ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: 'Ανδρομάχη'

ΕΥΡΙΠΙΔΗ: ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Διασκευή: Δημ. Τέλλης

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Ω, θεοί, η Ανδρομάχη εγώ
που πρώτα ήμουν πολυζήλευτη
τώρα απ’ όλες η πιο δυστυχισμένη είμαι.
Είδα τον άντρα μου τον Έκτορα
σκοτωμένο από τα χέρια του Αχιλλέα.
Κι όταν οι Έλληνες την Τροία πήραν,
το γιο μου, τον Αστυάνακα είδα
απ’ τους ψηλούς καστρόπυργους
να γκρεμίζουν.

Εγώ που ήμουν από γενιά ελεύθερη,
σκλάβα με φέραν στην Ελλάδα
και μ’ έδωσαν λάφυρο
στον νησιώτη Νεοπτόλεμο.
Ένα αγόρι γέννησα εγώ
σε τούτο το παλάτι
με τον γιο του Αχιλλέα.
Σαν πήρε για γυναίκα του
τη Σπαρτιάτισσα  Ερμιόνη
μεγάλα βάσανα απ’ αυτήν τραβάω.
Για μένα λέει πως κρυφά με βότανα και μάγια
εγώ την εμποδίζω δικά της τέκνα να γεννήσει.
Γι’ αυτό κι εκείνη να με σκοτώσει γυρεύει
και σ’ αυτό βοηθό της έχει τον γονιό της τον Μενέλαο
που κι αυτός εδώ βρίσκεται φερμένος απ’ τη Σπάρτη.
Κι εγώ από φόβο κάθομαι εδώ
κι από φόβο ικετεύω τους θεούς να με γλιτώσουν.
Το Μολοσσό, το γιο μου τον μονάκριβο
κρυφά απ’ όλους έστειλα σε σπίτι φιλικό.
Φόβος με τρώει να μην τον θανατώσουν.
Ο γονιός του, ο Νεοπτόλεμος, εδώ δεν είναι
εμάς να προστατέψει. Στους Δελφούς πήγε
συγχώρεση απ’ τον Φοίβο να ζητήσει
για ένα κρίμα που κάποτε έκανε.

(Απ’ το παλάτι βγαίνει μια σκλάβα της Ανδρομάχης.)


ΣΚΛΑΒΑ: Κυρά, μαντάτα σου ‘φερα
κι ήρθα κρυφά από αφέντες και φρουρούς
Κακό για σένα ο Μενέλαος μελετάει
μαζί κι η κόρη του η Ερμιόνη
γι’ αυτό το νου σου να ‘χεις.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Συντρόφισσά μου, σκλάβα αγαπημένη,
τι κάνουν; Τι σοφίζονται;
Θέλουν την άθλια να βάλουν τέλος στη ζωή μου;
ΣΚΛΑΒΑ: Το γιο σου, τον Μολοσσό,
που ‘στελες κρυφά σε ξένο σπίτι,
μελετούν να τον σκοτώσουν.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Έμαθαν ότι φυγάδεψα το γιο μου;
Ποιος μου ‘κανε τέτοιο κακό; 
Αχ, η δόλια, πάω χαμένη!
ΣΚΛΑΒΑ: Ξέρεις, φίλους δεν έχεις στο παλάτι ετούτο.
Αν ο αφέντης ήταν εδώ,
δεν θα ‘σουν σε τέτοια συμφορά.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Μην άκουσες αν θα ‘ρθει ο Πηλέας;
ΣΚΛΑΒΑ: Γέρος εκείνος για να σε βοηθήσει.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Να πας μονάχη σου να του μηνύσεις.
Μόνο αυτός τώρα μπορεί να με βοηθήσει.
ΣΚΛΑΒΑ: Και τι θα πω να μην με καταλάβουν;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Δικαιολογίες θα βρεις. Γυναίκα είσαι.
ΣΚΛΑΒΑ: Φοβάμαι! Όλα τα μαθαίνει η Ερμιόνη.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Βλέπεις; Τους φίλους σου στα δεινά τους απαρνιέσαι.
ΣΚΛΑΒΑ: Όχι, γι’ αυτό δεν θα με ψέξεις.
Πάω. Κι αν κάτι κακό σε μένανε συμβεί,
δεν είναι δα πολύτιμη η ζωή μιας σκλάβας.

