ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

                                                                                  1.  ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

   
Πούλαγαν οι άνθρωποι όσο όσο τη γη και τα σπίτια τους κι έφευγαν για την Αμερική, τον Καναδά κι την Αυστραλία. Στο σταθμό του τρένου, που θα τους κατέβαζε στο λιμάνι του Πειραιά, καθισμένοι στις βαλίτσες, στα μπογαλάκια, κατάχαμα, περίμεναν από τα ξημερώματα, με τις ώρες, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Το χωριό άδειαζε.
   Καμιά φορά, σε μιαν άκρη, κάποιος ξεδίπλωνε ένα χάρτη που του ‘χαν δώσει στο πρακτορείο της μετανάστευσης. Πήγαιναν οι άλλοι και τον τριγύριζαν, έσκυβαν από πάνω του για να δουν τους μακρινούς παραδείσους που περίμεναν όλο εκείνο το φτωχό και συφοριασμένο λεφούσι. Χωριάτικα ροζιασμένα δάχτυλα άγγιζαν τη χάρτινη απεραντοσύνη του κόσμου, χάραζαν τους ωκεανούς και τις θάλασσες, χάιδευαν καρπερά χώματα, λιβάδια με πλούσιο και καταπράσινο χόρτο.
Οι άνθρωποι των πρακτορείων έρχονταν συχνά στο χωριό και κόλλαγαν στους τοίχους των καφενείων μια μεγάλη χρωματιστή αφίσα, χωρισμένη στα δύο. Από τη μια μεριά ένας χωριάτης κουρελιασμένος δούλευε σαν το σκυλί, έσκαβε ένα χωράφι γιομάτο πέτρα, κι από το κούτελό του έτρεχε ποτάμι ο ιδρώτας. Από την άλλη, καλοντυμένος σαν άρχοντας και ξεκούραστος, ένας άντρας έσπερνε, μα ίσα που προλάβαινε να ρίξει το σπόρο στη γη κι αμέσως πίσω του φύτρωνε, έβγαιναν φύλλα και άνθη. Από κάτω με μεγάλα κεφαλαία και κατακόκκινα γράμματα: Η ΓΗ ΠΟΥ ΕΧΕΤΕ ΚΑΙ Η ΓΗ ΠΟΥ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ.
Ύστερα το τρένο ερχόταν. Οι άντρες άρπαζαν τα μπογαλάκια, τις βαλίτσες και τα παιδιά, οι γυναίκες που βύζαιναν τα μωρά  τους, κούμπωναν βιαστικά τα πολκάκια (ζακέτα)  κι έκαναν το σταυρό τους. Μερικοί έκλαιγαν, άλλοι γελούσαν, αλλά οι περισσότεροι κάθονταν σε μιαν άκρη του βαγονιού σιβαροί και αμίλητοι, έσφιγγαν  για σιγουριά το κομπόδεμα που ‘χαν κρυμμένο στον κόρφο, τους έπαιρνε ο ύπνος.
Κάθε φορά όλο και κάποιος βρισκόταν  και μετάνιωνε την τελευταία στιγμή, κι εκεί που πήγαινε ν’ ανέβει στο τρένο, ξανάρπαζε τα μπογαλάκια του, έπαιρνε τη φαμίλια του και γύριζε σπίτι. Άλλο έλεγαν ότι τον είχε μεταπείσει η γυναίκα του, άλλοι πως είχε δειλιάσει, και μερικοί βεβαίωναν ότι έβλεπαν όλους αυτούς τους μετανιωμένους να στρέφονται και να παρατηρούν πέρα μακριά, άλλοτε ένα πουλί που πετούσε ψηλά πάνω από τον ορίζοντα, άλλοτε πάλι της εκκλησιάς το καμπαναριό, με μια παλιά, μισοχαλασμένη πελαργοφωλιά στην κορφή του.
Την πρώτη νύχτα, στριμωγμένοι σαν πρόβατα στου καραβιού το κατάστρωμα, έσμιγαν και με άλλους πολλούς Έλληνες από τα νησιά αλλά και ξένους ταλαιπωρημένους, που κατέβαιναν από το βοριά, συνοδείες ολάκερες, φτώχειες και συμφορές μαζεμένες από τις τέσσερις άκρες του κόσμου. Η ταξιδεύουσα Βαβέλ κρύωνε και πεινούσε, κουκουλώνονταν με κουρελούδες και παλιοτσούβαλα, έκανε πως κοιμόταν, μα δεν κοιμόταν. Ονειρεύονταν με τα μάτια ορθάνοιχτα, όχι να φτιάξει πύργο πανύψηλο, να φτάσει στο Θεό και ν’ αγγίξει τα πόδια του, αλλά σπιτάκια ταπεινά, ήσυχα, με τη φωτιά αναμμένη, το φαΐ έτοιμο ν’ αχνίζει μέσα στην καπνισμένη χύτρα.
Ύστερα τα’ όνειρο έσβηνε, ξαναβρίσκονταν οι Βαβελιανοί στην υγρή και ανεμοδαρμένη κουβέρτα, κουβέντιαζαν με νοήματα, με χειρονομίες, μ’ ένα παγούρι νερό που πέρναγε από χέρι σε χέρι. Οι γυναίκες τάιζαν τα μωρά, τα τύλιγαν με χράμια και τα’ αποκοίμιζαν. Σιγά σιγά τα’ ανθρώπινο κοπάδι λούφαζε και δεν ακουγόταν παρά τα’ αγριεμένο κύμα που τσάκιζε πάνω στου καραβιού τις μάσκες.

                                                                                                                         Άρης Φακίνος


   



2. ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ
 
Τη ξενιτιά, την αρφανιά, την πίκρα την αγάπη,
τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα.
…………………………………………………………………………
Ούλοι τον ήλιο τον τηράν που πάει να βασιλέψει,
κι η κόρη που έχει τον καημό τα πέλαγα αγναντεύει…
«Ποιες θάλασσες και ποια νησιά χαίρονται τον καλό μου;»
…………………………………………………………………………..
«Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Μήλο, αν σου στείλω, σέπεται, τριαντάφυλλο μαδιέται,
σταφύλι ξερογιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Να στείλω με το δάκρυ μου μαντίλι μουσκεμένο
τα δάκρυά μου καφτερά και καίνε το μαντίλι.»
………………………………………………………………………….
«Όντας κινάω για να ‘ρθώ, χιόνια και βροχές,
κι όντας γυρίζω πίσω, ήλιος, ξαστεριά.
Σελώνω τ’ άλογό μου, ξεσελώνεται,                                                                                                              
ζώνομαι το σπαθί μου και ξεζώνεται,                                                         
πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται.»                                                                                                                                                                                                         (φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας)


                                                          



