ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ (ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ), ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

                                                                                  1. Ο ΑΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΙ

    Λένε ότι ο Αρίων, που έμενε τον περισσότερο καιρό στην αυλή του Περίανδρου, θέλησε να ταξιδέψει στην Ιταλία και στη Σικελία. Εκεί εργάστηκε, έκαμε πολλά χρήματα και είπε να γυρίσει πίσω στην Κόρινθο. Έφυγε λοιπόν από τον Τάραντα, αλλ’ επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη παρά μόνο στους Κορινθίους, ναύλωσε ένα κορινθιακό καράβι.
Στο ταξίδι όμως οι Κορίνθιοι συνεννοήθηκαν να πετάξουν τον Αρίονα στη θάλασσα για να πάρουν τα χρήματά του.Ο Αρίων κατάλαβε το σκοπό τους και τους ικέτευε να του χαρίσουν τη ζωή και να τους δώσει όλα όσα είχε. Δεν κατόρθωσε να τους πείσει και οι ναύτες τον διέταξαν ή ν’ αυτοκτονήσει μέσα στο πλοίο και να τον θάψουν αυτοί όταν φτάσουν στη στεριά ή να πηδήσει αμέσως στη θάλασσα. Μη ξέροντας τι να κάμει, ο Αρίων τους ζήτησε  μια τελευταία χάρη: να σταθεί στο κατάστρωμα του πλοίου και να τραγουδήσει φορώντας τα καλύτερά του ρούχα. Όταν θα τελείωνε το τραγούδι, θ’ αυτοκτονούσε. Οι ναύτες φυσικά χάρηκαν πολύ που θ’ άκουγαν τον καλύτερο τραγουδιστή του κόσμου και συγκεντρώθηκαν στη μέση του πλοίου για να τον ακούσουν. Ο Αρίων φόρεσε τα καλύτερά του ρούχα, πήρε την κιθάρα του, τραγούδησε ένα παλιό τραγούδι, και όταν τελείωσε,  έπεσε στη θάλασσα όπως ήταν , με τα ρούχα του. Οι ναύτες συνέχισαν το ταξίδι ως την Κόρινθο.
   Εκείνον, καθώς λένε, τον πήρε ένα δελφίνι στη ράχη του και τον μετέφερε στο Ταίναρο. Εκεί βγήκε στη στεριά και ξεκίνησε για την Κόρινθο με τα ίδια ρούχα. Όταν έφτασε εκεί, τα διηγήθηκε  όλα. Ο Περίανδρος όμως δεν τον πίστεψε και τον φυλάκισε σε αυστηρή απομόνωση περιμένοντας να έρθει το πλοίο.
   Άμα έφτασε το πλοίο, κάλεσε τους ναύτες να του πουν αν ήξεραν τίποτα για τον Αρίονα. Εκείνοι του αποκρίθηκαν ότι τον είχαν δει στην Ιταλία, ότι ήταν καλά  και ότι, όταν έφυγαν, τον άφησαν στον Τάραντα όπου εργαζόταν πολύ καλά. Εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε μπροστά τους ο Αρίων, ντυμένος όπως ήταν όταν είχε πέσει στη θάλασσα. Οι ναύτες, έκπληκτοι, δεν μπόρεσαν να αρνηθούν τίποτα.
   Αυτά διηγούνται και οι Κορίνθιοι και οι Λέσβιοι, και στο Ταίναρο υπάρχει ακόμη ένα μικρό ανάθημα[1] που παριστάνει έναν άνθρωπο καθισμένο σε δελφίνι.

                                                                       Ηρόδοτος (Μετάφραση: Άγγελος Βλάχος   


[1] ανάθημα: αφιέρωμα, τάμα

ΗΡΟΔΟΤΟΣ: Γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας (485 – 421 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός που έγραψε για τους πολέμους των Ελλήνων με τους Πέρσες. Θεωρείται ο πατέρας της Ιστορίας.





                 2. ΤΙ ΕΓΡΑΨΑΝ ΤΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ


1. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών βρίσκονται συγκεντρωμένοι αρχαιολογικοί θησαυροί απ’ όλη την Ελλάδα: από τις Μυκήνες, τις Κυκλάδες, τη Σπάρτη, την Πύλο, τη Θεσσαλία. Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την αρχαία τέχνη από τότε που έκανε τα πρώτα βήματα μέχρι τότε που δημιούργησε τα αριστουργήματα του χρυσού αιώνα του Περικλή!
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς! Τη χρυσή μάσκα του Αγαμέμνονα; Τους κούρους; Ή το άγαλμα του Δία; Προσωπικά στάθηκα άφωνη μπροστά στο άγαλμα του Δία ή του Ποσειδώνα. Γιατί οι αρχαιολόγοι δεν μπορούν να πουν με σιγουριά αν είναι ο Δίας, οπότε απ’ το χέρι του θα ‘φευγε ο κεραυνός, ή είναι ο Ποσειδώνας, οπότε θα κρατούσε την τρίαινά του. Τα πόδια του, και κυρίως τα δάχτυλά του, είναι τέλεια δουλεμένα. Και τα μάτια του έχουν ακόμα και τα βλέφαρα. Και είναι χάλκινο χυτό άγαλμα. Υποθέτουν ότι το έφτιαξε ο γλύπτης Κάλαμης. Βρέθηκε μέσα στη θάλασσα, κοντά στο ακρωτήριο της βόρειας Εύβοιας. Θεωρείται από τα αριστουργήματα του Αρχαιολογικού μας Μουσείου.
Κατεβαίνοντας τη μαρμάρινη σκάλα του Μουσείου, ένιωθα να πετάω από υπερηφάνεια που είμαι Ελληνοπούλα. Μου ήρθε να φωνάξω: «αρχαίο πνεύμα αθάνατο»!

2. Σήμερα πήγαμε στο Μουσείο. Είχε μέσα κάτι αρχαία πράγματα. Εμένα μ’ αρέσουν τα διαστημόπλοια κι οι πύραυλοι. Αλλά ακόμα δεν έχουν φτιάξει μουσείο για πυραύλους. Όταν θα φτιάξουν, θα πηγαίνω με τις ώρες.

