ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: ΄ΝΕΦΕΛΕΣ'

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: ΄ΝΕΦΕΛΕΣ’
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
Ο Αριστοφάνης γεννήθηκε στην Αθήνα τον 5ο αιώνα π.Χ. όταν την πόλη διοικούσε ο περίφημος Περικλής.
O Αριστοφάνης είναι ένας μεγαλοφυής κωμωδιογράφος. Εμπνέεται από τα κοινωνικά θέματα  της εποχής του: τα προβλήματα της πόλης, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, τα φαινόμενα διαφθοράς της εξουσίας, τις οικονομικές μεταλλάξεις  των συμπολιτών του αλλά γενικά από και την καθημερινότητά τους.  
Οι σύγχρονοι μελετητές της αρχαίας λογοτεχνίας αναγνωρίζουν σήμερα τον Αριστοφάνη ως τον πιο μεγάλο Έλληνα κωμικό ποιητή. Οι κωμωδίες του μαρτυρούν μια στάση στοχαστική απέναντι στα προβλήματα των συγχρόνων του και εκφράζουν τις βαθύτερες ανησυχίες ενός πολίτη που είναι ενήμερος για την πολιτική ζωή του τόπου του και παρακολουθεί τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του.
Έλαβε συνολικά 10 μεγάλα πρώτα βραβεία σε σχετικούς θεατρικούς διαγωνισμούς. Από τα έργα του φαίνεται πως είχε εξαιρετική μόρφωση.
Έγραψε πάνω από 40 κωμωδίες  από τις οποίες σώζονται μόνο 11. Τα έργα του Αριστοφάνη  που διασώθηκαν και παίζονται ακόμη και σήμερα με μεγάλη επιτυχία στις θεατρικές σκηνές όλου του κόσμου είναι: Αχαρνής, Ιππείς, Νεφέλες,  Σφήκες,  Ειρήνη,  Όρνιθες,  Λυσιστράτη,  Θεσμοφοριάζουσες,  Βάτραχοι, Εκκλησιάζουσες, Πλούτος .


ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Είναι ο πατέρας που προσπαθεί να βρει λύσεις για να απαλλαχτεί από τα χρέη του.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Είναι ο γιος του Στρεψιάδη. Είναι ο νέος που ζει το πάθος του με τα άλογα και τις ιπποδρομίες αδιαφορώντας για όλα τα άλλα.
ΘΕΡΑΠΩΝ: Είναι ο δούλος του Στραψιάδη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Είναι ο γνωστός φιλόσοφος της αρχαίας Αθήνας.
Στη Σχολή του Σωκράτη υπάρχουν ακόμη ένας μαθητής και δύο σοφοί, ο Πλάτωνας και ο Χαιρεφώντας.
ΠΑΣΙΑΣ, ΑΜΥΝΙΑΣ: Είναι οι δανειστές, οι τοκογλύφοι που κυνηγούν τον Στρεψιάδη.
ΧΟΡΟΣ: Είναι πολίτες της πόλης που εκπροσωπούν την κοινή γνώμη.




Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Στο έργο ‘Νεφέλες’ ο Αριστοφάνης καταπιάνεται μ’ ένα πρόβλημα που παραμένει επίκαιρο. Πώς θα απαλλαχθεί ο ήρωάς του, ο Στρεψιάδης, από τα χρέη του.
Ο Στρεψιάδης λοιπόν, είναι βουτηγμένος στα χρέη γιατί η γυναίκα του είναι σπάταλη και της αρέσουν τα λούσα και η καλοπέραση καθώς προέρχεται από πλούσιους γονείς αλλά και ο μονάκριβος γιος του, κακομαθημένος από την επιπόλαια μητέρα του, δεν νοιάζεται για τα οικονομικά του πατέρα του παρά μόνο για τα άλογα και τις ιπποδρομίες.
Στην προσπάθειά του ο Στρεψιάδης να γλιτώσει από τους τοκογλύφους, ψάχνει απελπισμένα για λύσεις. Πρώτα πηγαίνει στον φιλόσοφο Σωκράτη για να σπουδάσει μαζί του και να του μάθει την τέχνη της ρητορικής ώστε στο δικαστήριο να αποκρούσει τους δανειστές του. Δεν θα τα καταφέρει όμως και στη συνέχεια θα θα πείσει τον γιο του Φειδιππίδη να πάει στη θέση του.
Τι θα καταφέρει ο γιος του; Η συνέχεια επί της σκηνής.

ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ

Ένα καλλιτεχνικό έργο έχει αξία όταν κάτι έχει να μας πει, να μας αγγίξει. Να ξυπνήσει μέσα μας σκέψεις και συναισθήματα.
Ο Αριστοφάνης με τις κωμωδίες του αλλά και οι άλλοι κλασικοί συγγραφείς κατάφεραν αυτό για το οποίο όλος ο κόσμος τους θαυμάζει, να παραμείνουν διαχρονικά επίκαιροι. Έχεις την αίσθηση σε κάθε σκηνή του έργου ότι γράφτηκε  για την σημερινή εποχή.
Στο έργο ‘Νεφέλες’ ο Αριστοφάνης θίγει το πρόβλημα του δανεισμού και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο δανειζόμενος  για την αποπληρωμή του χρέους του. Πόσοι άνθρωποι δεν είναι σήμερα πνιγμένοι στα χρέη; Καθημερινά δικάζονται  δανειολήπτες και κατάσχονται περιουσίες.
Πηγαίνοντας ο Στρεψιάδης, ο πρωταγωνιστής του έργου, στο σχολείο να σπουδάσει, βλέπει σοφούς δασκάλους να ασχολούνται με ψύλλος και κουνούπια. Με τον τρόπο αυτόν ο μεγάλος μας κωμωδιογράφος θέλει να σατιρίσει τις ανούσιες γνώσεις που πολλές φορές παρέχουν τα σχολεία μας.
Τέλος και ο ίδιος ο τίτλος του έργου «Νεφέλες» έχει επίκαιρο οικολογικό ενδιαφέρον. Ο Αριστοφάνης τονίζει την αξία που έχουν τα σύννεφα, νέφη-νεφέλες, για την ύπαρξη της ζωής, για την αγροτική οικονομία καθώς αυτές μας χαρίζουν τη βροχή που είναι απαραίτητη για την περιβαλλοντική ισορροπία.
Ο παππούς Αριστοφάνης λοιπόν με τον πάντα επίκαιρο και ανατρεπτικό λόγο του έρχεται να μας διδάξει και να μας κάνει να προβληματιστούμε μέσα από το γέλιο και τη σάτιρα. Απολαύστε τον!

ΤΟ ΕΡΓΟ
ΣΚΗΝΗ Α’