                                      3. ΕΝΑ ΔΑΚΡΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΤΖΙΜΗ


Η αλήθεια είναι πως ήταν ο μεγαλύτερος της παρέας. Κάποιοι μας κάτω από τα είκοσι. Κάποιοι πιο πάνω. Αυτός σαράντα δυο! Από σεβασμό κι αγάπη τον εφωνάζαμε μπάρμπα, κι από ασυλλογισιά! Εγώ τότε νόμιζα πως χρειαζόταν τρεις αιώνες να φτάσω τα σαράντα δυο, που μου φαινότανε πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Το ίδιο θα νομίζανε κι οι άλλοι και κάναμε μπάρμπα το Δημήτρη το Ντεμίρη, πριν την ώρα του, κι ας μας έλεγε στην αρχή «μα γιατί δε με φωνάζετε σκέτα Τζίμη ή Δημήτρη;…»
Βέβαια, εξόν την ηλικία του, ήταν κι ο παλιότερος στην Αμερική. Εμείς οι άλλοι φρεσκοφερμένοι. Μυρίζαμε θυμάρι ακόμα, ξενάκια! Ξενάκια, και τόσο θέλαμε κάποιον, κάτι σαν πατέρα, σαν μεγάλο αδερφό, σαν θείο, και υιοθετήσαμε για κάτι τέτοιο τον μπαρμπα-Τζίμη, γιατί τον αγαπούσαμε. Μα εγώ τον αγαπούσα απ’ όλους πιο πολύ!
Ήταν γιατί μου φαινόταν ήρωας ο μπαρμπα-Τζίμης, που ήρθε στην Αμερική το χρόνο που εγώ γεννήθηκα, κι όταν εγώ άρχισα να λέω ντα-ντα-ντα και μα-μα-μα, αυτός άρχισε να μιλάει αγγλικά, και τώρα όποια λέξη ήθελες, την ήξερε! Κι ακόμα σπουδαιότερο κι ηρωικό μου φαινότανε που στον πόλεμο-στον πρώτο μεγάλο πόλεμο-αυτός ήταν με τον αμερικάνικο στρατό και λαβώθηκε στη Γαλλία και πήρε και παράσημα. Είδα και φωτογραφίες με στολή αξιωματικού και γαλόνια. Κι ήταν κι αμερικανός πολίτης και ψήφιζε ο μπαρμπα-Τζίμης, σαν ήτανε να βγάλουν πρόεδρο της Αμερικής, ψήφιζε! Όλ’ αυτά μου φαινότανε τόσο σπουδαία τότε, τόσο ηρωικά.
«Μπαρμπα-Τζίμη, το ξέρεις πως ακόμα δε μας είπες την ιστορία, πώς τα πήρες τα γαλόνια και τα παράσημα, τότε που λαβώθηκες στη Γαλλία, στη Φλάντρα; Νιώθω τέτοια περηφάνια για σένα, μια τέτοια περηφάνια!...»
Με κάρφωσε με τα μάτια του.
«Νίτσα, παιδί μου, εγώ δεν είμαι της ηλικίας σου και δε νιώθω περηφάνια. Γιατί κατάλαβα πως ο πόλεμος δε λύνει κανένα πρόβλημα, και σαν τελειώσει, μαζί με τη φοβερή καταστροφή και την ορφάνια, αφήνει και το σπόρο για νέο πόλεμο, μεγαλύτερο απ’ τον προηγούμενο. Ναι, δε νιώθω και τόση περηφάνια για κείνα τα παράσημά μου, μα έκανα κι εγώ κάτι στη ζωή μου…»
Και νoμίσαμε πως θα ‘ταν καμιά ιστορία ηρωική για παλέματα με μπούφαλους και φίδια δέκα πήχες, εκεί στα δάση του Όρεγκον που έκοβε ξυλεία τα πρώτα χρόνια που ήρθε στην Αμερική, είτε με φάλαινες και μέδουσες στους πάγους της Αλάσκας, όπου δούλεψε ένα χρόνο με τα ψαράδικα ο μπαρμπα-Τζίμης.
Πες μας, μπαρμπα-Τζίμη, πες μας αυτή την ιστορία σου!...»
«Ήταν μετά που γυρίσαμε απ’ τον πόλεμο. Η κατάσταση άσχημη, όπως πάντα μετά τον πόλεμο. Έπιασα δουλειά δεύτερος μάγειρας.
Την εποχή εκείνη στα ρεστοράν και στα ξενοδοχεία δουλεύαμε δώδεκα ώρες την ημέρα κι εφτά μέρες τη βδομάδα. Αν δε δουλέψεις στην Αμερική, μέσα στην κουζίνα, δώδεκα ώρες την ημέρα και εφτά μέρες τη βδομάδα, τότε τι θα πει κόλαση  δεν έχεις ιδέα. Φεύγει πάνωθέ σου κάθε ζωή και νιώθεις φορτίο το κορμί σου. Και σαν σχολάσεις, πού να κοιμηθείς απ’ τα ταραγμένα νεύρα. Ακούς ακόμα το σερβιτόρο να ξεφωνίζει τις παραγγελίες, μαλώνεις με τον πιατά, το σαλατά, τον παραμάγειρα! Οι πελάτες στέλνουν πίσω τις παραγγελίες – πολύ ωμή η μπριζόλα, πολύ ξεροψημένο το μπιφτέκι! – και, προτού ξεκουραστείς, στριγγλίζει το ξυπνητήρι!
Όταν κάποιος δικός μας, που δούλευε αυτός σε αμερικάνικο ρεστοράν μονάχα οχτώ ώρες την ημέρα κι έξι μέρες τη βδομάδα κι έπαιρνε μισθό  μεγαλύτερο απ’ το δικό μας, σκορπάει ένα ευαγγέλιο!
- Δε μας τα δώσανε, παλέψαμε και τα πήραμε! Να οργανωθείτε κι εσείς στα γρεκικά μαγαζιά και ν’ απαιτήσετε να δουλεύετε σαν άνθρωποι!
Τότες εγώ – αρχές του είκοσι – δούλευα σ’ εκείνο το μεγάλο ρέστοραν, αντίκρυ στο δημαρχείο, που το ‘χε ένας συγχωριανός μου. Δε δέχτηκε μήτε να το ακούσει.
-Είστε στα καλά σας; Οχτάωρο και έξι μέρες τη βδομάδα και μισθό μεγαλύτερο!... Μα δε θα ‘στε καλά!
Αποφασίσαμε ν’ απεργήσουμε. Μεσημέρι αρχίσαμε. Και πάνω στη μεγάλη φούρια, που πέφτανε απ’ το δημαρχείο οι υπάλληλοι κι ήταν κάργα το μαγαζί – δώδεκα και τέταρτο ακριβώς – μάγειροι, πιατάδες, σερβιτόροι, σαλατάδες, τηγανάδες, πετάμε όλοι τις ποδιές!
-Αμάν, βρε παιδιά!... να με καταστρέψετε γυρεύετε; Εμένα το συμπατριώτη σας, που σας έδωσα δουλειά να ζήσετε; Βρε Δημήτρη, καίγονται τα κρέατα! Αμαρτία μεγάλη, Δημήτρη!
-Κι εγώ που καίγομαι πάνω απ’ τις σχάρες και τα τηγάνια, δώδεκα ώρες την ημέρα, δεν είναι αμαρτία, αφεντικό;
Υπόγραψε αμέσως. Μια ώρα μονάχα βάσταξε η απεργία στο μαγαζί αυτό. Και γίναμε φίλοι ύστερα και μας έλεγε πως τα κέρδη του δεν πέσανε κι ας δουλεύαμε λιγότερες ώρες κι ας πλήρωνε μεγαλύτερα μισθά τώρα, κι απορούσε.
Μα βέβαια. Τώρα αναπαυότανε τα κορμιά μας και δουλεύαμε και με κέφι, με καρδιά, και βγάζαμε περισσότερη και καλύτερη δουλειά.
Όμως ήταν και μαγαζιά που δε δέχτηκαν τα αιτήματα και βάσταξε σε μερικά εφτά μήνες η απεργία!
Να βρίσκεσαι σε  απεργία εφτά μήνες δεν είναι εύκολο. Όσοι δουλεύαμε σε μαγαζιά που υπόγραψαν, συντηρούσαμε τους απεργούς κι είχαμε και περισσευάμενη ώρα να ‘μαστε δίπλα τους να τους δίνουμε θάρρος, μα είχαν πια χάσει το ηθικό τους και ήταν έτοιμοι να υποταχτούν, όταν σκεφτήκαμε να αποταθούμε στην πελατεία και σοφιστήκαμε να πάρουμε ένα πουλάρι, να το φορτώσουμε δυο πελώριες ταμπέλες με γράμματα ένα μπόι μεγάλα, αγγλικά, που έλεγαν: Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΔΟΥΛΕΥΕΙ 8 ΩΡΕΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ. ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΖΩΩΝ». ΜΑ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΑΥΤΟ ΑΝΑΓΚΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ 12. Το πήραμε απ’ το καπίστρι και πήγαμε μπρος  σ’ εκείνο το μεγάλο, το αριστοκρατικό ρέστοραν, στο Μάρκετ στρητ, και κόβαμε βόλτες μπρος την πόρτα. Αν υπόγραφε αυτό, τότε θα υπογράφανε και τ’ άλλα μαγαζιά, τα μικρά, και θα κερδιζότανε η απεργία.
Ήταν το πιο κεντρικό σημείο της πόλης. Σε λίγο μαζεύτηκε μεγάλο πλήθος. Πελάτης δεν έμπαινε στο μαγαζί.
Κι ο ρεστορανιέρης βλέπει από μέσα κατατρομαγμένος και καταλαβαίνει πως για να διαλυθεί το πλήθος πρέπει να υπογράψει!
Υπόγραψε κι ακολούθησαν και τα μικρά αμέσως και γιορτάστηκε η νίκη μας μεγαλόπρεπα, μα γω δεν πήρα μέρος γιατί βρισκόμουν στο νοσοκομείο. Με παραφύλαξαν και με σακάτεψαν στο ξύλο επειδή εγώ μίλησα και κατάφερα τον σερίφη να δώσει άδεια να περιφέρουμε το πουλάρι στο Μάρκετ στρητ, και ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και μας έδειξε ο μπαρμπα-Τζίμης μια ουλή στο σβέρκο του με περηφάνια! «Να , τότε πήρα κι αυτό εδώ» και θαρρείς πως μας έδειχνε κάνα παράσημο!
«Νίτσα, παιδί μου, νιώθω περηφάνια γιατί, όταν το κάλεσε η στιγμή, έκανα το χρέος μου απέναντι στους συναδέλφους μου και βοήθησα να γίνει ευκολότερη και καλύτερη η ζωή μας, κι αυτό είναι σα να ‘βαλα κι εγώ ένα λιθαράκι στο χτίσιμο μιας καλύτερης κοινωνίας. Αν χάναμε τότε εκείνη την απεργία, ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα περνούσαν όσο να ξαναβρούμε κουράγιο να ξαναπολεμήσουμε για τα δίκια μας. Και γίναμε και παράδειγμα! Αμέσως ξεσηκώθηκαν και απαιτούσαν οχτάωρο και στ’ άλλα μέρη της Αμερικής οι γρεκοί μεγαλοσερβιτόροι. Στο Λος Άντζελες, στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη…
Κι έτσι τώρα έχουμε καιρό να λιαστούμε κι εμείς μια φορά την εβδομάδα και να δούμε και τις ομορφιές της φύσης. Έχουμε και ώρα, και το έξοδο, για ένα κονσέρτο, ένα θέατρο, κι ένα βιβλίο, ένα περιοδικό. Κι όλα αυτά δίνουν χαρά στον άνθρωπο, και τον κάνουν και καλύτερο, και καλυτερεύει η κοινωνία, καλυτερεύει η ζωή. Έχουμε τώρα και μια πεντάρα παραπάνω να στείλουμε στους δικούς μας, κι έχουμε και περισσότερη ώρα για ένα γράμμα στη μάνα μας που το καρτερεί, να χαρεί κι αυτή. Κι ωφελήθηκες κι εσύ, Νίτσα. Πού θα βρίσκαμε καιρό να σε πηγαίνουμε να δεις τους κάμπους και τα’ ακρογιάλια της Καλιφόρνιας άμα δουλεύαμε ακόμα όπως εκείνο τον καιρό. Κατάλεβες, Νίτσα, γιατί νιώθω περηφάνια για ό,τι έκαμα τότε;»
Κατάλαβα, κατάλαβα, είπα, αλλά μέσα μου έλεγα, «κοτζάμ αξιωματικός κι έκατσε και τον δείρανε και το λέει και δίχως ντροπή!» Μα αν τον αντάμωνα σήμερα θα του ‘λεγα: «Ναι, μπαρμπα-Τζίμη, καταλαβαίνω τώρα, καταλαβαίνω, και είμαι πολύ περήφανη που κάποτε σε γνώρισα.» Έτσι θα του έλεγα.
Μα μπορεί και να μη ζει τώρα, μπορεί να ‘κλεισε πια τα μάτια του τα θλιμμένα. Και θα τον βάλανε στης ξένης γης την αγκαλιά, άκλαυτο κι αμοιρολόγητο, όπως τόσους άκλαυτους κι αμοιρολόγητους σκέπασε τούτο το χώμα της ξενιτιάς.

                                                                                                            Θεανώ Παπάζογλου-Μάργαρη



Εργασίες
1.      Ο μπαρμπα-Τζίμης έδωσε δυο μεγάλους αγώνες στη ζωή του. Ποιες είναι οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές;

2.      Να κλίνετε ο, η απεργός, ο,η φαρμακοποιός


4.  ΜΟΝΑΞΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένας άνθρωπος
σκάφτει ή σφυρίζει ή πλένει τα χέρια του.
Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένα δέντρο
σαλεύει τα φύλλα του. Εκεί που ένα ανώνυμο
έντομο βρίσκει λουλούδι και κάθεται,
που ένα ρυάκι καθρεφτίζει ένα άστρο,
εκεί που βαστώντας το μαστό της μητέρας του
μ’ ανοιγμένα τα δυο μακάρια χειλάκια του
κοιμάται ένα βρέφος, μοναξιά δεν υπάρχει.

                                       Νικηφόρος Βρεττάκος



Νικηφόρος Βρεττάκος: Γεννήθηκε τὸ 1913 στὶς Κροκεὲς τῆς Λακωνίας. Ἐγκατέλειψε τὴν Νομικὴ σχολὴ γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικά στὴν λογοτεχνία. Ἐξέδωσε περισσότερες ἀπὸ 15 ποιητικὲς συλλογὲς καὶ ἀρκετὰ πεζὰ ἔργα. Στὰ ἔργα του ἐξυμνεῖ ὅσο λίγοι τὴν ἀγάπη, τὴν εἰρήνη, τὸν ἀνθρωπισμὸ καὶ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Τιμήθηκε μεταξύ ἄλλων, τρεῖς φορὲς μὲ τὸ Πρῶτο Κρατικὸ Βραβεῖο Ποίησης, καθώς καὶ μὲ τὸ Ἀριστεῖο Γραμμάτων ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν (1982), τῆς ὁποίας ἔγινε μέλος τὸ 1989. Πέθανε στὴν Ἀθήνα τὸ 1991





5.  ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Ένας γέρος σε φτώχειας ανάγκη
άλλον τρόπο να ζήσει δεν είχε
χώρια ξύλα να κόφτει στο λόγκο
μετά βιας το ψωμί του να βγάζει.

Μια ημέρα βαριά φορτωμένος,   
περπατώντας σ’ ορθό μονοπάτι,
οχ τον κόπο και το κάμα του ήλιου
την ανάσα να πάρει δε φτάνει.

Σ’ έναν όχτο τ’ ανάσκελα πέφτει
και στο μέγα πολύ κούρασμά του
τη ζωή του μισώντας βαριέται
και το Χάρο με πόθο του κράζει.

Να, ο Χάρος ομπρός του πετιέται,
το δρεπάνι κρατώντας στο χέρι,
μ’ άγριαν όψη και σχήμα τρομάρας.
-Για με, γέρο, του λέγει, τι θέλεις;

-Αχ! ο γέρος ευθύς αποκρίθη,
το ζαλίκι μου αυτό δεν μπορούσα
να σηκώσω. Σε φώναξα ο δόλιος
να μου δώσεις ολίγη βοήθεια.