3. Είναι η πρώτη φορά που πήγα σε τόσο μεγάλο μουσείο. Είχε ωραία πράγματα μέσα. Είχε κολιέ και βραχιόλια που φορούσαν οι αρχαίες κυρίες, είχε και όπλα και μάσκες που φορούσαν οι αρχαίοι πολεμιστές. Αγάλματα και τεράστια βάζα που τα λένε αμφορείς.
Δυο πράγματα θα θυμάμαι  για όλη μου τη ζωή από το μεγάλο μουσείο της Αθήνας. Το παιδί πάνω στο άλογο και τον Αριστόδικο1.
Το παιδί πάνω στο άλογο νόμιζες ότι θα έδινε μια στ’ άλογό του κι αυτό θα σαλτάριζε μακριά απ’ τα κάγκελα και τα μουσεία. Κι ότι ελεύθερο θα έτρεχε σ’ όλη την Ελλάδα. Θα ανέβαινε βουνά, θα κατέβαινε πεδιάδες, θα πήδαγε ποταμάκια κι όλο θα έτρεχε χωρίς να σταματήσει ποτέ.
Νομίζω ότι το παιδί και το άλογο είναι οι πιο φυλακισμένοι άνθρωποι που έχω δει στη ζωή μου…
Κι ο πιο αδικημένος ο Αριστόδικος. Κανένας δεν τον κοιτάει, κανείς δεν του δίνει σημασία. Όλοι τον προσπερνάνε, για να σταθούν πέντε μέτρα πιο κει, στο άγαλμα του Δία ή του Ποσειδώνα. Όλοι βλέπουν το τεράστιο άγαλμα και κανείς, μα κανείς δε βλέπει τον Αριστόδικο. Ούτε κι εγώ ήξερα ότι τον έλεγαν έτσι. Μου έκανε όμως εντύπωση που το στήθος και το πρόσωπό του ήταν όλο γρατσουνιές και χαρακιές. Διάβασα τότε το χαρτάκι που έλεγε ότι βρέθηκε πριν σαράντα χρόνια στα Μεσόγεια της Αττικής κι ότι οι χαρακιές στο στήθος και στο πρόσωπο είχαν γίνει από το αλέτρι του γεωργού.
Τον αδίκησαν τον Αριστόδικο εκείνοι  που τον έβαλαν δίπλα σ’ αυτόν τον υπέροχο  Δία. Αλλά τον αδικήσαμε κι εμείς που δεν του ρίξαμε ούτε ένα βλέμμα. Γι’ αυτό του αφιερώνω αυτή την έκθεση.

                                                                                                                          Ευγενία Φακίνου
1. Ο Αριστόδικος ήταν αυτός που σκότωσε τον Εφιάλτη, τον προδότη της μάχης των Θερμοπυλών.




                                        3.  «ΤΟΝ ΑΡΤΟΝ ΗΜΩΝ ΤΟΝ ΕΠΙΟΥΣΙΟΝ…»


   Ο λαός μας το ψωμί το λαχτάρισε πάντα, σε καλές και σε κακές εποχές. Είτε γιατί η χώρα μας δεν το έβγαζε άφθονο, είτε γιατί οι οικονομικές της συνθήκες δεν του δώσανε πάντα την ευχέρεια να το φάει πλουσιοπάροχα, τούτος ο λαός στο πιο πολύ του μέρος «δεν εχόρτασε ψωμί», κι αυτό ίσα ίσα είναι που τον έκανε να ξέρει την αξία του.
   Εμείς εδώ στις πολιτείες βλέπαμε ως τώρα το ψωμί σαν κάτι πρόχειρο, απλό κι ευκολοαγόραστο, το πιο φθηνό είδος τροφής, που μας το πουλούσαν τα ψωμάδικα ή τα ζαχαροπλαστεία έτοιμο, σ’ όποια ώρα και σ’ όποιο σχήμα το ζητούσαμε. Στα χωριά μας όμως δεν συνέβαινε το ίδιο. Ο λαός εκεί αγωνιζότανε, μοχθούσε κι ίδρωνε, ώσπου να φτιάξει το ψωμί του.
   Κάτι που δείχνει χαρακτηριστικότατα τη λαϊκή πίστη στην ιερότητα του ψωμιού είναι ο όρκος πάνω σ’ αυτό. «Μα τούτο το ψωμί!», λένε στη Θράκη,  «Μα τη δύναμη του ψωμιού!» στα Επτάνησα, «Μα τούτη τη μπουκουνιά!» λένε στην Κρήτη. Και το σηκώνουνε στο χέρι και κάνουνε μ’ αυτό το σταυρό τους και το φιλούνε.
   Αλίμονο σ’ εκείνον που θα παραβεί έναν τέτοιο όρκο. Θα ‘ναι ένας σιχαμερός «ψωμοπάτης», περιφρονημένος από τους ανθρώπους και το Θεό. «Επάτησε το ψωμί», λένε για κείνους που δεν τηρούν τον όρκο τους στο ψωμί και τους περιφρονούνε.
   Το ίδιο και τις φιλίες, όταν θέλουν να τις συνταιριάζουνε, να είναι δεμένες άρρηκτα και πιστά, πάλι στο ψωμί καταφεύγουνε, και το έχουνε για τον πιο άγιο δεσμό. Το να «φάει ψωμί» κανείς σ’ ένα σπίτι, είναι πια γι’ αυτόν δέσιμο φιλίας δυνατό, υποχρέωση αφοσίωσης και αλληλεγγύης. «Έφαγα ψωμί σ’ αυτό το σπίτι. Δε γίνεται τώρα να το πατήσω και να τους κάνω κακό.» «Ψωμί κι αλάτι φάγαμε μαζί. Δεν το ξεχνώ!»
   Το ψωμί έχει και δύναμη. Στο τραπέζι που τρώμε δεν κάνει, λέει, ν’ αφήνουμε τη μπουκιά μας αφάγωτη. Είναι σαν ν’ αφήνουμε εκεί πάνω την ίδια τη δύναμή μας.
Λένε πως εμείς οι Έλληνες είμαστε οι πιο ψωμοφαγάδες ανάμεσα στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Πώς να μην είμαστε, αφού στο ψωμί και μόνο στηρίζουμε τη διατροφή μας;  Ο λαός έφτασε στο σημείο να πει:
«Το ψωμί και το νερό κάνουν τον άνθρωπο γερό.»
«Όταν λείπει το ψωμί, η μέρα γίνεται διπλή.»
«Απ’ όλα τα μυρωδικά, κάλλιο μυρίζ’ ο φούρνος!»
  Ο τρόπος  που κοίταξε και που τραγούδησε ο λαός μας το ψωμί είναι συγκινητικός μαζί και κωμικός. Είναι χαρακτηριστικό εκείνο το ανέκδοτο με τον Καραγκιόζη. Όταν είδε, λέει, το φούρναρη να κάθεται μπροστά σ’ ένα σωρό αχνιστά καρβέλια ατάραχος, έμεινε εκστατικός μ’ αυτό το θέαμα. Δεν πίστευε στα μάτια του, που έβλεπε ένα συνάνθρωπό του να έχει στη διάθεσή του ψωμιά και να μην τα καταβροχθίζει!
Πλησίασε  λοιπόν δειλά και ρώτησε τον ψωμά:
-Δικά σου είναι όλα τούτα τα ψωμιά;
-Και βέβαια δικά μου, του λέει εκείνος.
Αδύνατο να χωρέσει το μυαλό του ένα τέτοιο πράμα.
Και ξαναρώτησε με συγκινητική απορία:
-Και δεν τα τρως;