(Η σκλάβα φεύγει.)

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Πήγαινε στο καλό.
Κι εγώ δάκρυα κι αναστεναγμούς
θ’ απλώσω στον αιθέρα
και θρήνους μαζί
γιατί μέσα σ’ αυτά
η ζωή μου είναι βυθισμένη.

Είναι στων γυναικών τη φύση
να μιλούν για όσες συμφορές τις βρίσκουν.
Και σε μένα δεν έτυχε μόνο μια
αλλά πολλές και πώς να τις παλέψω;
Βασίλισσα ήμουν στης Τροίας τα παλάτια
και τώρα σκλάβα έγινα εδώ.
Ποτέ σου μην πεις κάποιον ευτυχή
αν πρώτα το τέλος του δεν δεις.

(Μπαίνει ο Χορός.)

ΧΟΡΟΣ: Γυναίκα, δύσμοιρη, ήρθαμε όλες μας εδώ
μήπως και βρούμε γιατρειά στα βάσανά σου
γιατί η Ερμιόνη έχθρα μεγάλη σ’ έχει
καθώς οι δυο σας μοιράζεστε το ίδιο στρώμα
με τον βασιλιά Νεοπτόλεμο.

(Από το παλάτι βγαίνει η Ερμιόνη.)

ΕΡΜΙΟΝΗ: Γυναίκα σκλάβα, με το σπαθί κατακτημένη,
θέλεις  απ’ το παλάτι τούτο να με διώξεις
κι αφέντρα εσύ να γίνεις όλου του κάστρου τούτου;
Με μάγια έκανες τον άντρα μου να με μισήσει
κι άκαρπη να μαραίνεται η κοιλιά μου.
Εγώ θα σταματήσω τα σχέδια αυτά.
Κανένας θεός, μήτε θνητός μπορεί να μ’ εμποδίσει.
Άξια να ζεις δεν είσαι. Η αναισθησία σε βαραίνει.
Πώς μπορείς με τον φονιά του άντρα σου να πλαγιάζεις
και τέκνο μάλιστα μαζί του έχεις γεννήσει;
Ωραίο δεν είναι ο άντρας να ‘χει δυο γυναίκες.
Όποιος θέλει το σπίτι του καλό και προκομμένο
μονάχα ένα κρεβάτι νυφικό του φτάνει.
ΧΟΡΟΣ: Ζηλιάρες οι γυναίκες πάντα
και νιώθουν για τις αντίζηλές τους μέγα μίσος.
 ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Ας είμαι σκλάβα, θα μιλήσω γιατί με πνίγει το δίκιο
              κι ούτε με φοβάμαι μήπως κακοπάθω.
Τα λόγια τα σωστά δεν τα υποφέρουν οι δυνατοί,
αν οι αδύνατοι τα λένε.
Πες μου, κυρά μου, τι φοβάσαι;
Ούτε βασίλισσα μπορώ να γίνω γιατί ξένη είμαι
ούτε το παιδί μου βασιλιάς μπορεί να γίνει
γιατί γεννήθηκε σκλάβος.
Αν δεν σε θέλει ο άντρας σου, δεν φταίνε τα μάγια μου,
μα εσύ που δεν ξέρεις να κάνεις τη ζωή του πιο όμορφη.
Η αγάπη είναι βοτάνι που γλυκαίνει τους άντρες
κι όχι, όπως νομίζουν πολλές, τα κάλλη του κορμιού.
Εγώ τον άντρα μου, τον Έκτορα, για να τον κρατήσω,
τα νόθα του παιδιά βύζαινα.
Τα μυαλωμένα τέκνα πρέπει με κάθε τρόπο
τις συνήθειες των κακών μανάδων ν’ αποφεύγουν.
ΧΟΡΟΣ: Όσο μπορείς, κυρά μου, άκουσέ την σ’ όσα λέει
 και φίλιωσε μαζί της.
ΕΡΜΙΟΝΗ: Τι θες να πεις με τα μεγάλα λόγια;
Πως είσαι γνωστική κι εγώ δεν είμαι;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Με όσα είπες, φρόνιμη δεν δείχνεις.
ΕΡΜΙΟΝΗ:  Φύγε απ’ το ιερό! Τον θάνατό σου έχω αποφασίσει.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Δεν θα παραδοθώ προτού γυρίσει ο Νεοπτόλεμος.
ΕΡΜΙΟΝΗ:  Αν δεν βγεις, θα σε κάψω!
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Κάψε με. Οι θεοί όμως θα σε τιμωρήσουν.
ΕΡΜΙΟΝΗ: Ω! πλάσμα βάρβαρο! Τι θράσος!
Πώς έτσι άφοβα τον θάνατο προσμένεις;
Μα θα σε κάνω εγώ με τη θέλησή σου να φύγεις από κει.
Ωραίο το δόλωμα που έχω για σένα.