                                     Ιωάννης Βηλαράς

Ιωάννης Βηλαράς: Γεννήθηκε στα Κύθηρα το 1771 και πέθανε το 1823. Καταγωγή από την Ήπειρο. Γιός του Γιαννιώτη γιατρού Στέφανου Βηλαρά , από τον οποίο διδάχθηκε γαλλικά, ιταλικά και λατινικά. Σπούδασε στην Ιταλία γιατρός στα Πανεπιστήμια Πάδοβας και Μπολώνιας. Το 1897 συμμετείχε σε κινητοποίηση Ελλήνων σπουδαστών εμπνευσμένη από τις ιδέες του Ναπολέοντα, αλλά η δίωξή του σταμάτησε όταν ο Κορσικανός κατάλαβε τη Βενετία. Τον επόμενο χρόνο γύρισε στα Γιάννενα παντρεμένος με την κόρη του έμπορου Αλέξανδρου Γεροπάνου. Διορίσηκε οικογενειακός γιατρός του Βελή Πασά και τον ακολούθησε σε όλες τις εκστρατείες στο Μωριά και τη Θράκη επί μία δεκαετία. Τον Αύγουστο του 1820 η μεγάλη φωτιά των Ιωαννίνων κατέστρεψε το σπίτι του. Κατέφυγε στο χωριό Τσεπέλοβο και πέθανε πάμφτωχος από μαρασμό στις 28 Αυγούστου του 1823.


                                                                                              6.  Η   ΛΑΜΠΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ


Μια φορά κι έναν καιρό, σαν χθες ήταν αυτό, μέσα στην καρδιά τούτης της πολιτείας στέκονταν ένα σπίτι χωρίς θορύβους, εκεί στην αρχή της οδού Ασκληπιού.
Εκεί πίσω από τις γρίλιες ενός στενού παραθυριού άναβε ένα κοκκινωπό  φωσάκι: η λάμπα του Παλαμά. Ήταν ένα φωσάκι που έκαιγε ήσυχα μέσα στη νυχτωμένη και ξάστερη πολιτεία. Μας παρηγορούσε. Ήταν η άγρυπνη καρδιά της Αθήνας που χτυπούσε εκεί πάνω.
Όσοι πέρασαν από κείνο το σπίτι δε γίνεται να ξεχάσουν το γραφείο του ποιητή. Ένα μέτριο, παλιό δωμάτιο, που τα σανίδια του είχαν πάρει το χρώμα του βιολιού. Ξεχείλιζε από βιβλία και χαρτιά. Βγαίναν από παντού και κατακυρίευαν το στενόχωρο καμαράκι. Ξεχύνονταν από τα ράφια, στοιβάζονταν ως το ταβάνι, πρόβελναν από τα συρτάρια, σκάλωναν στα τραπεζάκια, στριμώχνονταν στα κουφώματα των κλειστών παραθυριών. Και πάνω στο γραφείο ήταν πάλι άλλα βιβλία κι άλλα περιοδικά, σωρός. Και πίσω απ’ όλα αυτά τα χαρτιά έβγαινε ο Παλαμάς, όπως ένας πολεμιστής βγαίνει πίσ’ από το μετερίζι του και κάθεται και φυλάει ταμπουρωμένος.
Λεπτοκαμωμένος, λιγνός, με φίνα χαρακτηριστικά, με ανήσυχα χέρια, πολύ χλωμά. Μα μέσα σ’ όλα και πάνω απ’ όλα, εκείνα τα μοναδικά μάτια, του Παλαμά τα μάτια. Φώλιαζαν κάτω από φρύδια μεγάλα σαν φτερούγες.
Περνούσαν τα χρόνια, τα παιδιά γινόμασταν άντρες, οι συντροφιές μας οι φοιτητικές σκόρπιζαν, οι πόλεμοι και η βιοπάλη μας έπαιρναν, μας έφερναν σήμερα εδώ, αύριο εκεί! Όμως ποτέ δε λείψαμε να περνάμε τρεις τέσσερις φορές το χρόνο από το κελί του πνευματικού εθνάρχη.
Σ’ αυτό το αναμεταξύ τα κορακόφτερα φρύδια άσπριζαν σιγά σιγά μέσα στο μισόφωτο, και στο τέλος βρήκαμε τα μαύρα μάτια του Παλαμά να φωλιάζουν κάτω από τις φτερούγες άσπρων περιστεριών. Όμως τα μάτια εκείνα ήταν πάντα γεμάτα από αγάπη και μεγάλα όνειρα.
Μέσα σε κείνο το κελί γράφτηκε όλο το έργο του ποιητή, σαράντα χρόνια αράδα, χρόνο στο χρόνο, μήνα στο μήνα, μέρα στη μέρα, ώρα στην ώρα. Και πάνω σ’ αυτά τα χρόνια κείνη η λάμπα, της Αθήνας το αγιοκάντηλο. Ήτανε μια φτωχική λάμπα του πετρελαίου, και είδε, έναν έναν, όλους τους παλαμικούς στίχους να γεννιούνται μέσα στο φωτερό περίγυρό της.
Δεν το σώσαμε να γλιτώσουμε εκείνο το σπίτι, ίσως ούτε κείνη τη λάμπα. Όμως ένα έθνος πρέπει να σώζει τα’ ακριβά του και τα κειμήλιά του, θέλεις πρόσωπα είναι, θέλεις πράγματα άψυχα, όσο είναι καιρός.
Την πρώτη φορά που πήγα να δω τον Παλαμά στο καινούριο σπίτι που αναγκάστηκε να κουβαλήσει εκεί στην Πλάκα, τονε βρήκα μέσα σ’ ένα περιβάλλον άγνωστο κι αλλότριο. Όλα γύρω του ήταν γυαλιστερά, ανάπνεαν τον αέρα του μοντέρνου, του καινούριου και του περίκομψου. Πάνω στο νέο γραφείο  άναβε μια ηλεκτρική λάμπα με γλυκόχρωμο αμπαζούρ. Όλα αυτά ήταν ωραία, μορφοσυγυρισμένα και άνετα. Όμως δε βάσταξα να μην του πω τη λύπη μου, που δεν έβλεπα εκείνη την αγαπημένη λάμπα, που φώτιζε την Ελλάδα ολάκερη, και φαινόταν η φέξη της κι από την Ευρώπη, κι απ’ την Αμερική, κι από την άκρη του κόσμου.
Κοίταζα τ’ ωραίο μπρούτζινο πολύφωτο  στο ταβάνι, κοίταζα και την κομψή λάμπα του γραφείου του, κοίταζα και το χέρι του ποιητή, που ήταν άρρωστο πια, και σερνότανε στο γόνατό του σαν τσακισμένη φτερούγα αϊτού που κρέμασε. Αυτό το χέρι δεν μπορούσε πια ν’ αραδιάσει τους στίχους του κάτω από τόσο φως…
                                                                                                             Στράτης Μυριβήλη 


                                                                                7.  ΤΟ ΜΗΧΑΝΗΜΑ

Το έφεραν ένα πρωί στο κτήριο που ήταν τα γραφεία μας και το τοποθέτησαν κοντά στη σκάλα του τρίτου ορόφου.
Ο Γιάννης ο καφετζής, σαν από ένστικτο κατάλαβε την απειλή. Έμεινε με το δίσκο μετέωρο να κοιτά φιλύποπτα τον εχθρό. Η λειτουργία του ήταν απλή. Κανόνιζες μ’ ένα διακόπτη το ποτό που ήθελες, έριχνες ένα δίφραγκο και περίμενες να γεμίσει το πλαστικό ποτήρι.
Ο Γιάννης συνέχισε να ανεβαίνει σκεπτικός.  Στο κατέβασμα βρήκε το μηχάνημα τριγυρισμένο απ’ τους πρώτους θαυμαστές. Χωρίς να χάσει καιρό, πήγε να παραπονεθεί στον προσωπάρχη. Ο προσωπάρχης του εξήγησε ότι το μηχάνημα εξυπηρετούσε. Η δουλειά θα μοιραζόταν. Έπρεπε να συμβιώσουν.
«Δε φαντάζομαι να μου κάνει μεγάλη ζημιά το μηχάνημα», προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ο Γιάννης. «Γιατί να σηκώνεται ο κόσμος απ’ τα γραφεία και να πηγαίνει να το προσκυνά; Άλλωστε το μηχάνημα δεν ξέρει να χαμογελά.»
Άρχισε να πυκνώνει τις βόλτες, να γίνεται πιο σβέλτος και χαμογελαστός, ώστε να προλαβαίνει να τους εξυπηρετεί, προτού επιθυμήσουν κάτι παγωμένο και πάνε στο μηχάνημα. Αλλά παρ’ όλα αυτά, όταν κάτι έλειπε από το δίσκο του, οι δυσαρεστημένοι δεν περίμεναν να τους το φέρει! Έσπευδαν στο μασίνι. Ξέχασα να σας πω ότι έτσι το λέγανε χαϊδευτικά: «μασίνι».
Ο Γιάννης αναγκάστηκε ν’ αλλάξει τακτική. Άρχισε μια άνευ προηγουμένου συκοφαντική δυσφήμιση κατά του εχθρού του. Η πρώτη διάδοση που έβαλε σε κυκλοφορία, έλεγε ότι το μηχάνημα τρώει τα κέρματα. Αυτό αναχαίτισε  για κάμποσο τα κύματα των πιστών. Αποδείχτηκε όμως τελικά ότι κάτι τέτοιο γινόταν πολύ σπάνια για να το πάρει κανείς σοβαρά υπόψη. Τα συνθήματα «ανακατεύει την πορτοκαλάδα με καφέ» και «ρίχνει σκουριά στο κακάο» δεν έπιασαν καθόλου κι ας ξενύχτησε ο Γιάννης για να τα σοφιστεί.
Το μηχάνημα του έγινε εφιάλτης. Οι σκάλες του φαινόταν ατέλειωτες. Τα γνώριμα πρόσωπα των γραφείων, μάσκες εχθρικές. Κάθε φορά που περνούσε μπροστά απ’ το μασίνι, το ‘βλεπε με το μάτι να λάμπει θριαμβικά, τη σχισμή του να χαμογελά. Ο ακέραιος χαρακτήρας του λύγισε.
Άρχισε να ρίχνει κρυφά στη σχισμή του μηχανήματος δίφραγκα που τα στράβωνε στο πεζούλι του καφενείου. Το μηχάνημα χάλαγε βέβαια αλλά οι δούλοι του έσπευδαν να το διορθώσουν.
«Μα γιατί; συλλογιζόταν. Γιατί; Τον έπνιγε το δίκιο. «Τόσα χρόνια να ιδρώνεις, να τρέχεις, να λες την πρώτη καλημέρα, να χαμογελάς και να ‘ρχεται ξαφνικά ένα μασίνι να σου τρώει το ψωμί; Άτιμο πράγμα!»
Ώσπου μια μέρα πήρε τη μεγάλη απόφαση: Το μεσημέρι του Σαββάτου, όταν θα ‘φευγε ο κόσμος, θα ‘μενε στα γραφεία και θα κανόνιζε τους λογαριασμούς του με το μηχάνημα. Θα του ‘κοβε τις χοντρές, μαύρες αρτηρίες! Θα ‘σβηνε  το απαίσιο κίτρινο μάτι! Θα ξεβίδωνε τα σωθικά του! Θ’ ανάδευε τα σπλάχνα του! Θα ‘βρισκε την καρδιά του! Και θα ‘δινε εκεί το θανάσιμο πλήγμα!
Το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκε έναν ανήσυχο ύπνο. Είδε στ’ όνειρό του το μηχάνημα να κηδεύεται σε μια μαύρη λεωφόρο. Το ‘σερναν οι δούλοι του, ξεβιδωμένο, ξέπνοο, με τα καλώδιά του ν’ ανεμίζουν μες στη νύχτα! Πίσω βάδιζαν τηλέτυπα και αριθμομηχανές, αφήνοντας ένα συλλυπητήριο βόμβο. Οι δούλοι  άφησαν το μασίνι να πέσει σ’ ένα βάραθρο χωρίς τέλος, ενώ το έραιναν με στραβωμένα κέρματα…
Το πρωί του Σαββάτου ήταν κεφάτος. Το μηχάνημα ανύποπτο μοίραζε καφέ, κακάο και αναψυκτικά.
Ήρθε μεσημέρι. Τα γραφεία άδειασαν. Ο Γιάννης έμεινε μόνος. Άφησε να περάσει μισή ώρα, τρία τέταρτα. Άρχισε να κατεβαίνει αργά τις σκάλες κρατώντας τα όργανα του θανάτου: Μια τανάλια, κι ένα παλιό κατσαβίδι.
Έφτασε στο πλατύσκαλο. Εκεί βρέθηκαν αντιμέτωποι. Ο Γιάννης και το μηχάνημα! Το μηχάνημα αστραφτερό, με το κίτρινο μάτι να λάμπει! Ο Γιάννης με τα καλαμάκια στο τσεπάκι, σκυφτός, κουρασμένος, μα αποφασισμένος! Παράξενη ησυχία απλωνόταν γύρω. Απόμακρα ακουγόταν όπως σε όνειρο οι θόρυβοι της πόλης.
Ο Γιάννης προχώρησε, έσπρωξε το βαρύ μηχάνημα δαγκώνοντας τα χείλη και ξεβίδωσε με το κατσαβίδι τη λεία πλάτη. Βρέθηκε μπροστά σ’ ένα λαβύρινθο από πυκνά, μπλεγμένα καλώδια… Ποιο απ’ όλα οδηγούσε στην καρδιά;
Ζαλίστηκε παρακολουθώντας τη δαιδαλώδη διαδρομή τους. Τα καλώδια σαλεύουν απειλητικά. Μοιάζουν με φίδια. Αναδεύονται θαρρείς και ζωντανεύουν. Ένας βόμβος στ’ αυτιά του. Η ανάσα του κοφτή. Σφίγγει τα δόντια. Απλώνει το χέρι…
Εκεί έπαθε ηλεκτροπληξία ο Γιάννης. Τινάχτηκε! Γονάτισε! Τον βρήκαν κάρβουνο το άλλο πρωί, πλάι στο μηχάνημα.
Στη θέση του Γιάννη έφεραν ένα μηχάνημα ακόμα.