                                                                                                                          Δημ. Σ. Λουκάτος

Λαογραφία: είναι η επιστήμη που μελετά τις παραδοσιακές εκφράσεις των λαϊκών πολιτισμών: ήθη, έθιμα, τραγούδια, τέχνη, παροιμίες, ενδύματα, χορούς κ.τ.λ.




                                                                4. ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ


       Το μεγάλο ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο. Αν είχες ταμπούρλο, η δουλειά ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το φανάρι δεν κόστιζε παραπάνω από ‘να γρόσι.
Εκείνη τη χρονιά ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο έξοδο. Το μεσημέρι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα ταμπούρλο!
Πήγα και βρήκα το φίλο μου το Μιχάλη. Ήταν το παλικάρι της γειτονιάς κι ο καλύτερος σύντροφος για τα κάλαντα.
-Το ταμπούρλο το ‘χουμε! του φώναξα. Βγαίνουμε απόψε;

Πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα
Ο Μιχάλης δέχτηκε αμέσως. Είπε όμως πως έ
πρεπε να πάρουμε μαζί μας και τον αδερφό του το Δημήτρη. Ήταν καλλίφωνος και θα βοηθούσε πολύ στη δουλειά. Η  αλήθεια είναι πως ο Δημήτρης τραγουδούσε σαν άγγελος.
Ξεκινήσαμε βραδάκι. Ο Μιχάλης φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό που φούσκωνε κωμικά στην κοιλιά του, σκεπάζοντας το ταμπούρλο. Σ’ εμένα ξέπεσε το χάρτινο φαναράκι κι η φροντίδα να τα’ αναβοσβήνω κάθε τόσο. Ο Δημήτρης είχε τα χέρια του στις τσέπες και πήγαινε στο δρόμο πότε πιο μπροστά πότε πιο πίσω μας.
Η «πελατεία» του Μιχάλη και του Δημήτρη ήταν η περισσότερη στις φτωχογειτονιές. οι εισπράξεις μέτριες. Λέγαμε κι ευχαριστώ, αν τύχαινε να μας δώσουν κανένα γροσάκι εκτός από τα φουντούκια και τα’ αμύγδαλα.
Τότε εγώ τους τραβηξα στις αριστοκρατικές γειτονιές. Αυτό ήταν ένα μυστικό δικό μου. Μέρες τώρα το φύλαγα.
Στο κουρείο του πατέρα μου έρχονταν όλο γιατροί και δικηγόροι. Από τα Χριστούγεννα ακόμα με ρωτούσαν:
-Ε, πιτσιρίκο, δε θα ‘ρθεις να μας τα πεις;
Εγώ απαντούσα αόριστα. Σημείωνα όμως τ’ όνομα και φρόντιζα να μάθω τη διεύθυνση. Έτσι, στην πιο απελπιστική στιγμή της «επιχείρησης», ξεφούρνισα στους φίλους μου μια λίστα με έξι εφτά ονόματα γενναία.
Η δουλειά μου ήταν, μόλις άνοιγε η πόρτα, να ειδοποιώ πως ο Τάκης, ο γιος του κυρ Στέφανου του μπαρμπέρη, ήρθε να πει τα κάλαντα.
Κι έτσι τα πήγαμε θαυμάσια. Τα σελινάκια[1] ήρθαν να σκεπάσουν τα γροσάκια των φτωχογειτονιών. Μα ένα πράγμα δε μου άρεσε: Στα σπίτια αυτά που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα, ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Με φίλευαν ιδιαίτερα και μου ‘διναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντάς μου πως αυτό είναι «δικό μου, μόνο δικό μου».
Όμως η καρδιά μου δε βάσταξε και τους τα ομολόγησα αμέσως. Κι έτσι τα ιδιαίτερά μου μπήκαν στο κοινό ταμείο.
Όλα θα τελείωναν μια χαρά, θα περνούσαμε μια Πρωτοχρονιά φίνα, αν στο γυρισμό, εκεί στα μπαξεδάκια του Μαρουφιού, δε συναντούσαμε το Στραβοσπύρο με την παρέα του. Ο Στραβοσπύρος ήταν ένας μόρτης ίσαμε κει πάνω. Τις Κυριακές στον Άγιο Κωνσταντίνο πουλούσε κουλούρια της κανέλας. Μαζί του και δυο άλλοι-Παναγιά φύλαγε!-που κουβαλούσαν μια λατέρνα κι ένα φανάρι τζάμινο στολισμένο με λογής λογής κορδέλες και χαρτιά! Τι ήθελε ο Δημήτρης να τους παινευτεί για τις εισπράξεις μας;
Ώσπου να το πάρουμε χαμπάρι, μας είχαν βάλει κάτω, μας πήραν τα λεφτά και μας σπάσαν και το ταμπούρλο. Τι μπορούσε να σου κάνει κι ο Μιχάλης, το παιδί, μ’ αυτούς τους νταγλαράδες;
Εγώ κλαίγοντας και βαστώντας πάντα το χάρτινο σβησμένο φαναράκι μου τράβηξα για το σπίτι. Ο Μιχάλης κι ο Δημήτρης όμως πήραν το κατόπι τους μόρτες καλώντας, άδικα, τους τσαούσηδες[2] να τους πιάσουν.
Δεν ξέρω πώς τελείωσαν οι φίλοι μου. Δε ρώτησα και δεν θυμάμαι πια. Εκείνο όμως που θυμάμαι πολύ καλά είναι πως πέρασα μια Πρωτοχρονιά γεμάτη πίκρα και θλίψη απαρηγόρητη.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                     Στρατής Τσίρκας