(Η Ερμιόνη μπαίνει στο παλάτι.)

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Τι κρίμα!
Οι άνθρωποι βρήκαν φάρμακο για όλες τις αρρώστιες,
μα κανείς δε βρήκε, ως τώρα, κάτι για την κακιά γυναίκα.
 ΧΟΡΟΣ: Κι εσύ, καλή  βασίλισσα θα ‘σουν
κι οι λεβέντες της Ελλάδας θα γλίτωναν
αν μια γυναίκα, η Ελένη, δεν ακολουθούσε τον Πάρη στην Τροία.

(Μπαίνει στη σκηνή ο Μενέλαος με τον γιο της Ανδρομάχης.)

ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Ήρθα μόλις βρήκα το γιο σου που ‘χεις κρύψει
απ’ την κόρη μου σε ξένα σπίτια.
Άμα δε φύγεις από δω, θα σφάξω αυτόν για εσένα.
Λοιπόν, σκέψου.
Θες να πεθάνεις ή ν’ αφανίσω ετούτο
για τις δυστυχίες που έφερες στην κόρη μου;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Εσύ είσαι αυτός που κάποτε
την Τροία κυρίεψες, στρατηλάτης των Ελλήνων;
Ω, Μενέλαε, βασιλιά της Σπάρτης, να μάχεσαι εσύ
μια σκλάβα δυστυχισμένη
και ν’ απειλείς για τη ζωή ενός μικρού παιδιού;
Μα κι αν το παιδί μου θανατώσεις,
σκέφτηκες τι θα κάνει ο γονιός του;
Για πράγματα μικρά δεν είναι σωστό
να φέρνεις μεγάλες δυστυχίες.
Κι αν εμείς οι γυναίκες είμαστε μεγάλο κακό
δεν πρέπει να μας μοιάζουν οι άντρες.
ΧΟΡΟΣ:  Είπες πολλά ως γυναίκα σ’ έναν άντρα.
Ξέφυγε η φρονιμάδα σου το μέτρο.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Εσύ, μια σκλάβα, δεν μπορείς καθόλου να με κρίνεις.
Μα να ξέρεις πως το χειρότερο για μια γυναίκα
είναι να της φύγει ο άντρας της.
Λοιπόν, διάλεξε. Κάποιος απ’ τους δυο σας
να χάσει τη ζωή του είναι ανάγκη.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Αλίμονο! Πικρό λαχνό μου ορίζεις.
Τι έχω κάνει η δύστυχη;
Αθέλητα στου αφέντη το κρεβάτι έχω πλαγιάσει
κι ύστερα φταίω εγώ κι όχι εκείνος που μ’ έφερε εδώ;
Αχ, γιατί είναι η ζωή τόσο σκληρή για μένα;