                                                                                                              Ευγένιος Τριβιζάς


Ερώτηση: Η χρήση των μηχανημάτων αποτελεί εμπόδιο στην απασχόληση των ανθρώπων;



                             8.  OI ΜΗΧΑΝΕΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Φανταστείτε, για μια εφιαλτική στιγμή, τι θα συνέβαινε, αν όλες οι μηχανές μας - απλές και σύνθετες- που κινούνται είτε με μυϊκή δύναμη είτε με ηλεκτρισμό – ξαφνικά αποφάσιζαν να κηρύξουν απεργία.
Η ζωή μας θα έπεφτε απότομα σε αδράνεια με έναν τρόπο κωμικοτραγικό. Δεν θα ξέραμε την ώρα, δεν θα μπορούσαμε να πλυθούμε, να μαγειρέψουμε, ν’ ανοίξουμε μια κονσέρβα, ν’ ανάψουμε τα φώτα, να ζεστάνουμε το σπίτι, να τηλεφωνήσουμε, ν’ ακούσουμε ραδιόφωνο, να δούμε τηλεόραση ή να συναντήσουμε ένα φίλο μας σε συμφωνημένη ώρα. Απ’ τη μια άκρη της γης ως την άλλη εκατομμύρια αυτοκίνητα, φορτηγά, λεωφορεία και τρακτέρ θα έμεναν ακινητοποιημένα. Ούτε εργοστάσια θα δούλευαν ούτε και οι σειρήνες θα μπορούσαν να σημάνουν συναγερμό. Τα αεροπλάνα θα έμεναν προσγειωμένα και τα υποβρύχια θα τα είχε τυλίξει η αιώνια σιωπή των βυθών. Όλοι θα ήμαστε  απομονωμένοι από τον κόσμο, από τη γειτονική πόλη, από τις άλλες συνοικίες – ο ένας από τον άλλον.
 Ο άνθρωπος με σκέτα τα χέρια του δεν μπορεί να κινήσει ένα βράχο. Αλλά όταν σπρώξει ένα λοστό κάτω από το βράχο και μια πέτρα κάτω από το λοστό για υπομόχλιο και πιέσει την άλλη άκρη του λοστού προς τα κάτω, τότε ο βράχος κινείται.
Από την παλαιολιθική ακόμα εποχή ο άνθρωπος έδωσε δείγματα της επινοητικής του ικανότητας. Έφτιαξε κοφτερά πέτρινα μαχαίρια, σκαπτικά εργαλεία, τσεκούρια από υπομονετικά πελεκημένο πυριτόλιθο και καμάκια με μύτη από κοφτερό κόκαλο. Όλα ήταν πρωτόγονα προσαρτήματα των χεριών, των νυχιών και των δοντιών του. Οι μοχλοί πολλαπλασίαζαν τις δυνάμεις του, του έδιναν το «μηχανικό πλεονέκτημα». Το τόξο ήταν το πρώτο κατασκεύασμα που του επέτρεπε να αποθηκεύει ενέργεια.
Το μέταλλο που θα γίνει το υλικό των μηχανών, υποτάχτηκε στη θέληση του ανθρώπου γύρω στην τέταρτη χιλιετία  π.Χ. στην περιοχή όπου αναπτύχθηκαν οι αρχαίοι πολιτισμοί της Μέσης Ανατολής. Τότε είναι που οι άνθρωποι ανακάλυψαν ότι μερικά είδη πέτρας, όταν πυρωθούν στα αναμμένα κάρβουνα, σαν από μαγεία βγάζουν καθαρό μέταλλο. Σιγά σιγά έμαθαν πώς να κατεργάζονται το λιωμένο χαλκό και να φτιάχνουν τσεκούρια και κοπίδια. Έτσι έπαψαν να εξαρτώνται από τη δύστροπη πέτρα για την κατασκευή των εργαλείων τους.
Η κατεργασία των μετάλλων, η επινόηση του τροχού και η ανακάλυψη των μηχανισμών που μετατρέπουν μια φυσική μορφή ενέργειας σε άλλη μορφή, ικανή να παράγει κίνηση, όπως οι ανεμόμυλοι, ήταν οι προάγγελοι του σημερινού μηχανοποιημένου κόσμου.
Σήμερα οι μηχανές έχουν κάνει τα όνειρα του ανθρώπου πραγματικότητα. Υποτάσσουν στην άκρη του δαχτύλου  μας τη δύναμη του ανέμου και του καταρράχτη, του ατμού και του κεραυνού. Μας επιτρέπουν να συγκεντρώσουμε κάτω από το καπό της μηχανής του αυτοκινήτου μας τη δύναμη 400 αλόγων. Μας δίνουν ακόμα τη δυνατότητα να συμπιέσουμε το χρόνο και να εκμηδενίσουμε το διάστημα.
Πάντως, αν και οι μηχανές έχουν αφάνταστα πληθύνει και τελειοποιηθεί στο πέρασμα των αιώνων, ένας σωστός κατάλογός τους θα έπρεπε να αρχίσει από τις πέντε επινοήσεις που απαρίθμησε ο Ήρωνας ο Αλεξανδρεύς, μια ελληνική εφευρετική μεγαλοφυΐα, της εποχής απάνω κάτω του Χριστού. Οι  επινοήσεις αυτές είναι: ο μοχλός, ο τροχός, ο άξονας, η τροχαλία, η σφήνα και ο κοχλίας.

  Οι βασικότερες εφευρέσεις – ανακαλύψεις του ανθρώπου είναι: η φωτιά, ο τροχός, η τυπογραφία, οι μηχανές, ο ηλεκτρισμός, οι υπολογιστές και τα αντιβιοτικά φάρμακα.
               



                                                                                               9.   Η  ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΑ


Η φυλακή έκλεινε. Πίσω απ’ τον πέτρινο τοίχο η πορτοκαλιά ανταύγεια του ήλιου μαρτυρούσε τη δύση. Οι κρατούμενοι στο προαύλιο αραίωναν, καθώς ο φύλακας προχωρούσε από θάλαμο σε θάλαμο μετρώντας και κλειδώνοντας.
Λίγο καιρό πριν είχε έρθει η άνοιξη. Τα σημάδια ήταν καθαρά. Πρώτα πρώτα τους στεναχωρούσε η μάλλινη φανέλα, κι έπειτα ήρθαν τα χελιδόνια, μάρτυρες αδιάψευστοι, και στήσανε νοικοκυριό κάτω απ’ τα κεραμίδια στις παλιές φωλιές. Κι η άνοιξη σκάρωνε κάτι σταχτιά αβγουλάκια, που σκάσανε σε λίγο και βγήκανε από μέσα  κάμποσα μαδημένα, άσχημα τσιροπούλια, όλο στόμα και λαχανιασμένο στήθος.
Έτσι η ζωή των πουλιών ήταν από κοντά τριγυρισμένη με την έγνοια των κρατουμένων, κι όταν η διεύθυνση των φυλακών πήρε την απόφαση να χαλαστούν οι φωλιές, δημιουργήθηκε τρομερή συγκίνηση σ’ όλο το προαύλιο.
Δεν έπρεπε να μείνουν αβοήθητα… Ο Πότης πήρε το πιο έξυπνο, εκείνο που δεν προλάβαινε να το ταΐζει μύγες. Η μυγοσκοτώστρα δούλευε όλη μέρα. Ένα χαρτονένιο κουτί, η καινούρια του φωλιά, με περισσότερα κομφόρ, βαμβάκι για στρωσίδι, ποτηράκι με νερό και στοκ τροφής…

Κι ήρθε η μέρα να πετάξει η Μπουμπούκα ελεύθερη. Μια κόκκινη βούλα πάνω στη λευκή κοιλιά της ξεχώριζε από τ’ άλλα χελιδόνια. Πέταξε ξαφνιασμένο και στάθηκε στην κορφή της στέγης ακίνητο για ώρα. Δεν τολμούσε την ελευθερία. Έξω πρέπει να ‘ταν τα πεύκα, οι θάμνοι και η χλόη, πέρα μακριά η θάλασσα να λαμπυρίζει, ψηλά το βάθος τ’ ουρανού, ο χώρος του.
Κι όμως στέκονταν εκεί, κοιτώντας το πηγάδι της φυλακής που κάνανε σουλάτσο οι κατάδικοι. Έμοιαζε με κείνον τον κρατούμενο που του ήρθε ξαφνικά η χάρη, το αποφυλακιστήριο, αναπάντεχα το απόγευμα, πριν προλάβει να εξοικειωθεί με την ιδέα της αποφυλάκισης.
Κι η Μπουμπούκα, αντί να πετάξει στα χωράφια, έκανε έναν κύκλο πάνω απ’ τους κατάδικους και προσγειώθηκε πάνω στου Πότη τη φαλάκρα…

Σήμερα το απόγευμα το πουλί δεν έλεγε να επιστρέψει. Ο Πότης ανήσυχος στεκόταν στη μέση στο προαύλιο με τον μπερέ στο χέρι και κατασκόπευε τον ουρανό. Πουθενά.
-Έως πότε θα παραμείνεις στο προαύλιο; του είπε ο φύλακας.
-Περιμένω το πουλί, έκανε παρακαλεστικά ο Πότης.
-Ποιο πουλί; Δεν σε καταλαβαίνω.
-Το πουλί με την κόκκινη βούλα. Τη Μπουμπούκα, κύριε φύλακα.
-Δεν είσαι καλά, κρατούμενε. Θα περιμένουμε το πουλί για να κλείσει η φυλακή; Κι αν δεν έρθει;
-Θα έρθει, οπωσδήποτε θα έρθει.
-Ο κανονισμός δεν προβλέπει πουλιά και σαχλαμάρες.
Ο Πότης άφησε την πόρτα και χύθηκε στο βάθος του θαλάμου. Έπεσε πάνω στο ράντζο του  και, στρέφοντας το κεφάλι προς τον τοίχο, τον πήρε ένα πνιχτό παράπονο.