[1] σελίνι: το ένα εικοστό της αγγλικής λίρας
[2] τσαούσης: υπαξιωματικός του τουρκικού στρατού

Εργασία: Γράψε σε λίγες γραμμές ποιοι άνθρωποι δεν περνάνε καλά τις μέρες των γιορτών.




                                                          5.   ΕΡΜΗΣ ΚΑΙ ΧΑΡΩΝ


ΕΡΜΗΣ: Αν θέλεις, βαρκάρη, έλα να λογαριάσουμε τι μου χρωστάς, για να μην τσακωνόμαστε πάλι.
ΧΑΡΩΝ: Να τα λογαριάσουμε. Αυτό είναι το καλύτερο για να βρούμε την ησυχία μας.
ΕΡΜΗΣ: Μου παράγγειλες και σου έφερα μια άγκυρα των πέντε δραχμών.
ΧΑΡΩΝ: Πολλά βάζεις.
ΕΡΜΗΣ: Μα τον Πλούτωνα, πέντε δραχμές την αγόρασα! Κι ένα λουρί για τους σκαρμούς[1], των δύο οβολών[2]
ΧΑΡΩΝ: Γράψε πέντε δραχμές και δύο οβολούς.
ΕΡΜΗΣ: Και μια σακοράφα για το πανί. Την πλήρωσα πέντε οβολούς.
ΧΑΡΩΝ: Γράψ’ τους κι αυτούς.
ΕΡΜΗΣ: Σου έφερα επίσης κερί, για να βουλώσεις τα ανοίγματα της βάρκας, καθώς και καρφιά και σκοινί.
ΧΑΡΩΝ: Μου έκανες ψώνια σε πολύ καλή τιμή.
ΕΡΜΗΣ: Αυτά είναι όλα, εκτός αν ξεχάσαμε τίποτα. Πότε λοιπόν λες να μου τα δώσεις;
ΧΑΡΩΝ: Για την ώρα είναι αδύνατο. Όμως, αν κάποιο θανατικό ή κανένας πόλεμος μου στείλει μαζεμένους νεκρούς, τότε θα μπορέσω να κερδίσω απ’ αυτούς κλέβοντάς τους στα μεταφορικά!
ΕΡΜΗΣ: Κι εγώ λοιπόν θα κάθομαι και θα παρακαλάω να γίνουν συμφορές ώστε να εισπράξω τα λεφτά μου;
ΧΑΡΩΝ: Δεν γίνεται αλλιώς. Τώρα, όπως βλέπεις, μας έρχονται λίγοι. Υπάρχει ειρήνη στον κόσμο.
ΕΡΜΗΣ: Κάλλιο ειρήνη, κι ας αργείς να με ξοφλήσεις.

                                                                                                                             Λουκιανός


ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ: Έζησε τον 2ο αιώνα μ.Χ. στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έγραψε ρητορικά έργα και σατιρικούς διαλόγους.


Εργασία: Να χαρακτηρίσετε τα πρόσωπα του έργου.



[1] σκαρμός: το ξύλινο στήριγμα του κουπιού
[2] οβολός: νόμισμα, το ένα έκτο της αρχαίας αττικής δραχμής



                                                    6.   Ο ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΤΟΥ


Ο Αρχιμήδης γεννήθηκε το 287 π.Χ. και ήταν συγγενής του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα.
Μια μέρα ο Ιέρωνας τον κάλεσε και του ανέθεσε να λύσει ένα δύσκολο πρόβλημα. Είχε παραγγείλει σ’ ένα χρυσοχόο των Συρακουσών ένα στέμμα από συμπαγές χρυσάφι. Ήταν άραγε τίμιος ο χρυσοχόος εκείνος; Έπρεπε λοιπόν ο Αρχιμήδης να εξακριβώσει, χωρίς να το καταστρέψει, αν το στέμμα ήταν από καθαρό συμπαγές χρυσάφι ή αν ήταν κούφιο από μέσα ή ακόμη αν είχε φτιαχτεί από κράμα χρυσού και αργύρου.
Η λύση του προβλήματος αρχικά φαινόταν  αδύνατη. Ο Αρχιμήδης όμως δεν ήταν από κείνους που  σταματούν σε μια δυσκολία. Έστυβε το μυαλό του αδιάκοπα, ώσπου σε μια στιγμή η λύση ήρθε αναπάντεχη.
Μια μέρα, στο λουτρό, καθώς βυθιζόταν στο νερό, ξαφνικά «φωτίστηκε».  Η παράδοση λέει πως ξεπετάχτηκε από το λουτρό και βγήκε γυμνός στους δρόμους φωνάζοντας: «Εύρηκα! Εύρηκα!».
Τι είχε βρει λοιπόν; Είχε βρει τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε, παρατηρώντας την επιφάνεια του νερού να ανεβαίνει μέσα στο λουτρό, καθώς το σώμα του βυθιζόταν.  Επειδή το πρόβλημα δεν έφευγε ποτέ από το μυαλό του, σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή πως και το στέμμα, αν βυθιζόταν στο νερό, θα έκανε επίσης την επιφάνειά του να ανεβεί. Από χρυσάφι, από ασήμι ή από μολύβι, συμπαγές ή κούφιο, το στέμμα πιάνει οπωσδήποτε ορισμένο χώρο, έχει κάποιον όγκο, κι αν το βυθίσουμε στο νερό, το νερό, μη μπορώντας να συμπιεστεί, θα ανεβεί μέσα στο δοχείο του, σε μια στάθμη ψηλότερη, που μπορούμε να τη σημαδέψουμε εύκολα.
Αφήνοντας τώρα το στέμμα και επαναλαμβάνοντας το πείραμα με κομμάτια καθαρό χρυσάφι, προσπαθούμε να φέρουμε τη στάθμη του νερού στο ίδιο σημείο όπου ανέβηκε όταν βυθίστηκε το στέμμα. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να δεχτούμε πως έχουμε τον ίδιο όγκο. Αν ζυγίσουμε λοιπόν τόσο το στέμμα, που υποτίθεται πως είναι από καθαρό χρυσάφι, όσο και τα κομμάτια του  χρυσού, πρέπει να βρούμε το ίδιο βάρος. Αν το στέμμα είναι κούφιο, πρέπει να ζυγίζει λιγότερο από τα κομμάτια του χρυσού. Επίσης ελαφρύτερο πρέπει να βρεθεί, αν το στέμμα είναι φτιαγμένο από κράμα χρυσού και αργύρου, αφού ο άργυρος (ασήμι) είναι δυο φορές σχεδόν ελαφρύτερος από το χρυσό. Το πείραμα έδειξε πως το στέμμα δεν είχε το χρυσάφι που έπρεπε να έχει.
Το κείμενο όπου ο Αρχιμήδης περιγράφει τις εφευρέσεις του ήταν χαμένο για 1.700 χρόνια και βρέθηκε το 1540.

ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ: Ο μέγιστος μαθηματικός, φυσικός και μηχανικός της αρχαιότητας και ένας από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς εγκεφάλους όλων των αιώνων Γεννήθηκε το 287π.Χ και πέθανε το 212 π.Χ. Οι πληροφορίες οι σχετικές με τη ζωή του είναι πολύ φτωχές. Δυστυχώς ο "Αρχιμήδους βίος" του Ηρακλείδη χάθηκε. Πάντως είναι εξακριβωμένο ότι γεννήθηκε στις Συρακούσες και ήταν πιθανότατα γιος του αστρονόμου Φειδία. Οπωσδήποτε καταγόταν από ευγενική και πλούσια οικογένεια. Στην ευγένειά του όφειλε το σύνδεσμό του με την αυλή του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα, με τον οποίο είχε και προσωπική φιλία, και στον πλούτο του το ότι κατόρθωσε να ταξιδέψει στην Αλεξάνδρεια και το ότι, επιστρέφοντας στις Συρακούσες, μπόρεσε να διαθέσει το χρόνο του αποκλειστικά στην επιστημονική έρευνα. Πότε ακριβώς πήγε στην Αλεξάνδρεια δε μας είναι γνωστό. Εκεί έκανε γνωριμίες με τον κύκλο των επιστημόνων που είχε δημιουργήσει ο Ευκλείδης. Συνδέθηκε με το Σάμιο μαθηματικό Κόνωνα, του οποίου την κρίση εκτιμούσε πολύ το μαθητή αυτού Δοσίθεο και το βιβλιοθηκάριο της Αλεξάνδρειας Ερατοσθένη, ο οποίος καταγινόταν όχι μόνον με τη Γεωγραφία, αλλά και με την Αστρονομία, τα Μαθηματικά, καθώς και με τις χρονολογικές και φιλολογικές μελέτες. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αλεξάνδρεια λέγεται ότι ο Αρχιμήδης επινόησε μηχάνημα κατάλληλο για την άντληση νερού, το οποίο ονομάστηκε "αιγυπτιακός κοχλίας" και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα. Επιστρέφοντας στις Συρακούσες αφοσιώθηκε σε τέτοιο βαθμό στις θεωρητικές επιστημονικές μελέτες, ώστε, σύμφωνα με όσα γράφει ο Πλούταρχος, είχε λησμονήσει και την τροφή και παρέλειπε την περιποίηση του σώματος. Ο ίδιος μας λέει ότι κάποτε μέσα στο λουτρό, από την υπερχείλιση του νερού που εκτόπιζε το σώμα του, συνέλαβε τη λύση του προβλήματος του σχετικού με τη γνησιότητα του χρυσού στεφάνου του Ιέρωνα πήδησε από το λουτρό, σαν άνθρωπος που κυριεύεται από θεϊκή μανία, και βάδιζε στους δρόμους φωνάζοντας "εύρηκα" (αρχή Αρχιμήδη). Κατά την πολιορκία των Συρακουσών από τους Ρωμαίους (214 π.Χ.) προστάτευσε με τα μηχανήματά του επί τρία χρόνια την πόλη του. Με μεγάλους γάντζους, που έβγαιναν από τα τείχη, άρπαζε και σήκωνε ψηλά τα πλοία του πλησίαζαν στην πόλη και ύστερα τα άφηνε να πέσουν και να τσακιστούν στους βράχους ή να βουλιάξουν στη θάλασσα. Αυτό το κατόρθωνε με συνδυασμό μοχλών. Είχε επινοήσει ένα είδος καταπέλτη με τον οποίο οι Συρακούσιοι βομβάρδιζαν με βροχή από πέτρες τους Ρωμαίους. Λέγεται ακόμα ότι είχε κατασκευάσει σφαιρικά ή παραβολικά κάτοπτρα, που συγκέντρωναν τις ακτίνες του Ηλίου, τις έριχναν πάνω στα εχθρικά πλοία και τα έκαιγαν μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ρωμαίων. Όταν τελικά μπήκαν οι Ρωμαίοι στην πόλη, ο στρατηγός Μάρκελλος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να μην πειράξουν τον Αρχιμήδη και το σπίτι του. Ένας άξεστος όμως Ρωμαίος οπλίτης βρήκε τον Αρχιμήδη στον κήπο του σπιτιού του να χαράζει γεωμετρικά σχήματα πάνω στην άμμο. "Μη μου τους κύκλους τάραττε" πρόλαβε να φωνάξει ο μεγάλος μαθηματικός. Ο στρατιώτης όμως, αγνοώντας ποιον έχει μπροστά του, τον σκότωσε με το ξίφος του.