Ένα παιδί, μονάχα αυτό μου μένει στης ζωής μου το φως,
κι αυτό να το χάσω;
Όχι, βέβαια. Όχι, δεν θέλω την άθλια ζωή μου,
κάλιο το τέκνο μου να ζήσει.
Θα ‘ναι ντροπή για μένα ν’ αφήσω να πεθάνει.
Για να σωθείς, παιδί μου, πάω εγώ στον Άδη
κι αν ζήσεις, να θυμάσαι τι πόνους τράβηξα για σένα.
Και στον πατέρα σου να λες τι έχω κάνει για σένα
όταν τον αγκαλιάζεις και τον φιλάς με δάκρυα στα μάτια.
Τα τέκνα είναι ζωή για τους θνητούς,
ωστόσο, κάποιες φορές, η ευτυχία τους είναι δυστυχία.
 ΧΟΡΟΣ:  Μενέλαε, την κόρη σου και τούτη να τις συμφιλιώσεις έχεις χρέος
κι έτσι απ’ τα βάσανα να τις γλιτώσεις.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Πιάστε την! Σφίξτε της τα χέρια!
Λόγια γλυκά από μένα δεν θ’ ακούσει.
Σου είπα ότι το γιο σου θα σκοτώσω
για να σε κάνω στα χέρια μου να πέσεις.
Μα να ξέρεις, αυτή είναι η μοίρα σου..
Για το παιδί σου θα αποφασίσει η κόρη μου,
αν θελήσει να βάλει τέλος στη ζωή του.
Τράβα τώρα μες στο παλάτι,
σκλάβα εσύ να μάθεις τους λεύτερους να μην βρίζεις.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Αχ, με ξεγέλασες, με πλάνεψες με δόλο.
Δεν υπάρχουν θεοί; Δεν τιμωρούνε;
Έλα, θανάτωσέ με, δεν θα σε καλοπιάσω για να γλιτώσω.
Αν δυστυχώ ετούτη τη στιγμή, καθόλου μην καυχιέσαι
γιατί μπορεί κι εσύ να δυστυχήσεις.

(Δυο φρουροί δένουν με σχοινί τα χέρια της Ανδρομάχης.)

 ΧΟΡΟΣ: Ποτέ δεν θα παινέσω τους θνητούς που παίρνουν δυο γυναίκες.
Έτσι φέρνουν μεγάλες λύπες και διχόνοιες στα σπίτια τους.
Κι ούτε στις πολιτείες είναι καλύτεροι δυο βασιλιάδες από έναν.
Βάρος διπλό για τους πολίτες είναι.
Μα τι βλέπω; Τον Πηλέα, τον προπάππο του παιδιού,
να ζυγώνει με βιαστικό το γέρικό του βήμα.

(Μπαίνει στη σκηνή ο Πηλέας μαζί με τους ακόλουθούς του.)