                                                                                                                Μάριος Χάκκας


Εργασία: Γιατί ο Πότης αγάπησε τόσο το χελιδόνι;   



                                                                                              10.  ΝΥΧΤΟΦΥΛΑΚΕΣ

Απομεσήμερο καλοκαιρινό ήταν, όταν ο πατέρας μου με παράδωσε στους αγωγιάτες κι η μάνα μου με φίλησε, περνώντας στους ώμους μου έναν τροβά με ρούχα και φαγώσιμα. Μου ‘βαλε και δυο σφιχτοβρασμένα αυγά στις τσέπες του σακακιού και μ’ έσπρωξε ανάλαφρα στο δρόμο.
Θα πήγαινα στα Γιάννενα να δώσω εξετάσεις στο γυμνάσιο. Εκείνη την ώρα ένιωσα τόσο άδειος, που μου φάνηκε πως, έτσι ξαφνικά, αλάφρυνε το κεφάλι από το βάρος του μυαλού μου και βάρυνε αντίστροφα, βάρυνε αλλόκοτα ο τροβάς στην πλάτη μου.
Θα προτιμούσα να γυρίσω σπίτι μου, ν’ αναβάλω το ταξίδι – τι λες εκεί, δε με βίαζε και κανένας – θα πήγαινα άλλη φορά…του χρόνου. Μα πώς να τολμούσα τέτοια σκέψη. Ήταν και οι αγωγιάτες. Αυτοί οι πειραχτήριοι, οι φαρμακόστομοι, που δεν άφηναν χρόνο να σκεφτώ, που δεν μ’ άφηναν να γυρίσω λίγο πίσω. Που μ’ έβαλαν μπροστά και φλυαρούσαν σε βάρος μου.
Έλεγαν και γελούσαν δυνατά, πλατιά, καλοκάγαθα και δε νοιάζονταν αν άκουγα εγώ, αν μου κακοφαινόταν, αν το ‘σκαγα πεισματωμένος από καμιά πουρναρότουφα κρυφά και γυρνούσα στη μάνα μου κλαίγοντας, όπως είχαν να λένε για τον Κωστή της Αντωνάκαινας την άλλη χρονιά… Και μάλιστα ένας προφήτευε πως θα «τα φόρτωνα στον κόκορα».
Μονάχα ο μπαρμπα-Θόδωρος άλλαξε τροπάρι κι ένιωσα αμέσως να λύνεται το πιο βαρύ σχοινί του φορτίου μου:
« Μωρέ, να ιδείτε που θα γίνει άνθρωπος μια μέρα αυτό το παρασούσουμο!»  είπε. «Κόβει η γκλάβα του.»
Στο βάθος με συμπαθούσαν κι εκείνοι και μ’ εκτιμούσαν. Και μάλιστα λίγο πιο πέρα μου πήραν τον τροβά και τον κρέμασαν στα μουλάρια. Μικρά βουνίσια μουλάρια φορτωμένα ξύλα και ξυλοκάρβουνα, όλα όλα καμιά δεκαριά.
Ακολουθούσα σιωπηλός με τα χέρια στις τσέπες του σακακιού μου, όπου κρατούσα χουφτιασμένα τα’ αυγά της μάνας μου, ανοίγοντας όσο μπορούσα τα πόδια μου για να μην ξεμείνω. Μια δυο φορές γύρισα κλεφτά να ιδώ πίσω μας το χωριό – πρώτη φορά που ξενιτευόμουν, πρώτη φορά που η μάνα μου ήταν τόσο τρυφερή μαζί μου – μια δυο φορές μου ανέβηκαν στάλες στα μάτια, μα ύστερα με συνεπήρε ο ρυθμός της πορείας μας.
Έτσι, με τον ήχο των κουδουνιών και το ρυθμικό χτύπο των πετάλων, περάσαμε ράχες και λαγκάδια, αφήσαμε πίσω μας κουτσοχώρια και στενοτόπια κι αράξαμε στ’ αγνάντιο προς τη μυστήρια πολιτεία με τους σοφούς δασκάλους. Δυο τρεις από τους αγωγιάτες σφύριζαν λεβέντικους σκοπούς κι ο τελευταίος σιγοτραγουδούσε με καημό το τραγούδι του Κατσαντώνη.
Όταν φτάσαμε στον κάμπο και πήραμε τη δημοσιά, ένιωθα τέλεια παραλυμένος. Είχε νυχτώσει για τα καλά και το φεγγάρι ασήμωνε τις καλαμιές των χωραφιών. Οι αγωγιάτες λοξοδρόμησαν στη ρίζα ενός λόφου. Βούλωσαν τα κυπροκούδουνα, ξεφόρτωσαν τα μουλάρια και τ’ απόλυσαν ανάμεσα στις καλαμιές να βοσκήσουν. Μ’ έβαλαν κι εμένα κοντά σ’ έναν όχτο από παχύ ξερόχορτο και με σκέπασαν μ’ ένα σακί αδειανό να κοιμηθώ. «Πάρ’ τον ως τα χαράματα», μου ‘πε ο μπαρμπα-Θόδωρος. «Θα σε ξυπνήσουμε εμείς.» Ξεθεωμένος από την κούραση και την αϋπνία παραδόθηκα.
Όταν άρχισα κάποτε να ξυπνάω, είχα την αίσθηση πως κάποια καταστροφική θεομηνία είχε χτυπήσει τον κάμπο.
Το πρώτο πράγμα που ξεδιάλυνα ήταν ένα ηχηρό ποδοβολητό και κάτι ξενοφερμένες φωνές, άγριες και προστακτικές. Τρεις ίσκιοι, τρεις καβαλάρηδες, έκλωσαν σαν αστραπή το στέκι μας μια δυο φορές.
-Ποιος βοσκάει εδώ ζώα;
-Ε, πατριώτες, πού είστε; Εδώ είναι απαγορευμένο!
-Μαζέψτε γρήγορα τα ζώα. Ε, Βασίλ’, πετάξου αποπέρα, είναι πολλά ζώα…Έκαμαν ζημιά!..
Το κορμί μου σπαρτάρησε. «Θα μας πιάσουν και θα μας βάλουν φυλακή», σκέφτηκα.
Πλησίασα τους δικούς μας που ακόμα αργοσάλευαν ασύντακτα. Μα δεν άργησαν να συγκροτηθούν σε παρατάξεις, έτοιμες για μάχη. Η πρώτη φωνή από τη δική μας γραμμή βγήκε απ’ τα δασωμένα στήθια του Δημο-Πάνου, του μεσόκοπου αγωγιάτη που σιγοτραγουδούσε στο δρόμο το τραγούδι του Κατσαντώνη. Αντήχησε σαν παρακαλεστική και σαν αντιφοβέρα μαζί:
-Για σταθείτε, πατριώτες, μη μας παιδεύετε τα ζώα! Μην τα προγκάτε και τα χάσουμε, θα ‘χουμε φασαρίες! Ακούτε;
Εγώ ένιωσα κάποια ζεστασιά και κόλλησα για σιγουριά δίπλα στο πρωτοπαλίκαρο. Την ίδια στιγμή και οι άλλοι, σαν να βρήκαν τον προσανατολισμό τους, ζύγωσαν ξεθαρρεμένοι κι έβαλαν κάτω τα πεταχτά σχέδια για δράση.
-Για το Θεό, παιδιά, όχι νταηλίκια. Δεν έχουμε δίκιο, είπε ο μπαρμπα-Θόδωρος.
Σφούγγισε το μουστάκι του με τη γροθιά και ξερόβηξε, σαν να ‘θελε να βρει τα λόγια  για ν’ αρχίσει την κουβέντα.
-Σιγά, βρε παιδιά, τα ζώα, σιγά, είπε με σταθερή φωνή.
-Τι σιγά και μαλακά, αποκρίθηκαν απ’ τις χωραφιές. Δέκα μουλάρια και τ’ αμολήσατε του καλού καιρού στα χωράφια. Ειν’ απαγορευμένο και θα πληρώσετε.
-Δεν είπαμε όχι. Ό,τι κάνει να το πληρώσουμε…Να το κουβεντιάσουμε ανθρωπινά πρώτα. Κι ύστερα φεύγουμε, πάμε στη δουλειά μας… Τι είστε σεις, δραγάτες ή νοικοκυραίοι;
-Δραγάτες είμαστε.
-Δίκιο έχετε, όπως και να ‘ναι… Για περάστε να σας ιδούμε και να κανονίσουμε και την παρανομία μας.
Οι φωνές γίνονταν κι από τα δυο μέρη ολοένα και πιο συγκαταβατικές, πιο ανθρώπινες, πιο ζεστές. Και σε λίγο ο μπαρμπα-Θόδωρος έβγαζε την καπνοσακούλα και πρόσφερε σ’ όλους ένα «στριφτό».
Κοντοζύγωσα κι εγώ ξεθαρρεμένος πια, με το γιακά του σακακιού μου ανασηκωμένο, σφίγγοντας ακόμα ασυναίσθητα τ’ αυγά στις τσέπες μου. Καθώς ο μπαρμπα-Θόδωρος με είδε, με κοίταξε επίμονα, και, έτσι σαν να πιάστηκε από την παρουσία μου, βρήκε αφορμή για καινούριες κουβέντες.
-Είχαμε και το παιδί βλέπεις, το ξεθεώσαμε…είπε.
Και χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε τις συστάσεις, αδιάφορος για τη δική μου ταραχή. Πάει να δώσει εξετάσεις στο γυμνάσιο… Κάτσε, ορέ παιδί μ’, κάτσε και σε ζουρλάναμε και σένα απόψε!... Από καλή πάστα… Κόβει η γκλάβα του…
-Από πού είναι το παιδί, ρώτησαν σχεδόν όλοι μαζί, βρίσκοντας κι εκείνοι αφορμή για κουβέντα και πρόσχημα να κοιτάζουν κάλλιο εμέ παρά τους παράνομους αγωγιάτες.
-Είναι του Παπανίκου από τους Μελισσουργούς.
-Τι λες; Από τους Μελισσουργούς είστε όλοι;
-Πάνω κάτω, όλοι. Έχεις πάρε δώσε με το χωριό μας;
-Όχι, αλλά ακουστά το ‘χω… Ο προσπάππος μου ήταν από κει.
-Τίνος αγγόνι είσαι;
-Είμαι παιδί του Γιάνν’ Πάνου, αγγόνι απ’ ανιψιά του Πάνου Γρίβα.
-Μωρέ, τι λες; Αγγόνι του Πάνου Γρίβα είσαι συ; Τούτος εδώ είναι ο Πάνο-Δήμος, αγγόνι της Νασιούλαινας, της νύφης των Γριβαίων…
-Βρε, βρε, κάτι συναπαντήματα απόψε! Κοντεύουμε να το κάνουμε συμπεθεριό, είπε ξερογελώντας τώρα ο αρχηγός. Και θα μας βάζατε σε μπελάδες, βρε παιδιά, να σας τραβολογάμε στα δικαστήρια… Δουλειά κι αυτή να σου τύχει!
Τα τσιγάρα άναβαν κι έσβηναν ασταμάτητα, οι γνωριμίες άπλωναν ανάμεσα στις γενιές και τις φάρες των Τζουμέρκων, ώσπου στο τέλος βρέθηκαν όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συγγενείς και γνώριμοι και πια δεν ήξερες να πεις ποιοι ήταν οι παράνομοι και ποιο οι άνθρωποι του νόμου.
Βρήκαν μάλιστα όλοι της παρέας πως παραφέρθηκαν και πως δεν ήταν δα και καταστροφική η ζημιά… Στο κάτω κάτω φτωχοί άνθρωποι από τα βουνά ήταν, ο τόπος εκεί θα έμενε, δε θα τον έπαιρναν μαζί τους στον τάφο.
Εγώ ένιωθα τόση σιγουριά πια, που, καθώς με είχαν ξεχάσει, καθάρισα θαρρετά το ένα αυγό και το καταβρόχθισα με λαιμαργία.
Σαν άδειασαν και τον τελευταίο καπνό της σακούλας, σηκώθηκαν με τρανταχτά γέλια, που άφησαν να ηχήσουν στον κάμπο σε κάποιο ταιριαστό αστείο του μπαρμπα-Θόδωρου.
Καβαλίκεψαν και χάθηκαν, εκείνοι ανάμεσα στις καλαμιές, κι εμείς φορτώσαμε και κινήσαμε τη δημοσιά, άλαλοι και αλαφροπάτητοι.
Ολομπροστά μας ξάνοιγε η λίμνη, σκεπασμένοι μ’ ένα αέρινο στρώμα καταχνιάς, κι η κοιμισμένη πόλη με τους σοφούς δασκάλους της. Δε μ’ ένοιζε πια. Αλλιώς έβλεπα τώρα τον κόσμο.
Καθάρισα και το δεύτερο αυγό και προχωρούσα με το κεφάλι κάπως υψωμένο, το μάτι καρφωμένο ίσα στην πολιτεία, που ολοένα μεγάλωνε, ολοένα ξάνοιγε τα ξεθωριασμένα χρώματά της.