ΣΚΗΝΙΚΟ: Δωμάτιο σπιτιού με δύο  κρεβάτια.
ΠΡΟΣΩΠΑ: Ο Στρεψιάδης (πατέρας) και ο γιος του ο Φειδιππίδης κοιμούνται στα κρεβάτια τους.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Ωχ! Αμάν! Ξημέρωσε κι εγώ κοιμάμαι ακόμα; Πού είναι ο δούλος μου; Κοιμάται; Αχ, θεέ μου, τι κόσμος είναι αυτός; Ξυπνάνε πρώτα τα αφεντικά και μετά οι δούλοι; Όχι, όχι, θα κοιμηθώ ξανά. Τι ήθελα και ξύπνησα; Για να με βασανίζουν οι έγνοιες μου; Να πηγή όλων των δεινών μου: Ο μονάκριβος γιος μου. Το καμάρι της γυναίκας μου! Δεν ξέρει τι πάει να πει δουλειά. Όλο κοιμάται και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι τα άλογα. Α, έχει τρέλα με τα άλογα. Όλα μας τα λεφτά εκεί τα ξοδεύει. Κι εγώ τι κάνω; Πετάγομαι στον ύπνο μου γιατί με κυνηγάνε οι δανειστές που τους χρωστάω χρήματα.
Ρε, παιδί μου, ξύπνα! Φέρε μου τα κατάστιχα να δω σε ποιους χρωστάω, να λογαριάσω τους τόκους. μπα, εννιά έχει ο μήνας.
Για να δω. Χρωστάω 70 χιλιάδες στον Πασία για το ασπρόμαυρο άλογο που αγόρασε τις προάλλες ο ανεπρόκοπος από δω.
Χωριανοί, φέρτε μου μια πέτρα να πνιγώ!
ΦΙΔΕΙΠΠΙΔΗΣ: (Παραμιλάει στον ύπνο του) Φίλωνα, με κλέβεις. Φύγε από το δρόμο μου.
 ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Κοιτάχτε τον. Ακόμα και στον ύπνο του για άλογα μιλάει.
ΦΙΔΕΙΠΠΙΔΗΣ: Στις πόσες στροφές κερδίζουμε;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: εμένα τον πατέρα σου δεν τον λυπάσαι που θα του στρίψει από τα χρέη;
Να, να και στον Αμυνία χρωστάω 20 χιλιάδες. για τις καινούριες ρόδες και τα λουριά της άμαξας.
ΦΙΔΕΙΠΠΙΔΗΣ: Δούλε, πήγαινε να ξεστρίσεις το άλογο.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Ρε, χαμένε, εμένα ξύστρισες από την περιουσία μου. Αν δεν πληρώσω τους τόκους στο τέλος του μήνα θα μας κατασχέσουν τα χωράφια.
ΦΙΔΕΙΠΠΙΔΗΣ: (Σηκώνεται, τρίβει τα μάτια) Ρε, πατέρα, τι φωνάζεις έτσι; Άσε κανέναν άνθρωπο να ξεκουραστεί!
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Δε φταις εσύ! Εκείνη η προξενήτρα φταίει που μου γνώρισε τη μάνα σου και την παντρεύτηκα. Εκείνη σε χάλασε. Εγώ περνούσα μια χαρά στα χωράφια μου, με τα πρόβατά μου, τα μελίσσια μου, τις κότες μου.
Ήθελα, τρομάρα μου, να πάρω την κόρη του Μεγακλή, την πρωτευουσιάνα!  Πού μας, βρε Καραμήτρο! (Μουντζώνει τον εαυτό του). Αυτές πέντε βγάζουν, δέκα ξοδεύουν. Όλο εγωισμό και φαντασία είναι.
Να μη φορέσει το τελευταίο ρούχο της μόδας; Να βγει έξω χωρίς αρώματα; Χωρίς κοσμήματα; Μια φορά τόλμησα να πω: «Γυναίκα, είσαι σπάταλη!» κι έγινε το έλα να δεις! Δεν ήξερα που να κρυφτώ!
Και το χειρότερο είναι ότι έκανε σαν κι αυτήν και τον γιο μας, τον Φειδιππίδη. Αλλά καλά να πάθω. Τα μεταξωτά βρακιά… ξέρετε!
ΘΕΡΑΠΩΝ: Αφεντικό, αφεντικό, δεν έχουμε λάδι για το λυχνάρι.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: (Του δίνει μια φάπα). Δε σου είπα ρε χαμένε να βάλεις λεπτό φιτίλι. Αυτό που έχεις καίει πολύ λάδι.
(Προς τους θεατές) Ακόμα και για το όνομα που θα δίναμε στο παιδί όταν γεννήθηκε είχαμε διαφωνία. Θα μου πείτε, συμβαίνουν αυτά. Η καλή μου η γυναίκα λοιπόν ήθελε το όνομά του  να έχει κατάληξη  σε ίππος, όπως Ξάνθιππος, Φίλιππος και τέτοια. Εγώ φυσικά ήθελα το όνομα του παππού μου, του Φειδωνίδη. Για πολύ καιρό λοιπόν τρωγόμασταν για το θέμα αυτό. Εκείνη τον έπαιρνε στην αγκαλιά της και του έλεγε: «Όταν μεγαλώσεις θα τρέχεις στην πόλη με τ’ αμάξι σου όπως κι ο παππούς σου ο Μεγακλής και όλοι θα σε κοιτάνε με καμάρι!»
Έτσι, λοιπόν,  φίλοι μου, κάναμε μια συμφωνία. Πήραμε το μισό όνομα του παππού μου, κολλήσαμε και το ίππος και να το όνομα του γιου μας: Φειδιππίδης!
Το πρόβλημά μου όμως τώρα είναι πώς θα γλιτώσουμε από τα χρέη. Έχω ήδη ένα σχέδιο. Αν πετύχει, θα σωθούμε.
(Σκουντάει τον Φειδιππίδη να ξυπνήσει.)
Φειδιππίδη, Φειδιππιδάκο μου, ξύπνα αγόρι μου!
 ΦΙΔΕΙΠΠΙΔΗΣ: Τι είναι πάλι, ρε πατέρα;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Φίλησέ με! Ο γλυκός σου πατέρας βρήκε λύση στο πρόβλημά μας.
ΦΙΔΕΙΠΠΙΔΗΣ: Έλα, σ’ ακούω. (Τρίβει τα μάτια του, τεντώνεται  και χασμουριέται.)
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Εδώ κοντά υπάρχει ένα σπουδαστήριο και εκεί μέσα διδάσκουν σοφοί άνθρωποι. Μπορούν να σε μάθουν να κάνεις το μαύρο άσπρο και το άσπρο μαύρο.
ΦΙΔΕΙΠΠΙΔΗΣ: Θα γίνουμε μάγοι δηλαδή;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Όχι, ακριβώς. Δικηγόρος θα γίνεις. Κι έτσι, όταν μάθεις την τέχνη αυτή, θα γλιτώσουμε από τους δανειστές μας στο δικαστήριο. Δεν έχεις ακούσει ότι αν έχεις καλό δικηγόρο, πέφτεις στα μαλακά;
ΦΙΔΕΙΠΠΙΔΗΣ: Και ποιοι διδάσκουν σ’ αυτό το σπουδαστήριο;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Δεν θυμάμαι τα ονόματά  τους αλλά ξέρω ότι είναι σπουδαίοι άνθρωποι. Φιλόσοφοι!
ΦΙΔΕΙΠΠΙΔΗΣ: Άσε ρε πατέρα, τους ξέρω! Κάτι κιτρινιάρηδες και ξυπόλυτοι είναι. Ο Σωκράτης, ο Χαιρεφώντας και ο Πλάτωνας.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Μη φωνάζεις! Σε παρακαλώ, σε ικετεύω γιόκα μου, γίνε μαθητής τους για να σωθούμε οι καημένοι.
ΦΙΔΕΙΠΠΙΔΗΣ: Εγώ να γίνω σαν κι αυτούς; Να με βλέπουν οι φίλοι μου έτσι κιτρινιάρη σαν άρρωστο; Πατέρα, εγώ δεν κάνω γι’ αυτά. Αν θέλεις να σπουδάσεις, πήγαινε εσύ!
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Δε βγάζω άκρη μ’ αυτόν. Πρέπει να πάω εγώ αλλά πώς θα τα καταφέρω; Μπορώ εγώ, ένας ξεχασιάρης και αργοκίνητος γέρος να γίνω μαθητής; Αχ, τι τραβάω!

ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΣΚΗΝΗ
(Ακούγεται μουσική)

ΣΚΗΝΗ Β’
Σκηνικό: Το σπουδαστήριο του Σωκράτη. Παντού υπάρχουν ράφια με βιβλία. Ο Σωκράτης είναι ανεβασμένος πάνω σε μια σκάλα, κοιτάζει τον ουρανό και κάτι σημειώνει.)

ΠΡΟΣΩΠΑ: Σωκράτης, μαθητής, Στρεψιάδης

ΜΑΘΗΤΗΣ: Ποιος είσαι εσύ;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Είμαι ο γιος του Φείδωνα, ο Στρεψιάδης.
ΜΑΘΗΤΗΣ: Άι, στα κοράκια να χαθείς! Άνθρωπε αμόρφωτε, έτσι χτυπάνε την πόρτα; Διέκοψες σκέψεις σοβαρές!
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Συγχώρεσέ με. Μακριά στα χωράφια βλέπεις περνάω τη ζωή μου. Όμως για πες μου. Για να γίνω μαθητής στο σπουδαστήριο αυτό τι πρέπει να κάνω;
ΜΑΘΗΤΗΣ: Τίποτα. Πρώτα θα σε δοκιμάσουμε. Ο δάσκαλός μας είναι πολύ σοφός και δεν κρατάει για μαθητή του όποιον κι όποιον.
Θα σου κάνω λοιπόν κάποιες ερωτήσεις.
Πρώτη: Πόσο μακριά μπορεί να πηδήξει ένας ψύλλος;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: (Ξύνει το κεφάλι του κοιτώντας τους θεατές) Δεν… ξέρω! Ο δάσκαλος, ο Σωκράτης, ξέρει;
ΜΑΘΗΤΗΣ: Και βέβαια ξέρει. Κι άκου πώς το βρήκε. Πρώτα έλιωσε κερί. Έπειτα έπιασε τον ψύλλο και βούτηξε τα πόδια του στο κερί. Όταν το κερί κρύωσε, μέτρησε το μήκος των ποδιών του και υπολόγισε την απόσταση.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Θεέ μου! Τι σοφή σκέψη!
ΜΑΘΗΤΗΣ: Δεύτερη ερώτηση: α κουνούπια από πού σφυρίζουν; Από το στόμα ή από… τον πισινό τους;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: (Με απορημένο βλέμμα κοιτάζει τους θεατές) Για πες μου, σε παρακαλώ, τι είπε ο σοφός δάσκαλος;
ΜΑΘΗΤΗΣ: Είπε ότι του κουνουπιού το έντερο είναι στενό και καθώς ο αέρας περνά με δυσκολία ακούγεται το σφύριγμα από τον πισινό του.
 ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Κοίτα τι μαθαίνει κανείς στα σχολεία! Ώστε κλάνει το κουνούπι!  (Προς τους θεατές) Εδώ σίγουρα θα μάθω κόλπα για να γλιτώσω από τα χρέη μου.
(Κοιτάει και δείχνει τον Σωκράτη) Αυτός εκεί πάνω ποιος είναι;
ΜΑΘΗΤΗΣ: Ο ίδιος!
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Ποιος ο ίδιος;
ΜΑΘΗΤΗΣ: Ο σοφός Σωκράτης.
(Ο μαθητής φεύγει)
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Σωκράτη, Σωκρατάκη!
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: (Χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του, ατάραχος) Γιατί με φωνάζεις,  ω, πλάσμα εφήμερο;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Εξήγησέ μου πρώτα τι κάνεις εκεί πάνω. Έχω μεγάλη περιέργεια να μάθω.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Όσο πατάω στη γη, δεν μπορώ να σκεφτώ καλά. Γιατί όσο πατάς τη γη,  αυτή σε τραβάει και σε κάνει χοντρό και κούφιο. Να όπως τα κολοκύθια.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Τι μου λες; Γι’ αυτό τα κρεμαστά κολοκύθια είναι μικρότερα; (Προς τους θεατές) Είδες τι μαθαίνεις όταν κάνεις παρέα με σοφούς;
(Ο Σωκράτης κατεβαίνει από τη σκάλα)
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ήρθες εδώ για να μάθεις τι;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Θέλω να με μάθεις να βγάζω λόγους δυνατούς ώστε να γλιτώσω από τους δανειστές μου και να σώσω τα χωράφια μου που έβαλα ενέχυρο.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και πώς χωρίς να το καταλάβεις, βούτηξες στα χρέη;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Ο γιος με τ’ άλογα και η γυναίκα μου με τις πολυτέλειες μ’ έφαγαν. Αχ, σε παρακαλά, δάσκαλε, θα σε πληρώσω ό,τι θέλεις αν με μάθεις να γίνω δικηγόρος και να πείσω τους δικαστές ότι δεν χρωστώ τίποτα στους δανειστές μου.  Ορκίζομαι ότι θέλεις στους θεούς.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Σε ποιους θεούς ορκίζεσαι;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Να, στον Δία, στον Ερμή, στον Ποσειδώνα…
