους και ξεμείνανε στο δρόμο, και τώρα εκεί μεροβραδιάζονταν, εκεί πλαγιάζανε, άλλος μ’ ένα χράμι, που έφερε μαζί του, άλλος μ’ ένα πάπλωμα ή με μια μπατανία. Χείλια τρεμοσαλεύανε από το παραμιλητό. Μάτια γουρλωμένα, που αγναντεύανε τη Δευτέρα Παρουσία, τη συντέλεια του κόσμου…
Κάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Η κάψα; Οι φωνές; Σκυλιά ουρλιάζανε. Η φωτιά ήτανε μακριά. Μας χώριζε πάνω από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί σκέπαζε το μισό ουρανό. Μπροστά μου, τ’ Αλάνι λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Άνθρωποι βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε, χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε, κοιτάζανε ψηλά.
Είχε σηκωθεί σορόκος[2], όχι δυνατός, όσο χρειαζότανε για να το γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της ήτανε ο νόμος κι οι προφήτες. Σεριάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε από τα παράθυρα…
Σιγά σιγά πήρε τ’ αυτί μου ένα βουητό, σαν να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά δω, ζύγωνε ολοένα. Και ξαφνικά, μπουκάρανε απ΄ τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι, σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ’ ένα μπόγο στον ώμο, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, μ’ ένα τέντζερε στα χέρια ή μ’ ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελά, μουγγοί, ούτε γυναίκες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογγάνε ούτε μωρά να κλαψουρίζουνε – μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Μουγγοί, σκυφτοί, μ’ αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπροστά…
Απ’ ούλοι αυτοί, εκεί μπροστά μου, που περιμένανε τη σωτηρία τους απ’ τα βασιλικά, άλλοι σκοτωθήκανε κι άλλοι πνιγήκανε. Την ίδια βραδιά. Κι όσοι περισσέψανε, τους κουβαλήσανε στην ξενιτιά. Εδώ.

                                                                                                                                          Κοσμάς Πολίτης
                                        



[1] Κιαί: προκυμαία της Σμύρνης
[2] σορόκος: νοτιοδυτικός άνεμος

Εργασία: Γράψε λίγες πληροφορίες για τις μελανότερες σελίδες της ιστορίας του Ελληνισμού.




                                                               21.   ΕΛΛΗΝΕΣ


 Εκεί οπού ‘φκιαχνα τις θέσεις εις τους Μύλους, ήρθε ο Νερνίς να με ιδεί. Μου λέγει:
-Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού;
Του λέγω:
-Είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει και θα δείξομεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ έναν τρόπο, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη και θα ιδούμε την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.
-Τρε μπιέν, λέγει κι αναχώρησε ο ναύαρχος.

                                                                                                             Μακρυγιάννης

Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θα πεθάνω.
                                                               Αθανάσιος Διάκος



Είχα δυο αγάλματα περίφημα. Τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες και εις τ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων.
Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν».

                                                                                                                            Μακρυγιάννης
«Κι όσο αγαπώ την πατρίδα μου, δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Ναρθή ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλει και τα δυο μου μάτια. Όταν θα είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβός θανά είμαι.»   

                                                                                                   Ιωάννης Μακρυγιάννης 


Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, -εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο.

Να τη, πετιέται αποξαρχής, κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

                                                                  Γιάννης Ρίτσος


     Έλληνας: γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρας
Ρωμιός: κάτοικος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
Γραικός: από αρχαίο ελληνικό φύλο της Δωδώνης

Αξίες ελληνικές: πίστη στον άνθρωπο, τη δημοκρατία, τον πολιτισμό.


22.  ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή     
Σε γνωρίζω από την όψη
που με βια μετράει τη γη.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα αντρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, ντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
«έλα πάλι», να σου πει.

Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία,
και, διηγώντας τα, να κλαις.

Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.

                             Διονύσιος Σολωμός

Σημείωση: Ο Ύμνος εις την Ελευθερία γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό το 1823, το μήνα Μάιο και αποτελείται από 158 στροφές. Οι δυο πρώτες στροφές αποτελούν τον Εθνικό ύμνο της Ελλάδας από το 1865 σε μελοποίηση του Ν. Μάντζαρου.