    ΠΗΛΕΑΣ: Μενέλαε, τι είναι αυτά; Γιατί συμβαίνουν;
Τόσο μη βιάζεσαι ν’ αποφασίσεις. Δίκη να γίνει πρώτα.
Και κατ’ αρχήν το λόγο θα δώσω σ’ αυτήν.
Για πες μου, για ποιο λόγο σε σέρνουνε εσέ και το παιδί σου
δεμένους έτσι με σκοινιά;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Γέροντα, ετούτοι, όπως βλέπεις,
θέλουν στο θάνατο να μ’ οδηγήσουν μαζί με το παιδί μου.
Κι όπως έμαθες, η κόρη του ξεσήκωσε διχόνοια στο παλάτι.
Με βρήκαν ολομόναχη και θέλουν να με θανατώσουν
κι εμένα και το μονάκριβο παιδί μου.
Εσύ γέροντα που είσαι δίκαιος, δώσ’ μου τη σωτηρία.
Να μη γίνει ατιμία για σας και δυστυχία για μένα.
   ΠΗΛΕΑΣ:  Λύστε την! Σας προστάζω! Αφήστε της τα χέρια!
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Εγώ τ’ απαγορεύω και δεν είμαι διόλου κατώτερός σου.
   ΠΗΛΕΑΣ:  Πώς; Στο παλάτι μου ήρθες ν’ αφεντέψεις;
Να κυβερνάς τη Σπάρτη, δεν σου φτάνει;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Εγώ την πήρα σκλάβα πολεμώντας στην Τροία.
    ΠΗΛΕΑΣ: Την έλαβε βραβείο ο γιος του γιου μου.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Απ’ το χέρι μου, ποτέ δεν θα την πάρεις.
   ΠΗΛΕΑΣ: Θα σου ματώσω το κεφάλι με το σκήπτρο.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Ζύγωσέ με και θα μάθεις.
   ΠΗΛΕΑΣ: Άνδρας λέγεσαι εσύ, τιποτένιε;
Εσένα που ένας ξένος σου πήρε τη γυναίκα;
Κι έπειτα όλους τους Έλληνες σύναξες
για να τη φέρεις απ’ την Τροία πίσω;
Θα ‘πρεπε όμως να τη σιχαθείς αφού τη βρήκες άτιμη.
Κι εκεί που πήγε να την παρατήσεις.
Μα εσύ για την Ελένη αφάνισες τα παλικάρια των Ελλήνων.
Μέσα σ’ αυτούς είμαι κι εγώ δυστυχισμένος.
Τον γιο μου, τον Αχιλλέα,  εκεί τον έχασα.
Μα εσύ μονάχα γύρισες ζωντανός, χωρίς λαβωματιές.
    Όμως δεν μ’ άκουσε ο εγγονός  μου όταν του είπα
μήτα με σένα να συμπεθερέψει
μήτε στο σπίτι του να πάρει θυγατέρα κακιάς γυναίκας.
Τούτο να σκέφτεστε γαμπροί:
Καλής γυναίκας να παίρνετε την κόρη.
Κι έρχεσαι τώρα, το σπίτι των παιδιών μου να χαλάσεις.
Πάρε την κόρη σου από δω.
Πιο καλά να ‘χεις φτωχό και τίμιο πεθερό και φίλο
παρά γεμάτο πλούτη και κακία.
Κι εσύ, ένα τίποτα είσαι, να το ξέρεις.
ΧΟΡΟΣ: Όσοι θνητού είναι μυαλωμένοι, τούτο προσέχουν:
 με τους δικούς τους να μην μαλώνουν.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Λοιπόν, σοφούς πώς να τους πεις τους γέρους,
 όταν μια ξένη γυναίκα υποστηρίζουν;
Ξεχνάς ποιος σκότωσε το γιο σου;
Ο Πάρης, ο αδερφός του αντρός της ήταν
που τον έριξε νεκρό στα χώματα της Τροίας.
Εγώ για το καλό σου, γέρο, θέλω να τη θανατώσω.
ΠΗΛΕΑΣ: Γρήγορα αν δεν τσακιστείς απ’ το παλάτι,
μαζί με τη στείρα σου την κόρη,
ο εγγονός μου ο Νεοπτόλεμος
θα τη σύρει απ’ τα μαλλιά και θα τη διώξει.

(Ο Πηλέας λύνει τα χέρια της Ανδρομάχης.)

Κακούργε, τα χέρια της πλήγωσες.
Φοβήθηκες πως ξίφος θα ‘παιρνε για να σε πολεμήσει;

ΧΟΡΟΣ: Δεν έχουν χαλινάρι στο θυμό τους οι γέροι.
Αν αγριέψουν, δεν ξεφεύγεις.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Τα λόγια σου δεν με προσβάλλουν διόλου.
Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις, μονάχα λόγια.
Τώρα βιάζομαι. Για τη Σπάρτη φεύγω.
Όταν ξανάρθω, στο γαμπρό μου θα μιλήσω
κι έτσι την υπόθεση θα ξεκαθαρίσω.