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δεν υπάρχουν αυτοί! Οι μόνοι θεοί που υπάρχουν είναι τα σύννεφα, οι Νεφέλες. Αυτές μας στέλνουν τη ζωοδότρα βροχή και το χιόνι. Σ’ αυτά χρωστάμε τη ζωή της φύσης.
(Σηκώνει τα χέρια του)
Ω, Νεφέλες πολύτιμες, ελάτε εδώ να σας δει αυτός ο πλανεμένος.
(Μπαίνει ο Χορός πιασμένοι χέρι χέρι φορώντας τούλια)
ΧΟΡΟΣ: Είμαστε οι Νεφέλες που ασταμάτητα στους ουρανούς γυρίζουμε και με κρυστάλλινους αμφορείς το νερό του πατέρα μας του Ουρανού σκορπίζουμε στη μάνα μας τη Γη. Μ’ αυτό των ανθρώπων τα χωράφια ποτίζουμε, τα δάση των βουνών και των παιδιών  μας των ποταμών γεμίζουμε τις κοίτες.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Εμένα πάντως αυτές για θεές δε μου φαίνονται.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και ποιος είναι θεός; Ο Δίας; Ας γελάσω! Θα σου το αποδείξω με χειροπιαστά τεκμήρια. Για πες μου, έχεις δει να βρέχει χωρίς Νεφέλες στον ουρανό;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Έχεις δίκιο! Όμως σε ρωτώ ποιος τότε κάνει τις βροντές; Δεν είναι ο Δίας;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Οι Νεφέλες  κυλιούνται και βροντούν. όταν γεμίσουν με νερό, βαριές καθώς είναι, η μια πάνω στην άλλη πέφτουν. Σπάζουν και βροντούν.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Και κάνουν τόσο θόρυβο;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Εσύ όταν τρως φασολάδα, δεν κάνουν θόρυβο τα έντερά σου; Σκέψου, από τόσο δα πισινό, και πόσος θόρυβος βγαίνει. Κι ο αέρας που είναι απέραντος δεν είναι φυσικό να βροντά δυνατά;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Τώρα πες μου για τους κεραυνούς. Ο Δίας δεν τους ρίχνει σ’ όσους λένε ψέματα;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τι λες, βρε χούφταλο! Αν ο Δίας χτυπούσε  με τους κεραυνούς του  τους ψεύτες και τους κλέφτες δεν θα είχε γεμίσει ο κόσμος απ’ αυτούς. Αλλά δες πού πέφτουν οι κεραυνοί: στα δέντρα.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Δεν το είχα σκεφτεί. Πάντως, δάσκαλε, μου φαίνεται ότι τα λες καλά.
ΧΟΡΟΣ: Ω, άνθρωπε, της φύσης τα θαύματα για σένα γίνονται όλα. Αυτήν με σεβασμό να φροντίζεις κι έτσι ευτυχισμένος θα ζήσεις. Το νερό κι ο αέρας κι η γη δεν είναι δικά σου. Των παιδιών σου ανήκουν κι αυτά απ’ τα δικά τους παιδιά.
Τα φύλλα των δέντρων, το νερό της πηγής, το κελάηδημα του πουλιού στα χάρισε η φύση για να γίνεις σοφότερος. Άνοιξε τα μάτια σου, ξύπνα το νου σου και την πλάση γύρω σου φρόντισε σαν το σπίτι σου γιατί είναι το σπίτι σου. Αυτό είναι το χρέος σου.
 ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Σωκράτη, Σωκρατάκη μου! (Τον αγκαλιάζει και τον φιλάει. Εκείνος προσπαθεί να τον αποφύγει και σκουπίζεται.) Βρήκα λύση στο πρόβλημά μου!
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Για πες μου ν’ ακούσω.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Αν βρω τρόπο να καταργήσω την πρώτη του μήνα, δεν θα πληρώνω τόκους γιατί αυτή τη μέρα πρέπει να τους δώσω.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δεν πας καλά, άνθρωπέ μου.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Αν την ώρα της δίκης στείλω τον δούλο μου να σκίσει τα χαρτιά της απόφασης;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Βρε, πού τον βρήκατε τούτον εδώ;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Δε μου μένει άλλη λύση. Θα πάω να κρεμαστώ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Λοιπόν, γεροξεκούτη, στρίβε από δω. Δεν μπορώ να σε διδάξω τίποτα εσένα.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Οι γέροι παντού βάρος είναι. Κανείς δεν τους θέλει.
(Φεύγει.)
(Ο Χορός τραγουδά και χορεύει: ‘Να ‘ταν τα νιάτα δυο φορές’)
Ωρέ, να’ σαν  τα νιάτα δυο φορές (δις)
τα γηρατιά καμία.
Ωρέ, να ξανανιώσω μια φορά,
να γίνω παλικάρι.
Ωρέ, να βάλω, ω, να βάλω το φεσάκι μου
να πάω, πουλί μου, στο παζάρι.
Ωρέ, για να πουλήσω, πουλί μου, γηρατιά (δις)
και ν’ αγοράζω νιάτα.

ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΣΚΗΝΗ
ΣΚΗΝΗ Γ’

ΣΚΗΝΙΚΟ: Μέσα στο σπίτι του Στρεψιάδη.
ΠΡΟΣΩΠΑ: Στρεψιάδης, Φειδιππίδης, δούλος
ΜΟΥΣΙΚΗ:

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: (Τινάζει τα χέρια του) Πάει, το πήρα απόφαση. Θα φύγεις απ’ το σπίτι μου. Να πας να σε ταΐσει ο παππούς σου ο Μεγακλής.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Μα το Δία, χάζεψες γέρο;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Ποιος Δίας; Νέος άνθρωπος και πιστεύεις  σε παλίές ιδέες; Λοιπόν μάθε το: Δίας δεν υπάρχει!
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Και ποιος μας κυβερνά;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Τα σύννεφα, οι Νεφέλες που βλέπεις στους ουρανούς.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: (Προς τους θεατές) Ρε το γέρο, μας βγήκε και μοντέρνος!
(Προς τον πατέρα του) Και ποιος σου τα έμαθε αυτά;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Ο Σωκράτης ο σοφός! Πήγα στο σχολείο του.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: (Προς τους θεατές) Πάει ο γέρος μου, σάλεψε! Τι θα τον κάνω τώρα;
 ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Λοιπόν, που λες, γιε μου, αυτοί εκεί στο σχολείο είναι πολύ σοφοί. Ξέρεις πόσα μου έμαθαν μέσα σε λίγη ώρα; Έμαθα πόσο μακριά πηδάει ο ψύλλος, έμαθα πώς κλάνει το κουνούπι, γιατί ακούγονται οι βροντές.
Φαντάσου εσύ πόσα θα μπορούσες να μάθεις, που είσαι και νέος και έξυπνος. Γι’ αυτό σου λέω, πήγαινε εσύ στο σχολείο να μας γλιτώσεις από τα χρέη.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Ρε, πού έχω μπλέξει! Λοιπόν, άκου, πατέρα. Θα σου κάνω χατίρι και θα πάω για λίγο αλλά φοβάμαι ότι θα το μετανιώσεις.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: (Προς τους θεατές) Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για τους γονείς από το να πείσουν  τα απιδιά τους να σπουδάσουν.

ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΣΚΗΝΗ
ΣΚΗΝΗ Δ’

ΣΚΗΝΙΚΟ: Το σχολείο του Σωκράτη.
ΠΡΟΣΩΠΑ: Σωκράτης, Χαιρεφώντας, Πλάτωνας, Στρεψιάδης, Φειδιππίδης.
ΜΟΥΣΙΚΗ:

