ΦΑΝΤΑΣΙΑ-ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

                   1.  Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ

                                                Θερβάντες                                                                                                                      
Ίσως θα έχετε ακουστά το όνομα Δον Κιχώτης! Ήταν ένας άρχοντας πολύ φτωχός από παράδες, μα πάρα πολύ πλούσιος σε φαντασία, και ζούσε δω και κάμποσα χρόνια στην Ισπανία, στην ξακουσμένη χώρα της Μάντσας.
Ο Δον Κιχώτης άρχισε τη ζωή του όπως όλοι οι άρχοντες του καιρού του. Πήγαινε συχνά για κυνήγι κι έπαιζε τα ζάρια με τον μπαρμπέρη του χωριού.
Αργότερα όμως, σαν έφτασε τα πενήντα, ο Δον Κιχώτης τα παράτησε όλα και το ‘ριξε στο διάβασμα. Γέμισε το λοιπόν τη βιβλιοθήκη του με σωρό βιβλία, που για να τα’ αγοράζει αναγκαζόταν να ξεπουλάει λίγο λίγο τα χωράφια του.
Μα τα βιβλία που αγόραζε δεν τον ωφελούσαν σε τίποτα. Κρίμα τους παράδες που έδινε! Γιατί ήταν από κείνα τα μυθιστορήματα, που τα λέγανε τότες «ιπποτικά» και που ανιστορούσαν τα πιο απίστευτα κατορθώματα  των παλιών ιπποτών. Κλείνονταν λοιπόν στο δωμάτιό του ο Δον Κιχώτης και  διάβαζε μέρα νύχτα του κόσμου τις κουταμάρες με πάθος αφάνταστο. Κι ό,τι διάβαζε το πίστευε γι’ αληθινό.
Πίστευε λοιπόν πως οι ήρωες των βιβλίων του κόβανε σαν πράσα με μια σπαθιά οχτώ γίγαντες μαζί ή τρυπούσανε σαν τυρί με μια κονταριά ολάκερα βουνά. Τελευταία κατάντησε να τους βλέπει και μπροστά του και να φαντάζεται πως κι ο ίδιος είναι ένας απ’ αυτούς. Κι όπως είχε αδυνατίσει από το πολύ διάβασμα, το λίγο φαγί και το λίγο ύπνο, σιγά σιγά έχασε τα λογικά του και μπέρδευε τις θαυματουργίες των ιπποτών με τα καθημερινά μικροσυμβάντα της  ζωής του. Τι ήταν αλήθεια και τι ψέμα, τι ήταν σωστό και τι παραμύθι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει.
-          Μα, έλεγε μέσα του, για να τα κάνω όλ’ αυτά μου χρειάζονται άρματα κι ένα άλογο!
Όσο για άρματα δεν άργησε να βρει. Ήτανε τα’ άρματα των προγόνων του, ξεχασμένα σε μιαν αποθήκη, όλο σκουριές και μούχλα.
Για άλογο, είχε το δικό του. Ένα άλογο γέρικο, κοκαλιάρικο, με στραβά ποδάρια και με χαίτη πεσμένη. Μα έπρεπε να του δώσει κανένα χτυπητό όνομα, όπως έκαναν όλοι οι ιππότες των αγαπημένων του βιβλίων. Τέσσερις μέρες βασάνιζε το μυαλό του, όσο που βρήκε το κατάλληλο όνομα! Βάφτισε το λοιπόν το ψωράλογό του Ροσινάντη κι αμέσως φαντάστηκε πως είναι το ταίρι του Βουκεφάλα!
Του Δον Κιχώτη του καρφώθηκε ακόμη η ιδέα να κάνει το Σάντσο ιπποκόμο του, μια κι όλα τα ιπποτικά μυθιστορήματα που διάβασε γράφανε πως κανένας ιππότης δε βγήκε να τριγυρίσει τον κόσμο χωρίς ιπποκόμο. Το λοιπόν βρήκε το Σάντσο Πάνσα μοναχό του μέσα στην κουζίνα την ώρα που έτρωγε μια βαθιά γαβάθα κουκιά.
Τι αντίθεση ανάμεσα στους δυο αυτούς ανθρώπους! Ο Δον Κιχώτης ήταν ψηλός, αδύνατος και ξερακιανός, με μακριά μουστάκια, που κόβανε στα δυο το κιτρινιάρικο και μελαγχολικό του πρόσωπο. Ο Σάντσος ήταν κοντός και χοντρός, κι ένα παντοτινό χαμόγελο του φάρδαινε πιο πολύ την ολοστρόγγυλη φάτσα του.