                                             7.   ΕΝΑ ΑΡΧΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑΤΑΚΙ

                                                                                                 Αθήνα, 23 Δεκεμβρίου 1939

Αγαπητοί μου
Οι αρχαίοι έγραφαν σε φύλλα παπύρου: συγγράμματα, έγγραφα, γράμματα, τα πάντα. Πολλοί από τους παπύρους αυτούς έχουν διασωθεί και βρίσκονται στις βιβλιοθήκες ή μουσεία. Κι οι σοφοί, οι φιλόλογοι, οι παλαιογράφοι, οι παπυρολόγοι προσπαθούν να τους διαβάσουν – με πολλούς κόπους, εννοείται, γιατί οι περισσότεροι είναι φθαρμένοι από τον καιρό και δυσανάγνωστοι. Αλλά πόσο πλούσια ανταμείβονται αυτοί οι κόποι! Πόσα αρχαία αριστουργήματα τα ξέρουμε μόνο επειδή έτυχε να βρεθούν αντίγραφά τους σε παπύρους! Και πόσα μάθαμε για τη δημόσια και την ιδιωτική ζωή των παλαιών εκείνων καιρών και για τη γλώσσα ακόμα διάφορων περιόδων, από έγγραφα και γράμματα σε παπύρους! Περίεργα τα περισσότερα και από πολλές απόψεις διδακτικά.
Κι ανάμεσα στα γράμματα υπάρχει κι ένα μικρό που μας ενδιαφέρει ξεχωριστά. Γιατ’ είναι γραμμένο από δυο μεγάλα κάπως κορίτσια σε δυο μικρότερα – Αιγυπτιοπούλες της εποχής των Πτολεμαίων, του 250 να πούμε προ Χριστού. Ιδού το ιστορικό: Η Απολλωνία και η Εύπους, τα μεγάλα κορίτσια,  17 – 18 χρονών, με την άρρωστη μητέρα τους, πήγαν σε κάποια πόλη – ή σε κάποια εξοχή – αφήνοντας στην πατρίδα τους, στο πατρικό τους, το Ράσιον και το Δημάριον, 14 - 15 χρονών (τα ονόματα των μικρών κοριτσιών ήταν τότε ουδέτερα όπως και σήμερα στα νησιά μας, το Μαρουδιό, το Λενιό) και τα πολύ πιο μικρά τους αδερφάκια  Τιτόαν και Σφαίρον. Μια μέρα οι μεγάλες παίρνουν πένα και χαρτί (πάπυρο) και γράφουν στις μικρότερες τα ακόλουθα:
«Απολλωνία και Εύπους, Ρασίω και Δημαρίω ταις αδελφαίς, χαίρειν. Εί έρρωσθε ευ, ερρώμεθα δε και αυταί. Καλώς δε ποιήσεις τοις ιεροίς λύχνον άπτουσα και εκτινάσσουσα τα προσκεφάλαια. Φιλομάθι δε και μη λυπού περί της μητρός, ήδη γαρ κομψώς έχι. Προσδέχεσθε δε ημάς. Έρρωσθε. Και μη παίζε εν τη αυλή, αλλά έσω ευτάκτει, επιμέλου δε Τιτόας και Σφαίρου».
Ή όπως θα έγραφαν σήμερα:
«Η Απολλωνία και η Εύπους στο Ράσιο και στο Δημάριο, τις αδελφές τους χαιρετίσματα. Ευχόμαστε να είστε καλά, όπως και εμείς υγιαίνουμε. Καλά θα κάνεις ν’ ανάβεις στο εικονοστάσι το καντήλι και να τινάζεις καλά τα μαξιλάρια.  Διάβαζε τα μαθήματά σου και μην ανησυχείς για τη μητέρα, γιατί τώρα είναι καλά. Και να μας περιμένετε. Γεια σας. –Και μην παίζετε έξω στην αυλή, αλλά μέσα να κάθεσαι φρόνιμα και να προσέχεις την Τιτόα και το Σφαίρο».
Καθώς βλέπετε, οι μεγάλες αδερφές απευθύνονται πότε και στις δυο μικρότερες, πότε στη μία – και βέβαια το Ράσιον, τη μεγαλύτερη.
Τα μεγάλα εκείνα κορίτσια ήταν γραμματισμένα. Γι’ αυτό και κανένα ορθογραφικό λάθος δεν υπάρχει στο γραμματάκι τους, εκτός από ένα «φιλομάθι» κι ένα «έχι», απροσεξίες βέβαια, μα που κι αυτές μας δείχνουν πως και την εποχή εκείνη, όπως και σήμερα, το ει προφέρεται σαν ι μονάχο.
Στη συλλογή υπάρχει κι ένα γράμμα αγοριού προς τον πατέρα του. Λοιπόν τέτοια αγραμματοσύνη δέρνει το αγόρι αυτό, ώστε το γράμμα του καταντά αδιάβαστο! Μήπως πρέπει να συμπεράνουμε πως την εποχή εκείνη τα κορίτσια των καλών οικογενειών «εφιλομάθουν» και μάθαιναν καλύτερα γράμματα από τ’ αγόρια, που τ’ απασχολούσε μόνο το γυμναστήριο;
Κι ένα γλωσσικό απρόοπτο: Το «κομψώς», στην αρχαιότητα είχε την ίδια απάνω κάτω σημασία που έχει και σήμερα. Αλλά να που την εποχή που ζούσαν η Απολλωνία και οι αδερφές της, κατάντησε να σημαίνει καλώς. «Κομψώς έχει = καλώς έχει, υγιαίνει». Κι εγώ λοιπόν σας εύχομαι να γιορτάσετε μεθαύριο τα Χριστούγεννα… κομψώς έχοντες, και
                                                                                                                    Σας ασπάζομαι
                                                                                                                          Φαίδων



                                                                                                               Γρηγόριος Ξενόπουλος




8.  Η ΠΑΝΤΕΧΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Του κόσμου από τα θάματα  

δεν είναι τίποτ’ άλλο
που να ‘ναι σαν τον άνθρωπο
περήφανο μεγάλο.
Σε φουσκωμένα κύματα,
σε θάλασσα αφρισμένη,
αυτός ξέρει και μπαίνει                                  
-και φύσαγε, νοτιά!