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Σωκρατάκη  μου, σου έφερα αυτόν εδώ, τον γιο μου, να του μάθεις την τέχνη της δικηγορικής. Μην τον βλέπεις έτσι, είναι έξυπνος.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Οι βοηθοί μου θα τον διδάξουν τα πρέποντα. Εγώ θα τον εξετάσω όταν είναι έτοιμος.
ΠΛΑΤΩΝΑΣ: Εγώ θα σε διδάξω τον δίκαιο λόγο, το σωστό. Αυτόν που πάντα, από τα πανάρχαια χρόνια οι θεοί καθιέρωσαν και οι άνθρωποι σέβονταν.
ΧΑΙΡΕΦΩΝΤΑΣ: Εγώ θα σε διδάξω καινούριες ιδέες. Αυτές που δείχνουν πόσο λάθος είναι ο κόσμος, πόσο άδικος.
ΠΛΑΤΩΝΑΣ: Σκέψου ποιον θ’ ακούσεις.  Εγώ έχω παλιές αλλά δοκιμασμένες ιδέες. Ποτέ δεν θα χάσεις, αν κάνεις ό,τι σου πω.
ΧΑΙΡΕΦΩΝΤΑΣ: Μην ακούς αυτόν τον ξεπερασμένο, τον παλαιολιθικό. Εμένα να ακούσεις για να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου. Είσαι νέος, έχεις δύναμη και μπορείς να βρεις καινούριες λύσεις.  Δώσε το χέρι σου και στους άλλους νέους. Ενώστε τις δυνάμεις σας κι αλλάξτε τον κόσμο.
ΧΟΡΟΣ: (Τραγούδι των GOIN THROUGH)
Καλημέρα, Ελλάδα, σου μιλάει ο Νίβο
για ακόμα μια φορά την ψυχή μου σ’ ανοίγω.
Δε στο κρύβω μ’ αρέσει πού και πού να σε θίγω.
Λέξη λέξη, κάθε στίχος  κάθε στίχος στο πετσί σου θα μπήγω.
Μέρος β’ κι εγώ να σου θυμίζω τι υποσχέθηκες.
Άλλη μια φορά στο ψέμα υπόλογος βρέθηκες.
Μου ‘χες τάξει το φως και σκοτάδι μου έδωσες.
Μαζί μ’ αυτό μου μοίρασες νέα βιβλία
για να μάθω απ’ την αρχή την ιστορία.
Ν’ αγαπήσω συμμάχους και να πνίξω το μίσος
και ποιος ξέρει, μπορεί να μ’ αγαπήσουνε ίσως.
Άκου Ελλάδα, πριν καιρό κάποιος
τους στίχους μου άλλαξε.
Σ’ αυτό που έγραψα εγώ κάποιος νόημα άλλαξε.
Δυστυχώς εδώ δεν έχει μόνο τουρίστες.
Ξέρεις τι θέλω να πω. Είναι γεμάτες οι λίστες.
Ελλάδα, συγγνώμη, μα αν θες ν’ αλλάξω γνώμη,
πρέπει κι εσύ να μάθεις ν’ αγαπάς.
Πάψε να με παιδεύεις
και να με κοροϊδεύεις
και τα όνειρά μου Ελλάδα μη σκορπάς.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Λοιπόν, τι αποφάσισες; Θα πάρεις το γιο σου και θα φύγεις ή θα τον αφήσεις να του διδάξουμε την τέχνη της ρητορικής;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Σου τον παραδίνω, δάσκαλε, και μάθε του να κερδίζει και στις μικρές και στις μεγάλες δίκες.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Ρε τι τραβάω! Θα μείνω για λίγο κι ας καταντήσω χλωμιάρης και αδύναμος σαν κι αυτούς εδώ. (Στους θεατές) Στο τέλος ‘όμως θα το μετανιώσουν.
ΧΟΡΟΣ: Από μας τις Νεφέλες που τα πάντα βλέπουμε από ψηλά, κανένας δεν γλιτώνει. Σαν θέλουμε εμείς κάποιον να βλάψουμε, ρίχνουμε πολύ νερό ή ξηρασία φέρνουμε πολλή. Σαν όμως αποφασίσουμε κάποιον να ωφελήσουμε, ξέρουμε τον τρόπο. Σε μας, θνητοί, πιστέψτε. Σε μας το βλέμμα σας σηκώστε. Εμείς για σας θεές είμαστε.
Το λάδι στο φαΐ και το κρασί που πίνεις χωρίς εμάς δεν θα ‘ξερες τι είναι. Κι αν τρέχει γάργαρο νερό στη βρύση του σπιτιού σου, στα σύννεφα όλα τα χρωστάς, αυτά να προσκυνάς!


ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΣΚΗΝΗ
ΣΚΗΝΗ Ε’

ΣΚΗΝΙΚΟ: Το σπίτι  του Στρεψιάδη.
ΠΡΟΣΩΠΑ: Στρεψιάδης, Φειδιππίδης, Πασίας, Αμυνίας, (Στην αρχή στο δωμάτιο βρίσκονται μόνο ο  Στρεψιάδης και ο γιος του Φειδιππίδης.)
ΜΟΥΣΙΚΗ: Τραγούδι των  GOIN THROUGH

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Πόσο γρήγορα έρχεται η πρώτη του μήνα όταν χρωστάς. όμως  έχω το γιο μου τώρα που σπουδάζει σε σοφούς δασκάλους και θα γίνει σωτήρας του σπιτιού μου. Τρέμετε τοκογλύφοι, έρχεται ο Φειδιππίδης μου!
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Μη φοβάσαι τίποτα πάτέρα. Θα τους κάνω εγώ να τρέχουν σαν άλογα.
(Μπαίνουν με θόρυβο οι δανειστές Πασίας και Αμυνίας.)
ΠΑΣΙΑΣ: Σ’ αυτόν τον κόσμο όποιος έχει χρήματα, έχει διπλές σκοτούρες. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο από δω δάνεισα 70 χιλιάδες και ακόμα να μου τις επιστρέψει. Έκανε ο κύριος τη δουλειά του και μετά πού σε ξέρω και πού με ξέρεις. Α, αν δεν μου δώσει τουλάχιστον τους τόκους, θα του κάνω μήνυση.
ΑΜΥΝΙΑΣ: Κι εγώ θα του κάνω αγωγή. Του δάνεισα 20 χιλιάδες και δεν μου έδωσε πίσω ούτε φράγκο.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Δεν σας χρωστάμε τίποτα. Είστε κλέφτες και εκμεταλλευτές!
ΠΑΣΙΑΣ: Μα ορκίστηκε στους θεούς ότι θα μου τα δώσει πίσω με τόκους!
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Σε ποιους θεούς ορκίστηκε;
ΠΑΣΙΑΣ: Στον Δία, στον Ερμή, στον Ποσειδώνα.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Ο όρκος δεν πιάνεται. Αυτοί οι θεοί δεν υπάρχουν. Μόνο οι Νεφέλες είναι θεές. Αν είχε ορκιστεί σ’ αυτές…
ΑΜΥΝΙΑΣ: Μα έχουμε όμως μάρτυρες ότι σας δανείσαμε.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Είναι κι αυτοί ψεύτες σαν κι εσάς.
ΑΜΥΝΙΑΣ: Θεέ μου, πού μπλέξαμε!
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Για πείτε μου, σας παρακαλώ. Το νερό της βροχής που ρίχνουν τα σύννεφα είναι κάθε φορά καινούριο ή αυτό που ο ήλιος πήρε απ’  τη θάλασσα;
ΑΜΥΝΙΑΣ: Δεν ξέρω ποιο απ’ τα δύο συμβαίνει κι ούτε με νοιάζει.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Πώς λοιπόν έχεις το δικαίωμα να ζητάς πίσω τα χρήματά σου αν δεν ξέρεις τίποτα από τα πράγματα που στους αιθέρες συμβαίνουν;
ΠΑΣΙΑΣ: Δώστε μας τουλάχιστον τους τόκους και φεύγουμε.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Λοιπόν η θάλασσα είναι τώρα μεγαλύτερη ή πρώτα;
ΑΜΥΝΙΑΣ: Όχι, μα το Δία, ίδια νομίζω.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Και γιατί αυτή δεν μεγαλύτερη όταν χύνουν σ’ αυτήν τα νερά τους τόσοι ποταμοί, κι εσύ επιδιώκεις ν’ αυγατίσουν τα δικά σου χρήματα;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Μπορείτε να μου πείτε πόσο μακριά πηδάει ένας ψύλλος;
ΠΑΣΙΑΣ: Πού να ξέρουμε, άνθρωπέ μου;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Είστε αμόρφωτοι και ακαλλιέργητοι!
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Πώς γίνεται άνθρωποι σαν κι εσάς να έχουν λεφτά; Πώς τα αποκτήσατε;  Άρα είστε κλέφτες!
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Τα κουνούπια ξέρετε από πού σφυρίζουν; Απ’ τη μύτη ή απ’ τον πισινό τους;
ΑΜΥΝΙΑΣ: Ω, Δία! Πού μας έμπλεξες;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ- ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Έξω από το σπίτι μας φίδια, ρουφήχτρες!
(Ο Πασίας και ο Αμυνίας φεύγουν κάνοντας το σταυρό τους.)