(Ο Μενέλαος φεύγει από τη σκηνή.)

ΠΗΛΕΑΣ: Έλα, παιδί μου, εδώ στην αγκαλιά μου.
Άγρια φουρτούνα σου ‘τυχε
μα καλό βρήκες λιμάνι.

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Γέροντα, καλό να δίνουν σ’ εσέ και στους δικούς σου
που μ’ έσωσες εμένα μαζί με το παιδί μου.
Ωστόσο, κοίτα μήπως κάπου είναι κρυμμένοι αυτοί
και με τη βία μ’ αρπάξουν.
ΠΗΛΕΑΣ: Άφησε τα δειλά γυναικεία λόγια και προχώρα.
Απ’ τους νέους, περισσότερο αξίζει ο ψυχωμένος γέρος.
Όντας δειλός, τι να το κάνεις το γερό κορμί;

(Φεύγουν από τη σκηνή ο Πηλέας μαζί με την Ανδρομάχη.)

ΧΟΡΟΣ: Άλλη ζωή ποθώ εγώ. Να μην εξουσιάζει η βία το δίκιο.

              (Η Τροφός βγαίνει στη σκηνή από το παλάτι.)

ΤΡΟΦΟΣ: Φίλοι μου καλοί, απόψε πέφτουν απανωτές οι συμφορές.
Μιλώ για την κυρά μου, την Ερμιόνη
που βάλθηκε ν’ αυτοκτονήσει
γιατί φοβάται τώρα τον άντρα της μήπως τη διώξει
σαν μάθει τι πήγε να κάνει.
Οι σκλάβες με το ζόρι πήραν απ’ τα χέρια της το μαχαίρι.

(Η Ερμιόνη βγαίνει ορμητικά απ’ το παλάτι στη σκηνή.)

ΕΡΜΙΟΝΗ: Αχ, συμφορά μου! Γιατί απ’ το χέρι μου πήρατε το ξίφος;
Δώστε το πίσω στα στήθια να το μπήξω.
Δεν είμαι άξια στον κόσμο αυτόν να ζήσω.
ΤΡΟΦΟΣ: Τι βασανίζεσαι; Σε κάθε θνητό οι θεοί στέλνουν συμφορές;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Πατέρα, μ’ άφησες μονάχη.
Μ’ άφησες σαν βάρκα στο γιαλό χωρίς κουπιά.
Θα μ’ αφανίσει, θεέ μου, ο άντρας μου σαν γυρίσει.
Κάτω απ’ τη στέγη αυτή δεν θα μπορέσω πια να ζήσω.
ΤΡΟΦΟΣ: Παιδί μου, ο άντρας σου τον γάμο αυτόν δεν θα χαλάσει
γιατί είσαι κόρη ανθρώπου ξακουστού.
Πήγαινε τώρα στο παλάτι κι όλα θα φτιάξουν.

(Η Τροφός μπαίνει στο παλάτι.)

ΧΟΡΟΣ: Μα, να, γοργά ζυγώνει αυτός ο ξένος
κι είναι κάπως παράξενη η θωριά του.

(Μπαίνει στη σκηνή ο Ορέστης.)