                                                                                                                Αντώνης Π. Μπενέκος




Εργασία: Να χαρακτηρίσετε τους αγωγιάτες και τους αγροφύλακες.




                                       11.  ENA ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

(Ένας παλιός θρύλος λέει ότι στα χρόνια των κουρσάρων  ο Κωνσταντής, που είχε πλουτίσει από την πειρατεία, μετανιωμένος για την κουρσάρικη ζωή του, πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί στη στεριά. Με δυο συντρόφους του λοιπόν και δυο μπαούλα  γεμάτα χρυσά νομίσματα ανέβηκαν σ’ ένα ορεινό χωριό και παρουσιάστηκαν στο καφενείο σαν διώκτες των κουρσάρων, που ο βασιλιάς της Ισπανίας τους είχε ανταμείψει για τις υπηρεσίες τους. Για να καλοπιάσουν μάλιστα τους χωριανούς και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, άνοιξαν τα μπαούλα και τους μοίρασαν από τρία φλουριά. Τα χρήματα αυτά έφεραν ανστάτωση στο χωριό.)


Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μοναδικές σε κίνηση για το ειρηνικό χωριό. Ένας δυνατός εμπορικός άνεμος φύσηξε ξαφνικά και το αναστάτωσε. Κάθε χωριανός το νόμισε χρέος να πάει στο παζάρι και να εμπορευτεί. Κι έπεσαν όλοι με πάθος στο εμπόριο, αγόραζαν και πουλούσαν και μάλιστα πουλούσανε κείνα που είχαν αγοράσει χτες. Η βάση ήταν να μην κάθεται κανένας με σταυρωμένα χέρια και κατάντησε έτσι το παζάρι ένα είδος χρηματιστήριο εκείνου του καιρού. Ο κυρ Σωκράτης με τον αδερφικό του φίλο Νικολή τριγύριζαν με τα σακούλια τις μπαγκανότες [1]  στο χέρι κι έκαναν το μεγαλύτερο αλισβερίσι. Ο μαυροπίνακας του σχολείου (το είχαν κλείσει από χρόνια) κουβαλήθηκε στην πλατεία, στήθηκε κάτω απ’ την κερασιά κι ο Γιαννούλης Κακουλής έγραφε την κάθε ώρα τις πορείες των τιμών. Είχε την εντολή από την κοινότητα να πληροφορεί πρόθυμα όσους δεν ήξεραν να διαβάζουν κι έτσι λάβαιναν όλοι γνώση πού βρισκότανε τα φασόλια, να πούμε, κι αν σύφερνε να κρατάει κανένας φασόλια στα χέρια του ή να τα δώσει και να πάρει ρεβίθια που έδειχναν ύψωση.
-Πού βρίσκεται η φακή, Γιαννούλη;
-Δεκαπέντε μπαγκανότες το καντάρι.
-Δεκαπέντε! Τι λες, βρε παιδί; Το πρωί δεν ήτανε δεκατρείς;
Ο Γιαννούλης έδωσε την εξήγηση πως ανέβηκε η φακή γιατί έγινε ζήτηση. Ο κυρ Σωκράτης είχε αγοράσει  όσα σακιά με φακή βρήκε μπροστά του και τώρα πού φακή; Και δεκάξι να ‘δινες, ζήτημα αν θα ‘βρισκες. Οι χωριανοί τραβήχτηκαν παρέκει να σκεφτούν και, σαν πονηροί που ήταν, αποφάσισαν για φακή γιατί κάτι θα ‘ξερε ο κυρ Σωκράτης. Έτσι, όταν σε λίγο βγήκε ο κυρ Νικολής να πουλήσει φακή στα δεκάξι, έπεσαν κι αγόραζαν κι έστησαν μάλιστα και καυγά ποιος να πρωτοπάρει. Ο κυρ Σωκράτης μπήκε κι αυτός στη μέση κι είχε μια ύποπτα μεγάλη χαρά, που θ’ αγόραζε επιτέλους κι άλλη φακή, καθώς έλεγε. Οι χωριάτες τον παρακάλεσαν να τους αφήσει να πάρουνε κι αυτοί οι φουκαράδες, που το ‘χανε λαχτάρα, κι ο κυρ Σωκράτης λύγισε στο τέλος και τραβήχτηκε. Πέσανε τότε στη φακή σαν χρυσοθήρες. Κανένας τους όμως δε σκέφτηκε τούτο: Πώς βρέθηκε στα χέρια του κυρ Νικολή η φακή, αφού την είχε αγοράσει όλη ο κυρ Σωκράτης; Κανένας; Όχι βέβαια. Βρέθηκε κάποιος να το σκεφτεί, ο καφετζής, αλλά όταν το σκέφτηκε, ήταν πια αργά. Η φακή είχε πάρει τον κατήφορο κι όταν οι καινούριοι ιδιοκτήτες της θέλησαν να την πουλήσουν στα δεκαεφτά, για να βγάλουν κι αυτοί μια μπαγκανότα κέρδος, κανένας δεν αγόραζε. Ο κυρ Σωκράτης, που του λέγανε να πάρει, αποκρινότανε πως,  τι να πάρει που καταστράφηκε με την καταραμένη τη φακή.
-Στα πόσα είναι τώρα, Γιαννούλη; ρώτησε μ’ ένα θλιβερό ύφος.
-Στα δώδεκα.
-Τα βλέπετε; στράφηκε στους χωριανούς. Κι όσο σκέφτομαι πως την αγόρασα στα δεκατρία!... Μη μου μιλάτε πια για φακή, αφήστε με στον πόνο μου.
Οι χωριανοί τον άφησαν. Η μόνη τους παρηγοριά ήτανε πως, αφού κι ο κυρ Σωκράτης την έπαθε με τη φακή, τι μπορούσαν να κάνουν κι αυτοί; Έβρισαν τη φακή, βλαστήμησαν το ριζικό τους και την έδωσαν στα δέκα. Ο κυρ Σωκράτης δείχτηκε καλός και την αγόρασε.
-Και στα εννιά να μας την πλέρωνες κυρ Σωκράτη μας, πάλι θα σου τη δίναμε την άτιμη. Πάρ’ τηνε να μην την ξαναδούμε στα μάτια μας!
-Στα εννιά όχι, δε σας την παίρνω, τους αποκρίθηκε με ύφος πατρικό. Στα δέκα θα σας την πάρω. Γιατί να χάσετε κι εσείς μια μπαγκανότα; Ας τήνε χάσω εγώ που βουτήχτηκα έτσι κι αλλιώς στη συμφορά.
Στα πατρικά τούτα λόγια ένιωσαν οι χωριανοί μέσα τους μια τέτοια δυνατή εκτίμηση για τον άνθρωπο αυτό, ώστε μπορούσανε για χατίρι του να κάνουνε και φόνο. Τραβήχτηκαν με σεβασμό παρέκει, αφού του παρέδωσαν τη φακή  κι όλη εκείνη τη μέρα στάθηκαν μακριά από τον πίνακα του Γιαννούλη.
Μέτρησαν και ξαναμέτρησαν τα λειψά τους λεφτά και πολλές φορές έκοψαν το μέτρημα στη μέση για να ορκιστούν  πως δε θα ξαναφάνε φακή σ’ όλη τους τη ζωή. Την άλλη μέρα έριξαν όλο τον παρά τους στα φασόλια. Έπαιξαν με τα πάνω και τα κάτω σαν παλαβοί κι είχανε μια τέτοια μανία, σαν να παίρνανε εκδίκηση.
Ένα πρωί, τέλος, αφού οι χωριανοί μίσησαν και βλαστήμησαν όλα τα όσπρια και τα λοιπά εμπορεύματα, το αλισβερίσι κόπηκε ξαφνικά. Ο παράς χάθηκε από την αγορά και κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει πού κρύφτηκε.