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Μπράβο, γιέ μου! Είμαι πολύ περήφανος που μορφώθηκες. Τους κατατρόπωσες τους αλητήριους.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Ναι, πατέρα. Τόσα χρόνια ήμουν τυφλός και τώρα βρήκα το φως μου.
Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός και με έπαιρνες στην αγορά μαζί σου και μου αγόραζες παιχνίδια. Θα ‘μουν δε θα ‘μουν δύο χρονών όταν μου είχες φτιάξει από πηλό ένα γιογιό για να μην χέζω παντού το σπίτι. Ήμασταν το μοναδικό σπίτι με γιογιό! Αλλά κι εγώ, θυμάσαι; κάθε φορά που γύριζες πιωμένος από το καφενείο, έπαιζα με τη λύρα μου τραγούδια για να καλοπιάσουμε τη μάνα.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Ήμουν καλός πατέρας για σένα. Καμιά φορά σου τις έβρεχα βέβαια αλλά όχι από κακία μ για το καλό σου.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: (Αγκαλιάζει τον πατέρα του από τους ώμους.) Ναι, είσαι τελικά ο καλύτερος πατέρας του κόσμου! (Προς τους θεατές) Να δείτε τώρα τι θα πάθει!
Λοιπόν πατερούλη, τώρα που γλιτώσαμε από τους τοκογλύφους θα σου ζητήσω μια χάρη.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Λέγε, γιέ μου. Τώρα που μορφώθηκες, δεν με ανησυχεί τίποτα.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Να, ο Φείλωνας πουλάει ένα κανελί άλογο σε τιμή ευκαιρίας. Θα τους κερδίζω όλους μ’ αυτό. Τι λες;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: (Έξαλλος) Έξω απ’ το σπίτι μου, αδιόρθωτε αλογοπνίχτη, φαντασμένε, χαραμοφάη…!
(Φεύγουν από τη σκηνή.)
ΧΟΡΟΣ: Ποιος είπε ότι ο γονιός φταίει για τα παιδιά του;
Δεν έχει κι αυτός δικαίωμα, λάθη σαν άνθρωπος να κάνει;
Φτάνει μονάχα, τα λάθη αυτά να είναι μετρημένα.
Γιατί αν γίνουνε πολλά, παν τα παιδιά χαμένα.
Μα είν’ η ζωή πολύ σκληρή κι όλοι για φταίχτες ψάχνουν.
Καθένας βλέπει εύκολα του άλλου την καμπούρα.
Τα ψέματα τελείωσαν κι εσείς που μας κοιτάτε
μια άλλη αλήθεια μάθετε που λέει τα παρακάτω:
Δεν είναι πάντα φυσικό τα τέκνα να ταιριάζουν στους γονείς τους.
Έχουν κι αυτά δικαίωμα να ζήσουν τη ζωή τους. (τρις)

ΤΕΛΟΣ
ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΣΚΗΝΗ

Ακούγεται το τραγούδι των GOIN THROUGH ‘Ψηλά το κεφάλι’.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate-Μετάφραση