Και τη θεά την υπέρτατη,
τη γη τη φαρδιοπλάτα,
που ακούραστα τα χαίρεται
τ’ αθάνατά της νιάτα,
ζεύει στ’ αλέτρι τ’ άλογα
και την περικυκλώνει,
βαθιά τήνε πληγώνει
και την καταπονά.

Πιάνει πουλιά γοργόφτερα,
βουνίσια αγρίμια πιάνει,
τα ψάρια από τη θάλασσαν
αυτός με δίχτυα βγάνει.
Αυτός τον ταύρο, τ’ άλογο
ξέρει να μεταπείσει,
τη λευτεριά ν’ αφήσει
και στο ζυγό να μπει.

Αυτός και γλώσσαν έμαθε,
και σπίτια να σκεπάζει
και νόμους εστερέωσε
και φρόνημα σπουδάζει.
Με χίλιους τρόπους έρχεται
και χίλιους τρόπους ξέρει,
και μόνο δε θα φέρει
θανάτου αποφυγή!

             Απόσπασμα από την τραγωδία «Αντιγόνη» του Σοφοκλή



ΣΟΦΟΚΛΗΣ: Αθήνα 496 – 406 π.Χ. Ένας από τους τρεις μεγάλους αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές (οι άλλοι δύο είναι ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης). Τα έργα τους έχουν διαχρονική αξία και παίζονται σε όλα τα θέατρα του κόσμου. Μερικά από τα έργα του είναι: «Οιδίπους τύραννος», «Αντιγόνη», «Ηλέκτρα», «Φιλοκτήτης» κ.ά. 


                              

                                 9.   Ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
                                                            
( Ο Περικλής έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα. Την εποχή που κυβερνούσε αυτός, η πόλη γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της. Τότε χτίστηκε ο Παρθενώνας. Ήταν πολύ σπουδαίος ρήτορας.)


   Το πολίτευμά μας λέγεται δημοκρατία, επειδή την εξουσία δεν την ασκούν λίγοι πολίτες αλλά όλος ο λαός. Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι μπροστά στο νόμο… Για τα δημόσια αξιώματα προτιμώνται εκείνοι που είναι ικανοί και το αξίζουν κι όχι εκείνοι που ανήκουν σε μια ορισμένη τάξη. Κανείς, αν τύχει και δεν έχει κοινωνική θέση ή αν είναι φτωχός, δεν εμποδίζεται γι’ αυτό να υπηρετήσει την πολιτεία, αν έχει κάτι άξιο να προσφέρει. Στη δημόσια ζωή μας είμαστε ελεύθεροι αλλά και στις καθημερινές μας σχέσεις δεν υποβλέπουμε ο ένας τον άλλον, δε θυμώνουμε με το γείτονά μας, αν διασκεδάζει και δεν του δείχνουμε όψη πειραγμένου που, αν ίσως δεν τον βλάπτει, όμως τον στεναχωρεί. Αν, ωστόσο, η αυστηρότητα λείπει από την καθημερινή μας ζωή, στα δημόσια πράγματα, από εσωτερικό σεβασμό, δεν παρανομούμε. Σεβόμαστε τους άρχοντες, πειθαρχούμε στους νόμους και μάλιστα σε όσους έχουν γίνει για να προστατεύουν τους αδύνατους και όσους που , αν και άγραφοι, είναι ντροπή να τους παραβαίνει κανείς… Θεωρούμε πως είναι όχι μόνον αδιάφορος αλλά και άχρηστος εκείνος που δεν ενδιαφέρεται για τα πολιτικά. Εμείς οι ίδιοι αποφασίζουμε για τα ζητήματά μας…

  
                                                                                                                            Θουκιδίδης

ΘΟΥΚΙΔΙΔΗΣ: Έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ. Έγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου. Θεωρείται ως ο σημαντικότερος ιστορικός της αρχαιότητας.

Εργασία: Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει το δημοκρατικό πολίτευμα κατά τον Περικλή;



   10.  Ο ΑΡΚΟΥΔΙΑΡΗΣ ΜΕ ΤΗ ΓΡΙΑ ΑΡΚΟΥΔΑ

     

Φορές φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο  αρκουδιάρης με τη γριά βαριά αρκούδα,
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια,
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο,
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ’ αφήνουν πια να βγουν έξω,
μόλο που πίσω απ’ τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας
κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της
μη ξέροντας για πού και γιατί
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια,
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της,
να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα,
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά,
παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων…

                                                                                                       Γιάννης Ρίτσος



11.  ΑΡΓΟΣ, Ο ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Κι εκεί που τέτοια λέγανε μιλώντας μεταξύ τους,
τέντωσε ολόρθα ένα σκυλί τα’ αυτιά και το κεφάλι,
καθώς πεσμένο κείτονταν, ο Άργος του Οδυσσέα,
που μια φορά τα’ ανάθρεφε μονάχος, μα στην Τροία
έφυγε πριν να το χαρεί. Και πρώτα οι νιοι το παίρναν,
λαγούς, ζαρκάδια, αγριόγιδα να κυνηγούν, μα τώρα
παρατημένο κείτονταν, σαν έφυγε ο αφέντης,
στην κοπριά, που ‘ταν σωρός χυμένη μπρος στις πόρτες,
βοδιών μαζί και μουλαριών που σήκωναν οι δούλοι
και το μεγάλο κόπριζαν μετόχι του Οδυσσέα.

Εκεί κι ο Άργος κείτονταν τσιμπούρια φορτωμένος.
Και τότε, όπως μυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα,
κούνησε λίγο την ουρά, κατέβασε τα’ αυτιά του,
όμως δεν είχε ανάκαρα να τρέξει πια κοντά του.