                                           23.  ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΝΤΙΟΙ

(Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή -1922 – και την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης, έγινε ανταλλαγή ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών. Ανάμεσα στους Μικρασιάτες Έλληνες που πέρασαν στην Ελλάδα ήταν οι Καππαδόκες και οι Πόντιοι. Μαζί με τις άλλες συμφορές του ξεριζωμού τους βρήκε και μια επιδημία, με αποτέλεσμα να μην τους αφήνουν να αποβιβαστούν πουθενά.)

Προσθήκη λεζάντας
Το καράβι με τα εξαθλιωμένα και τσακισμένα κορμιά των προσφύγων πλησίαζε στο λιμάνι του Πειραιά. Έκανε μανούβρες για να πλευρίσει σε μια προβλήτα, μα οι λιμενοφύλακες και οι αστυνομικοί απαγόρευσαν στον καπετάνιο να αράξει και να κατεβάσει τους τυραννισμένους επιβάτες του.
-Στον Αϊ-Γιώργη! Ολοταχώς!
Ο καπετάνιος έστριψε το τιμόνι κατά το ξερονήσι του Αϊ-Γιώργη. Φτάνοντας εκεί, ύστερα από ώρα, η Υγειονομική Υπηρεσία δεν του επέτρεψε να ξεφορτώσει. Στον όρμο του νησιού ήταν αραγμένο ένα μεγάλο καράβι, απ’ όπου ξεμπούκαραν γυναικόπαιδα και άντρες ντυμένοι με μαύρη στολή, με μπότες και μαύρο πασλίκι[1] δεμένο στο κεφάλι τους.
-Τι είναι αυτοί; ρώτησε ο Γιορδάνης-αφέντης.
-Πόντιοι, απάντησε ο Γιουβαννάκης. Τους γνώρισα στη Σαμψούντα κάποτε. Αυτή είναι η στολή τους, η ζίπκα, όπως τη λένε.
Κείνη τη στιγμή οι Καππαδόκες παρακολούθησαν από μακριά ένα παράξενο θέαμα., που τους έδωσε κουράγιο στη δική τους δυστυχία: Οι Πόντιοι με τις στενές βράκες πηδούσαν απ’ το καράβι και, μόλις πατούσαν το πόδι τους στη γη, έσκυβαν να φιλήσουν το χώμα της. Μετά άντρες, γυναίκες έπιαναν τα χέρια και χόρευαν ζωηρούς κυκλικούς χορούς, με ρυθμικά τινάγματα, γύρω σ’ ένα λυράρη που έπαιζε και στριφογύριζε φρενιασμένα. Οι χορευτές, χτυπώντας τα πόδια στη γη, έβγαζαν δυνατά λυτρωτικά επιφωνήματα, που ακούγονταν ως το καράβι με τους Καραμανίτες.
-Τι επιδημία μας λέει τούτος, είπε ο Γιουβαννάκης, καθισμένος δίπλα στον καπετάνιο. Αυτοί χορεύουνε κει πέρα!...
-Είναι σέρτικη ράτσα οι Πόντιοι, απάντησε ο καπετάνιος. Έχω κουβαλήσει από δαύτους, απ’ τα 1922 ακόμα καραβιές και καραβιές, απ’ τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, και τους ξέρω καλά. Πεθαίνουν οι πεθαμένοι, μα οι ζωντανοί χορεύουν. Συνήθισαν το θάνατο στην επανάσταση που σήκωσαν για την ανεξαρτησία του Πόντου. Έπαθαν του Χριστού τα πάθη. Δυο στους πέντε δεν έζησαν. Φιλιώθηκαν με το Χάροντα. Τους έγινε καθημερινό κακό, σαν τον μαύρο ύπνο.
-Τράβηξαν πολλά οι Πόντιοι. Καταστράφηκαν! Το άκουσα κι εγώ.
-Ανθρώπινο μυαλό δε χωράει τι πάθανε!

                                                                                                              Χρήστος Σαμουηλίδης


Σημείωση: Να διδαχθεί στις 19 Μαΐου, ημέρα μνήμης για τη γενοκτονία των Ποντίων. Υπάρχει έντυπο και ηλεκτρονικό εποπτικό υλικό.                                    





[1] πασλίκι: κεφαλομάντιλο που φορούν οι Πόντιοι



                                                          24.   ΟΙ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ


Θ. Βρυζάκης: Η Έξοδος του Μεσολογγίου, 1853
1. Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι και συχνά ολημερνίς και κάποτε ολονυχτίς έτρεμε η Ζάκυνθο από το κανόνισμα το πολύ.

2. Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άντρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέρφια τους που επολεμούσανε.

3. Στην αρχή εντρεπόντανε να ‘βγούνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες.

4. Και είχανε δούλους και είχανε και πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόιδια πολλά.

5. Και ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψει για να ‘βγουνε.

6. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς.

7. Και όταν εκουραζόντανε, εκαθόντανε στ’ ακρογιάλι κι ακούανε, γιατί εφοβόντανε μην πέσει το Μισολόγγι.

8. Και τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα σπίτια, τα ανώγια και τα χαμώγια, τες εκκλησίες, τα ξωκλήσια γυρεύοντας.

9. Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους.

10. Και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περισσότερες φορές συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγιού και η γη έτρεμε από κάτου από τα πόδια μας.

11. Και οι πλέον πάμπτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίοντας.

                                                                                                               Διονύσιος Σολωμός


                                             25.  ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Στο παρακάτω αφήγημα βλέπουμε τη βαθιά πατριωτική συγκίνηση που κυρίεψε τους Έλληνες κατοίκους των παραλίων της Μικράς Ασίας, όταν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1919, ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στις μικρασιατικές ακτές και άρχισαν να απελευθερώνουν τη χώρα.

Τους Τούρκους δεν τους φοβόμαστε πια εμείς, αυτοί μας τρέμανε. Είχαμε μεταλλάξει θέση, αντί ν’ αλλάξουμε κεφάλι. Στην παλιά Έφεσο, στ’ αρχαία, οι Γερμανοί είχανε μπαρουταποθήκες. Εκεί βρήκαμε πολεμικό υλικό όσο θέλαμε. Οι Τούρκοι τζανταρμάδες (χωροφύλακες) που έπρεπε να το παραδώσουν στους συμμάχους, όπως όριζε η ανακωχή του Μούνδρου, το παρατήσανε και ξαφανιστήκανε. Είχανε κάψει τόσες χριστιανικές οικογένειες που τρέμανε.
Χρόνια και χρόνια ξαρμάτωτος ο ραγιάς, υπόμενε κάθε ταπείνωση και συφορά, και τώρα που πέσανε στα χέρια του όπλα θα τ’ άφηνε; Δύσκολο, πολύ δύσκολο να σβήσεις τα μίση και την αγριίλα του πολέμου μεμιάς. Το αίμα και ο τρόμος φέρνει τρόμο. Τα γυρίσματα, σαν έρθουν ξαφνικά, φέρνουν καινούριες συφορές.
Οι καμένοι Κιρκιντζώτες παίρνανε νύχτα τα μονοπάτια για την παλιά Έφεσο και δε βρήκαν ησυχία παρά σαν κουβαλήσανε στο χωριό όλο το μπαρούτι και τα όπλα. Τότε αρχίσανε να νιώθουνε λεύτεροι. Τα κυρτωμένα κορμιά τους στυλωθήκανε. Και τα πιο σεμνά παλικάρια βάλανε φυσεκλίκια στο ζουνάρι και στο στήθος και περπατούσαν με νταηλίκι. Κουνούσαν καμαρωτά το κορμί σαν να λέγανε στους Τούρκους: Αν σας βαστάει, κοπιάστε τώρα!
Ο Κοσμάς Σαράπογλου οπλίστηκε πρώτος. Πήρε το τουφέκι και τράβηξε ίσια στο νεκροταφείο. Εμείς οι άλλοι τον ακολουθούσαμε βουβά. Τρομάξαμε μην έχει τάμα να σκοτωθεί. Μ’ αυτός άρχισε το τουφεκίδι. Ύστερα έσυρε φωνή σπαραχτική!
-Σηκωθείτε, παλικάρια!  Ήρθε η λευτεριά!
Η γριά Χρυσάνθη, η Σωκιανή, το ίδιο βράδυ  έλεγε πως είδε με τα μάτια της τις σκιές των νεκρών κι άκουσε το κλάμα και το παράπονό τους.