                                                                                                               Κώστας Δ. Χατζηαργύρης





[1] μπαγκανότα: χάρτινη τουρκική ή αιγυπτιακή λίρα



                                                                                            12.    ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

Ένα τραγούδι κρατάει συνήθως τρία ή και πέντε λεπτά. Σαράντα τραγούδια τρίλεπτα είναι δυο ώρες. Σαράντα πεντάλεπτα, τρεις ώρες και είκοσι λεπτά. Το εργοστάσιο των σωληνωτών λαμπτήρων ήταν οχτώ ώρες και δεν γινότανε να τραγουδάς και τις οχτώ ώρες, για να μη νιώθεις το χρόνο. Τηνπρώτη μέρα θα τραγούδησα σαράντα τραγούδια. Τη δεύτερη καμιά δεκαριά, την Τρίτη ούτε ένα. Και που τραγουδούσα, σχεδόν μάταιο, ο χρόνος κολλούσε πεισματικά… Κι από τον εκκωφαντικό θόρυβο των μηχανών που δούλευαν αλυσίδα ούτε τη φωνή μου δεν μπορούσα να ακούσω.
Το 1936 γεννήθηκα σε ένα ορεινό χωριό. Το 1936 ο Σαρλό γύρισε τους «Μοντέρνους καιρούς». Μια εικοσαετία αργότερα χτυπιόμουν απ’ το γέλιο, βλέποντας στο φιλμ εκείνον τον ανθρωπάκο που, όπου έβλεπε κουμπί, το θεωρούσε για μπουλόνι και το ‘στριβε… Το 1970 ζούσα ο ίδιος τους «Μοντέρνους καιρούς» και φυσικά δε χτυπιόμουν απ’ το γέλιο. Αντίθετα, πονούσε πιασμένο όλο μου το κορμί απ’ την ορθοστασία. Το μυαλό μου κουδούνιζε σαν ηχείο κι αισθανόμουν αγωνία και φόβο μέσα σ’ εκείνο το τερατώδες εργοστάσιο. Πού άρχιζε; Πού τελείωνε; Φυσικά άρχιζε από κάπου, τελείωνε κάπου, όμως ποτέ δε σταματούσε. Δούλευε με βάρδιες είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο κι έβγαζε λάμπες. Ο θόρυβος απ’ τις μηχανές που γύριζαν τρομαχτικός. Και τα μεγάφωνα, πολλά και παντού, σ’ όλη την ένταση ανοιγμένα να μεταδίδουν μουσική, γιατί οι μελέτες απόδειξαν πως η παραγωγή μεγαλώνει  πιο γρήγορα με τη μουσική… Κι ο εργάτης άνθρωπος εκεί μέσα καταργημένος. Γιατί, τι άλλο είναι εκτός από κατάργηση το μαρτύριο να βιδώνει ακούνητος στην ίδια θέση βιδούλες σ’ ένα όμοιο εξάρτημα;
Ανάμεσα από ένα κυλινδρικό περιστρεφόμενο μηχάνημα σε σχήμα πελώριας ανέμης, απ’ όπου με διπλά και τριπλά γάντια τραβούσα τις λάμπες-σωλήνες που έκαιγαν και ίσιωνα τα δυο ενωμένα συρματάκια, για να περνάει ευκολότερα ο επόμενός μου τις μεταλλικές υποδοχές, μπορούσα να βλέπω τη γυναίκα μου, που την προσλάβανε κι αυτήν, να στέκεται μπροστά σ’ ένα άλλο μηχάνημα και να κάνει την ίδια κίνηση. Να σκύβει, να ξεκολλάει ανά δύο τις λάμπες, να ορθώνεται, να ξανασκύβει… Τις πρώτες ώρες γύριζε πότε πότε το κεφάλι της, μ’ έβλεπε και μου χαμογελούσε κατακόκκινη. Όμως σιγά σιγά δε γύριζε, κι όταν γύριζε, δε μου χαμογελούσε. Κοίταζε ψηλά πάνω από μένα το ρολόι…
Την Τρίτη μέρα ζήτησα να μου επιτρέψουν να δουλέψω σ’ όλα τα στάδια που απαιτεί η πορεία κατασκευής μιας λάμπας απ’ την αρχή. Μου αρνήθηκαν, γέλασαν και μ’ έδιωξαν ύστερα από είκοσι μέρες σαν απροσάρμοστο…

                                                                                                             Μήτσος Κασόλας




                                                                                       13.   Ο ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΑΣ

Ο μεταξοσκώληκας φτιάχνει λογής λογής όμορφα πράματα, μεταξωτά φουλάρια, μπλούζες και γραβάτες, βραδινά φορέματα και τα τοιαύτα, στη ζωή του ο μεταξοσκώληκας έχει κάνει πολλά πράματα, πολύ ακριβά πράματα για τους καλύτερους μόδιστρους και μια φορά γίνεται μεγάλη επίδειξη μόδας του Κριστιάν Ντιόρ, είσοδος μόνο με προσκλήσεις, ντουζίνες αυτοκίνητα κουβαλάνε τους πιο κομψευόμενους ανθρώπους απ’ όλα τα σημεία της γης, ο μεταξοσκώληκας τυχαίνει να περνάει από κει, θα πρέπει να ΄ναι ενδιαφέρον, σκέφτεται, και σκαρφαλώνει τα σκαλιά, όμως εκεί, στο κεφαλόσκαλο, στέκεται ο πορτιέρης με τη μεγάλη στολή, «έχετε πρόσκληση, κύριε;»
Ο μεταξοσκώληκας δεν έχει πρόσκληση, πού θα μπορούσε διάολε να τη βρει; δεν έχει άλλωστε καιρό να ασχολείται με προσκλήσεις, είναι πάρα πολύ απασχολημένος με την ύφανση όλων αυτών  των ωραίων μεταξωτών, ξανακατεβαίνει λοιπόν τα σκαλιά, κάνει έναν άσκοπο περίπατο γύρω στην πλατεία κι έπειτα γυρίζει σπίτι και πέφτει νωρίς νωρίς να κοιμηθεί. Τι άλλο να κάνει με τόση δουλειά που τον περιμένει το πρωί.

                                                                                                                    Μίλος Ματσόουρεκ
                                                                                                              (Τσέχος συγγραφέας)
Εργασίες
1.      Να βάλετε τελείες εκεί που πρέπει κάνοντας όποιες αλλαγές χρειάζεται.
2.      Να περιγράψετε τα συναισθήματα του μεταξοσκώληκα.




         14.  ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ


Ακούω πως στη Νέα Υόρκη,
στη γωνιά των είκοσι έξι δρόμων και του Μπρόδγουέη
στους χειμωνιάτικους μήνες στέκεται ένας άνθρωπος
και παρακαλάει τους περαστικούς να πάρουν
κανέναν άστεγο απ’ αυτούς που μαζεύονται γύρω του,
για μια νύχτα, στο σπίτι τους.

Ο κόσμος δεν αλλάζει μ’ αυτό,
οι σχέσεις ανθρώπου με άνθρωπο δεν καλυτερεύουν,
ο αιώνας της εκμετάλλευσης δε συντομεύεται μ’ αυτό.
Όμως μερικοί άνθρωποι αποχτούν ένα νυχτερινό καταφύγιο,
ο άνεμος κρατιέται μακριά τους για μια νύχτα,
το χιόνι που τους προορίζονταν πέφτει στο γυμνό δρόμο.
Μην πετάξεις το βιβλίο σου, συ που με διαβάζεις, συνάνθρωπε.
Μερικοί άνθρωποι έχουν καταφύγιο για τη νύχτα,
ο άνεμος θα κρατηθεί μακριά τους για απόψε,
το χιόνι που τους προορίζονταν πέφτει στο γυμνό δρόμο.
Όμως ο κόσμος δεν αλλάζει μ’ αυτό,
οι σχέσεις ανθρώπου με άνθρωπο δεν καλυτερεύουν απ’ αυτό,
ο αιώνας της εκμετάλλευσης δε συντομεύεται με κάτι τέτοια.

                                                                  Μπέρτολτ Μπρεχτ


ΜΠΡΕΧΤ ΜΠΕΡΤΟΛΤ (1898 – 1956). Διάσημος Γερμανός  θεατρικός συγγραφέας και ποιητής. Με το έργο του προσπαθεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να  συνειδητοποιήσουν την κοινωνική αδικία και ανελευθερία που κυριαρχεί στον κόσμο. Τα πιο γνωστά έργα του είναι: «Ο κύκλος με την κιμωλία», «Μάνα κουράγιο», «Η όπερα της πεντάρας».


                            15.  Ο ΜΠΑΡΜΠΑ – ΜΗΤΣΟΣ Ο ΝΤΟΥΛΙΑΣ

(Ο συγγραφέας περιγράφει πώς ένα τουριστικό ταξίδι σε χώρα της ανατολικής Ευρώπης του έδωσε την ευκαιρία να επισκεφθεί ένα προσφυγικό ελληνικό χωριό.)

   Ύστερα από μιας ώρας διαδρομή φτάσαμε στο χωριό με τα ισόγεια σπίτια και τις ψηλές στέγες, που το χτίσανε πριν τριάντα χρόνια οι πρόσφυγες. Στην πλατεία κατέβηκα. Άρχισαν τότε να βγαίνουν από τις πόρτες γύρω κάτι φιγούρες σιωπηλές, με γκρίζα μαλλιά, με σκαμμένα πρόσωπα, γερασμένα. Δυο πρόσφυγες με συνόδεψαν στο καφενείο για ένα ρακί. Οι άντρες άφησαν το τάβλι και τα χαρτιά και μαζεύτηκαν γύρω στο τραπέζι μας. Μονάχα ένας γέρος, πετσί και κόκαλο, ετοιμόρροπος, δεν έλεγε ν’ αφήσει την καρέκλα του μπροστά στο παραθύρι. Καθόταν εκεί ασάλευτος, όλη την ώρα, με τα χέρια του ακουμπισμένα σ’ ένα χωριάτικο μπαστούνι, κι αγνάντευε μακριά, κατά το Δούναβη, που δε φαινόταν – μονάχα η πεδιάδα.
Ρώτησα ποιος είναι.
«Α», μου κάνουν. «Ο μπαρμπα-Μήτσος ο Ντούλιας».
Δεν πίστευα στα μάτια μου. Πλησίασα κι έβαλα το χέρι μου στον ώμο του.
«Τι κάνεις, θείο;», τον ρώτησα.
Κούνησε το κεφάλι του και κατάφερε να πει: «Δε σε γνωρίζω».
Του είπα το όνομά μου. «Μεγάλωσες», είπε.
Όση ώρα ύστερα πίναμε ρακί, στο μυαλό μου εμένα τριγυρνούσε η κρεβάτα του Ντούλια, το κεφαλόσκαλο, όπου καθόμουν μαζί του κι αγνάντευα.
Μόλις έμπαινε η άνοιξη, εκείνος κουβάλαγε τα συμπράγκαλά του στο ξάγναντό του: ένα παλιό σιδερένιο ντιβάνι με λάμες, ένα γιατάκι με τζίβα[1] και άχερο. Και παραδίπλα, στο πάτωμα με τα χοντροπελεκημένα σανίδια, ο μαστραπάς με το κρύο νερό. Με άφηνε να καθίσω στο κεφαλόσκαλο και μου ‘λεγε για τον Τζίμη Λόντο, που είχε κερδίσει την αδαμαντοκόλλητη ζώνη. Τζίμη Λόντο λέγανε κι εμένα, κατά παράδοξο τρόπο, γιατί ήμουν το πιο αχαμνό παιδί στο χωριό μας. Κατοχή είχαμε περάσει και λίγο πολύ είχαμε τα κακά μας τα χάλια, αλλά τα δικά μου παραήταν.  Τον είχε λοιπόν τον Τζίμη Λόντο σ’ ένα μεγάλο περιοδικό κιτρινισμένο και μου τον έδειχνε που είχε απλωμένα στα πλάγια τα μπράτσα του, με φουσκωμένα μούσκουλα, σαν να σήκωνε δυο μεγάλους βαριούς κουβάδες, μα τίποτα δε σήκωνε. Είχε ακόμα εκείνο το περιοδικό τους πρώτους αεροπόρους, τον Ίκαρο που έπεφτε στη θάλασσα, ανάμεσα σε σκόρπια φτερά, και παρακάτω το Δαίδαλο, με το πρόσωπο στις χούφτες του. «Εγώ έχω πάει Ικάριον Πέλαγος» μου ‘λεγε ο Ντούλιας. «Δεν είναι παραμύθια αυτά, αυτοί ήτανε πρωτοπόροι. Έτσι γίνεται, χάνονται αυτοί κι έρχονται ύστερα άλλοι και βρίσκουν το δρόμο το δρόμο ανοιχτό».
Όλο το πρωινό δούλευε στους κήπους. Έπιανε δουλειά τα χαράματα, νύχτα ακόμα, και κατά το μεσημέρι γυρνούσε στο χωριό, με μια παλιά τραγιάσκα φορεμένη στραβά. «Οχτάωρο», έλεγε, «δεν το χαλάω εγώ το οχτάωρο. Χύθηκε αίμα». Και μου ‘λεγε για την Πρωτομαγιά στο Σικάγο και για τα τρία οχτάρια, οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ψυχαγωγία, οχτώ ώρες ύπνος. «Αυτή είναι η δική μου ψυχαγωγία», έλεγε, «το διάβασμα και τ’ αγνάντιο».
Από κει και ύστερα όλα ήρθαν άνω κάτω. Και να με ρωτούσες ποιος ζει και ποιος πέθανε, δε θα ‘ξερα να σου πω. Σκόρπισαν οι άνθρωποι και ρήμαξε ο τόπος. Ώσπου ήρθε εκείνο το ταξίδι μου, και να τος ο Ντούλιας, ένα φάντασμα δηλαδή, δίπλα στο παραθύρι. Καθώς έπιασα το παγωμένο του χέρι για να τον αποχαιρετίσω, ο γέρος κατάφερε να με ρωτήσει: «Το σπίτι μου; Είναι το;»
Τι να του ‘λεγα; Τον βεβαίωσα πως με την πρώτη ευκαιρία θα πάω στο χωριό μας, μόλις γυρίσω, θα καθίσω στην κρεβάτα του και θα τον περιμένω. κούνησε το κεφάλι του. Συμφώνησε.
Και να ‘μαι τώρα εδώ στο «σπίτι του», σ’ αυτή την ερειπωμένη πέτρινη σκάλα, χωρίς την κρεβάτα της και χωρίς το σπίτι πια – μια σκάλα δηλαδή που δεν ανεβάζει πουθενά.
                                                                                                     Χριστόφορος Μηλιώνης                                                                