ΟΡΕΣΤΗΣ: Ξένες, αυτό είναι το παλάτι
               που μένει  η κόρη του Αχιλλέα;
  ΧΟΡΟΣ: Σωστά. Κι εσύ ποιος είσαι και ρωτάς να μάθεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Με λεν Ορέστη.
Γιος της Κλυταιμνήστρας και του Αγαμέμνονα.
Πάω στου Δία το μαντείο, στη Δωδώνη.
Ήρθα εδώ για μια γυναίκα συγγενή μου να μάθω,
την Ερμιόνη, τη Σπαρτιάτισσα.
ΕΡΜΙΟΝΗ: Ω, γιε του Αγαμέμνονα!
Είσαι για μένα λιμάνι σωτηρίας.
Λυπήσου με!
Μεγάλες συμφορές με βρήκαν.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Τι τρέχει; Θεοί ή θνητοί σε τυραννούνε;
ΕΡΜΙΟΝΗ:  Φταίω κι εγώ κι ο άντρας μου και κάποιος θεός.
Με ζώνει η δυστυχία.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Υπάρχει για την άτεκνη γυναίκα
άλλο κακό απ’ του γάμου το κρεβάτι;
ΕΡΜΙΟΝΗ:  Απ’ αυτό υποφέρω. Μάντεψες σωστά.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Αντί για σένα, ο άντρας σου θέλει άλλη γυναίκα;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Του Έκτορα το ταίρι που πήρε σκλάβα.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Κακό δυο γυναίκες να ‘χει ένας άντρας.
ΕΡΜΙΟΝΗ: Έτσι κι εγώ θέλησα να την διώξω.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Δολοπλοκία σκαρφίστηκες γυναικεία;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Φόνο γι’ αυτήν μαζί με το νόθο γιο της.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Το ‘κανες ή σ’ εμπόδισε κανένας;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Ο γερό-Πηλέας τους προστάτεψε από μένα.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Ήταν κανείς άλλος να σε βοηθήσει;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Ήρθε γι’ αυτό ο πατέρας μου απ’ τη Σπάρτη.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Και τον νίκησε ενός γέροντα το χέρι;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Μόνο η ντροπή του. Και μ’ άφησε μονάχη.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Κατάλαβα, τον άντρα σου φοβάται.
ΕΡΜΙΟΝΗ: Ναι, με το δίκιο του θα μ’ αφανίσει.
 Μα τι χρειάζονται τώρα τα λόγια;
Στον Δία σε ικετεύω, όσο μπορείς,
μακρύτερα απ’ αυτή τη χώρα στείλε με
ή στο πατρικό σου σπίτι πάρε με.
Εδώ θαρρώ, πως τα σπίτια έχουν φωνή,
με διώχνουν.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Ήρθα χωρίς να με καλέσεις,
μαζί μου να σε πάρω, αν το ζητούσες.
Δική μου ήσουν πρώτα,
κι αν παντρεύτηκες αυτόν τον άντρα,
ο πατέρας σου τα φταίει.
Στον Νεοπτόλεμο σ’ έδωσε,
φτάνει την πόλη να ‘παιρνε της Τροίας.
ΕΡΜΙΟΝΗ: Τον γάμο μου ο γονιός μου θα φροντίσει.
Γρήγορα, πάρε με από δω,
μη με προλάβει ο άντρας μου.

(Ο Ορέστης φεύγει μαζί με την Ερμιόνη. Μπαίνει ο Πηλέας.)

ΠΗΛΕΑΣ: Για πέστε μου γυναίκες,
έφυγε του Μενέλαου η κόρη;
ΧΟΡΟΣ: Αλήθεια είναι, Πηλέα.
Τον άντρα της φοβήθη μην τη διώξει.
ΠΗΛΕΑΣ: Με τον γονιό της έφυγε ή μ’ άλλον;
ΧΟΡΟΣ: Ο γιος του Αγαμέμνονα την πήρε.
ΠΗΛΕΑΣ: Γοργά να τρέξει κάποιος στους Δελφούς
τον Νεοπτόλεμο να φέρει.

(Ένας αγγελιαφόρος φεύγει για τους Δελφούς. Μπαίνει ένας άλλος αγγελιαφόρος.)