-Γιαδέτσι! έκανε κι έδειχνε τις σκιές του φεγγαριού.
Όσοι θέλανε να την πιστέψουνε, λέγανε πως τους είδανε που παραφυλάγανε, λέει, μήπως κι αποξεχαστούμε με την καλοπέραση και δεν πάρουμε εκδίκηση!
Οι Τούρκοι απ’ τα γειτονικά μας χωριά, μόλις μάθανε πως οπλιστήκαμε, παρατήσανε σπίτια και χωράφια και τραβήξανε για τα Σώκια και το Κουσάντασι. Ο φόβος άλλαξε τώρα κονάκι.
Μόλις μαθεύτηκε πως στη Σμύρνη ξεμπάρκαρε ο ελληνικός στρατός, και τα πέντε γειτονικά τουρκοχώρια γίνηκαν στάχτη! Νέα στάχτη, νέες συφορές που θα φέρουνε κι άλλες κι άλλες! Μα ποιος μπορούσε να κάνει τέτοιον απλό λογαριασμό μέσα στο μεθύσι της νίκης…
Πρώτοι ξεμπαρκάρανε στο Αγιουσουλούκ οι Ταλιάνοι. Ο κόσμος σκιάχτηκε μην ήτανε συμφωνημένο απ’ τους Μεγάλους να πέσουμε σε νέο αφεντικό. Δε μείνανε όμως πολύ. Τράβηξαν για τα Σώκια και το Κουσάντασι.
Τη μέρα που έφτασε ο Ελληνικός Στρατός στο χωριό μας, ο κόσμος έχασε το νου του. . Από νωρίς πήρανε να χτυπούν οι καμπάνες, μα δεν ήτανε ο συνηθισμένος χτύπος, ήτανε κατιτίς το πρωτάκουστο.
Η είδηση φτερούγισε από σπίτι σε σπίτι, από χωράφι σε χωράφι: «Έφτασε ο Ελληνικός Στρατός!» Οι άνθρωποι παρατούσανε τις δουλειές, στεκόντανε λίγο, λέγανε μέσα τους συλλαβιστά να το χωρέσει ο νους τους. Κι ύστερα το φωνάζανε και δυνατά και τρέχανε να το πούνε και στους άλλους. Κάνανε το σταυρό τους, αγκαλιάζονταν και κλαίγανε.
-Χριστός Ανέστη!
Τι ‘ναι αυτή η χαρά που ξεπερνά όλες τις άλλες, γάμους, γέννες, πλούτο, δόξα! Με μιας ανθίσανε όλες μαζί οι καρδιές. Ο κόσμος έβαλε τα γιορτινά του, πήρε βάγια στο χέρι, ανθόνερο και ρύζι να ράνει το στρατό. Έστρωσε με κιλίμια τα καλντερίμια της σκλαβιάς. Το χωριό γέμισε σημαίες, μεγάλες και μικρές που τις ράψανε οι γυναίκες τους τελευταίους μήνες.
Σαν ακούστηκαν οι πρώτες σάλπιγγες, γέροι, νιοι, γυναίκες, παιδιά, όλοι γονάτισαν, ακούμπησαν το κούτελο στο χώμα, χύνανε δάκρυα και λέγανε με πάθος:
-Ελλάδα! Ελλάδα μας! Μητέρα μας!
Η παρέλαση στο χωριό άρχισε με τα παιδάκια που κρατούσαν τα ξαφτέρυγα. Ακολουθούσαν οι παπάδες με τα χρυσά άμφια κι οι διάκοι με τα θυμιατά. Κι ανάμεσα στα ράσα, ένας γίγαντας, ο Κοσμάς, με τις τσόχινες βράκες  και τα κεντημένα τουζλούκια, βημάτιζε αργά, επίσημα, όπως ταίριαζε σε κείνη τη μεγάλη στιγμή της ιστορίας. Στα χέρια του σήκωνε την εικόνα του Αϊ-Δημήτρη, που δυο άντρες ιδρωκοπούσανε άμα την περιφέρανε.
Το βράδυ στρώσανε τραπέζια στους δρόμους, σουβλίσαμε αρνιά. Κουβαλήσαμε με τα βαρέλια το κρασί.  Μεθύσαμε, τραγουδήσαμε. Κι όλο απλώναμε τα χέρια  απάνω στους Έλληνες φαντάρους, για να βεβαιωθούμε πως ήτανε αληθινοί και όχι πλάσματα της φαντασίας μας.
Η ζωή μας ξαφνικά έγινε κάτι το πολύ σπουδαίο. Νομίσαμε πως ήμασταν η ευτυχισμένη γενιά των ραγιάδων που θα εισπράξει την πλερωμή για πέντε αιώνες αίμα και δάκρυ.

                                                                                                Διδώ Σωτηρίου
                                                                          (Από το βιβλίο ‘Ματωμένα χώματα’)









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate-Μετάφραση