Έστρεψε εκείνος τότε αλλού και σφούγγισε ένα δάκρυ…
-Δες, Εύμαιε, θαυμαστό σκυλί μες στην κοπριά πεσμένο!
Όμορφο πο ‘χει το κορμί, μα αυτό καλά δεν ξέρω
αν είναι τόσο γρήγορο, καθώς πεντάμορφο είναι,
ή τάχα να ‘ναι ένα σκυλί σπιτίσιο που οι αφέντες
έτσι για λούσο συνηθούν στα σπίτια τους να θρέφουν…
-Τα’ αφέντη μου είναι το σκυλί, που χάθηκε στα ξένα.
Αν είχε τέτοιο το κορμί κι όλες τις άλλες χάρες,
ως τα’ άφησε όταν έφυγε και πήγε για την Τροία,
θα θάμαζες το θάρρος του και τη γρηγοροσύνη.
Γιατί ποτέ δεν του ‘φυγε, μες στο βαθύ λαγκάδι,
τα’ αγρίμι πόστρωνε μπροστά, κι ήταν να ψάχνει πρώτο.
Τώρα το βρήκαν συμφορές…

Τον Άργο τότε του πικρού θανάτου βρήκε η μοίρα
ως είδε τον Οδυσσέα ευθύς τον εικοστό πια χρόνο…

                                         Όμηρος (Μετάφραση: Ζ. Σιδέρης)


ΟΜΗΡΟΣ: Έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ. στις ακτές της Μικράς Ασίας. Έγραψε δυο έπη, την Ιλιάδα που αναφέρεται στο δέκατο χρόνο του τρωικού πολέμου και το έπος της Οδύσσειας που αναφέρεται στις περιπέτειες του Οδυσσέα να επιστρέψει στην πατρίδα του την Ιθάκη. Θεωρείται ο μεγαλύτερος ποιητής όλων των εποχών και ο πατριάρχης της ελληνικής γλώσσας.




12.   Η  ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ

(Το απόσπασμα αυτό είναι από την τραγωδία του Ασχύλου «Πέρσες». Εδώ  ένας Πέρσης αγγελιοφόρος περιγράφει τη ναυμαχία της Σαλαμίνας στην μητέρα του Ξέρξη.)
 Η ναυμαχία της Σαλαμίνας έγινε το 480 π.Χ.
…Μα η νύχτα προχωρεί, κι οι Έλληνες κρυφό δρόμο
ν’ ανοίξουν από πουθενά δε δοκιμάζουν.
Όταν όμως, με τ’ άσπρα τ’ άτια της η μέρα
φωτοπλημμύριστη άπλωσε σ’ όλο τον κόσμο,
μια πρώτα ακούστηκε απ’ το μέρος των Ελλήνων
βουή τραγουδιστά με ήχο φαιδρό να βγαίνει
και δυνατά αντιβούιζαν μαζί και οι βράχοι
του νησιού γύρω, ενώ τρομάρα τους βαρβάρους
έπιασεν όλους που έβλεπαν πως γελαστήκαν.
Γιατί δεν ήταν για φευγιό που έψαλλαν τότε
σεμνό παιάνα οι Έλληνες, μα σαν να ορμούσαν
μ’ ολόψυχη καρδιά στη μάχη, ενώ όλη ως πέρα
τη γραμμή των της σάλπιγγας φλόγιζε ο ήχος.
Κι αμέσως τα πλαταγιστά μεμιάς κουπιά τους
χτυπούνε με το πρόσταγμα τη βαθιά άρμη
και δεν αργούνε να φανούν όλοι μπροστά μας.
Το δεξί πρώτο, σε γραμμή, κέρας ερχόταν


μ’ όλη την τάξη κι έπειτα κι ο άλλος ο στόλος
από πίσω ακολουθά. Και τότε ήταν ν’ ακούσεις
φωνή μεγάλη από κοντά: «Εμπρός των Ελλήνων
γενναία παιδιά! Να ελευθερώσετε πατρίδα,
τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας
να ελευθερώσετε τα ιερά και των προγόνων
τους τάφους. Τώρα για όλα είναι που πολεμάτε.»
Μα κι από μας βουή στην περσική τη γλώσσα
τους αποκρίνονταν και πια καιρός δεν ήταν
για χάσιμο, μα ευτύς το ένα στο άλλο επάνω
καράβι κρούει τη χάλκινη αρματωσιά του.
Το σύνθημα της εμβολής έδωσε πρώτα
ένα καράβι ελληνικό, που έσπασεν όλα
ενός φοινικικού, κορόνες κι ακροστόλια,
κι έτσι όλοι στρέφουν ο ένας καταπάνω τ’ άλλου.
Λοιπόν, βαστούσε στην αρχή καλά το ρέμα
του στόλου των Περσών, μα όταν στο στενό μέσα
τόσο πλήθος στριμώχτηκαν και δεν μπορούσαν
καμιά βοήθεια ο ένας τ’ αλλουνού να δίνουν
κι οι ίδιοι με τις χαλκόστομες συμμεταξύ τους
χτυπιόνταν πρώρες, σπάσανε των κουπιών όλες
μαζί οι φτερούγες και, να, τότε των Ελλήνων
τα πλοία ένα γύρο με πολύ επιδεξιοσύνη
από παντού χτυπούσανε, και τα σκαριά μας
αναποδογυρίζονταν και δεν μπορούσες
να βλέπεις πια στη θάλασσα, που ήταν γιομάτη
από ναυάγια καραβιών κι ανθρώπων φόνο
και βρύαζαν οι γιαλοί νεκρούς κι οι ξέρες γύρω,
ενώ όσα μας εμένανε καράβια ακόμα
το ‘βαζαν στο κουπί φευγάλα δίχως τάξη…

                                                         Αισχύλος




ΑΙΣΧΥΛΟΣ:  Ελευσίνα 525 π.Χ. – Γέλα Σικελίας 456 π. Χ.). Ένας από τους τρεις μεγάλους αρχαίου Έλληνες τραγικούς ποιητές. Οι άλλοι δύο είναι ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής. Όσες τραγωδίες δασώθηκαν παίζονται ακόμη και σήμερα με μεγάλη επιτυχία στα θέατρα όλου του κόσμου. Τα έργα που διασώθηκαν είναι οι «Πέρσες», ο «Προμηθέας δεσμώτης» κ.ά. Ο Αισχύλος έλαβε μέρος στη μάχη του Μαραθώνα και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας μαζί με τον αδερφό του Κυναίγειρο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate-Μετάφραση