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Αλίμονο! Αχ! Ποιες συμφορές ήρθα να φέρω.
Γερο-Πηλέα, πάει ο εγγονός σου.
Άντρες απ’ τους Δελφούς τον αφανίσαν.
ΠΗΛΕΑΣ: Πώς; Εχάθη του μονάκριβου γιου μου το μοναχοπαίδι;
Λέγε! Όσο φρικτό κι αν είναι, θέλω να τ’ ακούσω.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Όταν φτάσαμε στον δοξασμένο τόπο των Δελφών,
ο γιος του Αγαμέμνονα, ο Ορέστης γυρνούσε στην πόλη
διαδίδοντας ότι εμείς πήγαμε εκεί
του Απόλλωνα τον ναό για να κουρσέψουμε.
Σ’ όλη την πόλη διαδόθηκε για μας φήμη κακή.
Και την ώρα που ο Ορέστης ετοίμαζε θυσία,
με ξίφη όρμησαν για να τον αφανίσουν.
Κάνει αμέσως πίσω κι αρπάζει απ’ τον τοίχο όπλα
κι ολόρθος στάθηκε εμπρός απ’ τον βωμό.
Κι όπως τον χτυπούσαν από παντού
πυκνές πέτρες σαν χιονιού νιφάδες,
σήκωσε για προφύλαξη την ασπίδα.
Ωστόσο τίποτα δεν κατάφερε.
Χωρίς να διστάσει, χίμηξε τότε πάνω τους.
Εκείνοι σαν τα περιστέρια που είδαν γεράκι, διαλύθηκαν.
Και τότε, μες στη μάχη από χτύπημα ξίφους κοφτερού
ο γιος του Αχιλλέα πέφτει νεκρός.
Έτσι το θέλησε ο Φοίβος κι έτσι εγίνη.
          ΠΗΛΕΑΣ: Αλίμονό μου! Τι κακό ακούω
και το δέχομαι έτσι δίχως τη δύναμη να κάνω κάτι.
Ωχ! Πάει η γενιά μου! Χαθήκαμε! Χαθήκαμε!

(Εμφανίζεται η θεά Θέτις.)

ΘΕΤΙΣ: Η Θέμιδα είμαι κι ήρθα εδώ για χάρη του παλιού μου γάμου.
Να ο λόγος που ως εδώ ήρθα:
Τον Νεοπτόλεμο να πας να θάψεις στον τόπο των Δελφών.
Κι αυτήν, την Ανδρομάχη λέω, γέροντα,
να πάρει τον Έλενο γι’ άντρα
και να πάει να ζήσει στων Μολοσσών τη χώρα
μαζί με το γιο της
γιατί δεν πρέπει να χαθεί, Πηλέα, το γένος μας.
Κι εγώ, θεά που είμαι, θα σε λυτρώσω απ’ τα δεινά σου
κι αθάνατο θα σε κάνω θεό
να ζεις μαζί μου στα παλάτια του Νηρέα.
Πάψε να θλίβεσαι τους πεθαμένους.
Ο θάνατος πάντα περιμένει τους ανθρώπους,
αυτή είναι η μοίρα τους.

(Η Θέτις φεύγει.)

ΠΗΛΕΑΣ: Ω, θυγατέρα του Νηρέα,
χαίρε σεβάσμια κι ευγενική συντρόφισσά μου.
Κι αφού προστάζεις εσύ θεά, παύω τη θλίψη
κι όταν αυτά που πρόσταξες τελειώσω,
θα ‘ρθω να σ’ ανταμώσω.
Ο γνωστικός ο άνθρωπος
πρέπει να σμίγει μ’ ευγενική γενιά
και τα παιδιά του μ’ ευγενική γενιά να τα παντρεύει.
Γάμους ανάξιους να μην θέλει
μήτε πολύχρυση κι αν πάρει προίκα.
Αν κάνουν έτσι, κακό οι θεοί δεν θα τους δώσουν.
ΧΟΡΟΣ:  Τα της ζωής πολλές φορές αλλάζουν
κι απρόσμενα πολλά μας περιμένουν.
Όμως για όλα αυτά τη λύση τους τη βρίσκει
ο νους τ’ ανθρώπου μαζί με την καρδιά και του θεού το χέρι.


ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate-Μετάφραση