[1] τζίβα: χόρτο με το οποίο γέμιζαν τα στρώματα.



                                                                                       16.  ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ

  Όταν άρχισα να μεγαλώνω, βοηθούσα κι εγώ τον πατέρα μου στη δουλειά του, προπαντός τα καλοκαίρια, που μου έμενε καιρός απ’ τα μαθήματα. Ο πατέρας μου ήταν ταχυδρόμος. Είχε στην περιφέρειά του πέντε χωριά κι έκανε αυτό το δρομολόγιο δυο φορές τη βδομάδα. Έτρεχε ολημέρα σ’ εκείνον τον κακότοπο, βαρούσε την τρομπέτα του στις ράχες, για ν’ ακούσουν, και τα βράδια ερχότανε στο σπίτι. Σπάνια τύχαινε να ξενυχτήσει αλλού, αυτό γινότανε καμιά φορά το χειμώνα με τις μεγάλες βροχές.. Μπορούσε εύκολα να βρει κατάλυμα στο δρόμο, ήταν περίφημος και περιζήτητος ανεκδοτολόγος, μα χωρίς ανάγκη δεν έλειπε ποτέ από τους δικούς του.  Αργότερα όμως τη νύχτα, τον έπιανε η κακοκαιρία ή ήθελε να αποσώσει τις κουβέντες με τον κόσμο, όπως έλεγε όχι χωρίς παράπονο η βάβω, και πολλές φορές τον περιμέναμε ως τα μεσάνυχτα. Κρύωνε τότε το φαΐ, εμείς τα παιδιά κοιμόμασταν ορθά, η καημένη η μάνα μου προσκύναγε σα νύφη κάθε τόσο απ’ τη νύστα (κι αυτή η έκφραση ήταν της πεθεράς της πάλι). Όταν ο πατέρας ζύγωνε στο σπίτι, πρώτος τον οσμίζονταν ο σκύλος κι έβανε τ’ αλύχτημα. Εμείς πάλι τον γνωρίζαμε από το περπάτημά του, ακούγαμε καθαρά τις πατημασιές του στο χωράφι.
Δεν ήταν τόσο απ’ την κούραση που μ’ άφηνε ο πατέρας πότε πότε στο ποδάρι του. Πριν αναλάβει το ταχυδρομείο, έκανε το μαραγκό και τον ήξεραν σ’ όλο το Ξερόμερο, μαστρο-Κώστας με τ’ όνομα. Τώρα που είχε αλλάξει δουλειά, δεν ξεχνούσε  ωστόσο και την παλιά του τέχνη. Δεν ήτανε μονάχα το μεράκι, τον ανάγκαζε και η φτώχεια μας σ’ αυτό. Είχαμε πολυφαμελέψει, κι ο άλλος αδερφός δεν έβγαζε παράδες, περνούσε τον περισσότερο καιρό του στα χωράφια. Όταν λοιπόν είχε να φτιάσει κανένα βαρέλι ή κανένα αγγειό παραγγελιά, έστελνε μένα με τα γράμματα κι έτσι δεν έχανε το μεροκάματο. Μ’ άφηνε τίποτα δεκάρες διαφορά από τα πούλια που μάζωνα, και το κέρδος αυτό μου έκανε αλαφρότερο τον κόπο της πορείας.
Στην αρχή πήγαινα μονάχα ως το γειτονικό χωριό, το τελευταίο του δρομολογίου. Δεν ήταν παρά μια ώρα δρόμος, παιχνίδι για μένα. πολύ αργότερα αποφάσισε να με στείλει και στην έδρα του ταχυδρομείου, τη Νισίτσα. Για κει θα είχα να περπατήσω πολύ, θα έλειπα  όλη την ημέρα από το σπίτι. Κι ούτε περιγράφεται ο φόβος που δοκίμασα όταν πέρασα για πρώτη φορά – μόνος μου – το Κακολάγκαδο. Ήτανε μια τεράστια ρεματιά, που άρχιζε αποπάνου απ’ το βουνό, κοντά στο ληστοχώρι, τη Φανερωμένη, κι έφτανε ως κάτου στο ποτάμι. Όταν περνούσες από κει, για να φτάσεις από την μιαν άκρη ως την άλλη, χρειαζόσουν μισή ώρα περίπου. Δέντρα πανάρχαια και τετράψηλα, πλατάνια τα περσότερα, έκρυβαν σχεδόν ολότελα τον ουρανό και ήταν σαν  να περπατείς σε καμιά χώρα στοιχειωμένη. Πώς μπορεί να υπομείνει όλο αυτό το πρωτόγονο μεγαλείο μια παιδική ψυχή, ένας άνθρωπος μια στάλα; Φοβόμουν, φοβόμουν πολύ μέσα σ’ εκείνο το ρημολάγκαδο και καρτερούσα ν’ ακούσω το καταμεσήμερο, με’ απ’  τα χαλάσματα, το λάλημα του πετεινού που είχε βουλιάξει, λέγαν, εκεί μέσα μαζί με όλη την πλάση την παλιά. Να συναπαντούσες εκείνες τις στιγμές κανέναν αγωγιάτη, σου φαινόταν πως τον έστειλε ο Θεός.

                                                                                                                           Γιώργος Κοτζιούλας


                                      17.   ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΨΑΡΑΔΩΝ


   Όταν τελείωσε ο μεγάλος πόλεμος, στα 1945, οι ψαράδες της Κεραμωτής, κοντά στην Καβάλα, που σε όλη σχεδόν την Κατοχή είχαν μείνει άνεργοι και πολύ δυστύχησαν, έκαμαν το σταυρό τους, ανασκουμπώθηκαν και συνάχτηκαν ένας ένας στα ιχθυοτροφεία τους, αποφασισμένοι να ξαναρχίσουν τη σκληρή δουλειά τους. Τα ιχθυοτροφεία όμως της Κεραμωτής ήταν σχεδόν ολότελα καταστραμμένα από την αναγκαστική εγκατάλειψη. Το ποτάμι της περιοχής, ο Νέστος, είχε με τον καιρό απλώσει την κοίτη του και χυνόταν τώρα μέσα στα ιχθυοτροφεία.
Τότε οι τριάντα ψαράδες των ιχθυοτροφείων αποφάσισαν ν’ αλλάξουν την πορεία του ποταμού, να τον ξαναγυρίσουν στην παλιά του κοίτη και να ελευθερώσουν το ιχθυοτροφείο.
Αυτό βέβαια δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να γυρίσει κανείς το ρεύμα του ποταμού, να το κάνει να υπακούσει στη θέληση του ανθρώπου. Μια παλιά παροιμία λέει πως «ο ποταμός γυρεύει τα δικαιώματά του πενήντα χρόνια», δηλαδή ο ποταμός, όταν μια φορά κάμει ένα πέρασμα και μια κοίτη, δύσκολα αλλάζει πορεία, γίνεται πια αφέντης και κύριος του τόπου.
Φυσικό λοιπόν ήταν οι τριάντα ψαράδες της Κεραμωτής να δουλέψουν σκληρά και κυρίως να δουλέψουν όλοι μαζί, σαν μια ψυχή και σαν ένα σώμα, για να κατορθώσουν αυτό, που πραγματικά θα ήταν ακατόρθωτο αν δουλεύανε ο καθένας χωριστά.
Μάλιστα ένα χειμωνιάτικο βράδυ, εκεί στα τέλη του Νοεμβρίου, ξέσπασε ξαφνικά μια καταιγίδα, που κόντεψε να παρασύρει τα φράγματα και να καταστρέψει το ωραίο έργο. Οι ψαράδες όμως, με πίστη και με κουράγιο πάλι, ξενύχτησαν όλοι μέσα στο ιχθυοτροφείο. Βουτηγμένοι στα νερά ως τη μέση, καθάριζαν τα φράγματα από τα φύκια, για να κυκλοφορούν ελεύθερα τα νερά και να μην παρασύρουν με τη δύναμή τους τα φράγματα.
Από κει και πέρα η δουλειά δεν τους φαινόταν πια δύσκολη. Σιγά σιγά έφτιαξαν τις καλαμιές για τα φράγματα των ιχθυοτροφείων, επισκεύασαν τα καλυβόσπιτά τους, ναυπήγησαν βάρκες, αγόρασαν και αυτοκίνητο για να μεταφέρουν τα ψάρια στις ψαραγορές.
Πώς όμως μπόρεσαν οι τριάντα φτωχοί και άσημοι ψαράδες της Καβάλας να πετύχουν αυτό το έργο; Πώς μπόρεσαν να παρουσιαστούν όλοι μαζί, να ομονοήσουν, να μην κάνει ο καθένας του κεφαλιού του, να ενώσουν όλες τις δυνάμεις τους σε μια πειθαρχημένη δύναμη; Ακόμη πώς μπόρεσαν να βρουν και τα χρηματικά μέσα που χρειάζονταν γι’ αυτή τη δουλειά, τις «πιστώσεις» δηλαδή, με τις οποίες συμπλήρωσαν την προσωπική εργασία τους;
Όλα αυτά τα μπόρεσαν με την τυπική και ουσιαστική ένωσή τους σε ένα συνεταιρισμό.
Αν, ύστερα από τόσα χρόνια, θυμήθηκα ξανά αυτή τη μικρή και συγκινητική ιστορία και σας τη διηγιέμαι, είναι γιατί μπορεί να γίνει σε όλους ένα πολύτιμο παράδειγμα. Να μας διδάξει πως η συνεργασία, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια, η αγάπη και η ομόνοια, βοηθούν τον άνθρωπο να κατορθώσει κάποτε και πράγματα που θεωρούνται ακατόρθωτα ή έστω πολύ δύσκολα.

                                                                                                                                        Πέτρος Γλέζος

   
                                        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate-Μετάφραση