Ο Δον Κιχώτης εξήγησε αμέσως στο Σάντσο τι τον ήθελε: να τον κάνει ιπποκόμο και να γυρίσουν μαζί τον κόσμο. Και τον βεβαίωσε πως αυτός για τις ανδραγαθίες του και τη δόξα του θα ‘παιρνε κανένα νησί από το βασιλιά, όπου θα τον διόριζε διοικητή. Με τέτοια κι άλλα παρόμοια ταξίματα ο φτωχός ο Σάντσος μέσα σε μιαν ώρα δέχτηκε ν’ ακολουθήσει το γείτονά του.
Έτσι λίγες μέρες αργότερα δυο καβαλάρηδες βγαίνανε  κρυφά, πριν ανατείλει ο ήλιος, από το χωριό. Ήταν ο Δον Κιχώτης ανεβασμένος απάνω στο Ροσινάντη κι ο Πάνσας απάνω στο γάιδαρό του. Πήγαιναν να καταχτήσουν τη δόξα!
Θα περπάτησαν μιαν ολάκερη ώρα, όταν ξαφνικά ο Δον Κιχώτης σηλώθηκε όρθιος απάνω στα ζεγκιά του αλόγου του.
-Να, είπε, αγαπητέ μου Σάντσο, η μέρα που θα φανεί η αξιοσύνη του χεριού μου, και τα σημερινά μου κατορθώματα θα μείνουν γραμμένα στον αιώνα τον άπαντα μέσα στην ιστορία. Βλέπεις εκείνη εκεί τη σκόνη που υψώνεται πέρα,  Σάντσο; Μάθε πως έρχεται ένας μεγάλος στρατός κατά το μέρος μας.
-Άμα είναι έτσι, τότε θα ‘ναι δυο στρατοί, απάντησε ο Σάντσος. Γιατί από τούτη την αντίθετη μεριά υψώνεται μια παρόμοια σκόνη.
Ο Δον Κιχώτης γύρισε και είδε πως ο Σάντσος είχε δίκιο. Αναγάλλιασε από χαρά, γιατί συλλογίστηκε πως  οι δυο αυτοί στρατοί έρχονταν να χτυπηθούν στη μέση του ατέλειωτου κάμπου. Τη σκόνη αυτή την έκαναν δυο μεγάλα κοπάδια πρόβατα, που έρχονταν από τις δυο αντίθετες μεριές.
Μα με τόση πίστη βεβαίωσε ο Δον Κιχώτης πως τα σύννεφα της σκόνης ήταν στρατοί, που ο Σάντσος στο τέλος τον πίστεψε και είπε:
-Λοιπόν, αφέντη, εμείς τι θα κάμουμε σ’ αυτήν την περίσταση;
-Τι θα κάμουμε; απάντησε ο Δον Κιχώτης υψώνοντας περήφανα το μέτωπό του. Θα πάμε με το μέρος εκείνων που έχουν ανάγκη να τους βοηθήσουμε.
-Μα, αφέντη μου, φώναξε ο Σάντσος σαστισμένος, γυρίζω και ξαναγυρίζω το κεφάλι μου, τεντώνω το λαιμό μου, που πάει να ξεκολλήσει, γουρλώνω τα μάτια μου, που λες θα πεταχτούν όξω, μα ο διάολος να με πάρει αν βλέπω κανέναν απ’ αυτούς που μου ψέλνεις.
-Τι! δεν ακούς τα χλιμιντρίσματα των αλόγων; Τις σάλπιγγες; Τα τύμπανα;
-Δεν ακούω τίποτα, απάντησε ο Σάντσος… Το πολύ πολύ ακούω βελάσματα προβάτων…
-Α! είπε ο Δον Κιχώτης, φοβάσαι τόσο πολύ τον πόλεμο, φτωχέ μου Σάντσο, που έχασες το μπούσουλα. Πολύ καλά, μείνε εσύ εδώ, κι εγώ θα πάω μοναχός μου να δώσω τη νίκη σ’ εκείνον που θα βοηθήσω.
Κι αφού σπιρούνισε το Ροσινάντη, έφυγε τρέχοντας, χωρίς ν’ ακούσει τα ξεφωνητά του ιπποκόμου του.
-Για τ’ όνομα του Θεού! φώναξε ο Σάντσος, γύρνα πίσω, αφέντη μου Δον Κιχώτη, γιατί ‘ναι πρόβατα αυτά που πας να πολεμήσεις. Τι τρέλα πάλι αυτή! Αλίμονο, αλίμονο!
Ο Δον Κιχώτης έτρεχε σπιρουνίζοντας κάθε τόσο τα’ άλογό του και χουγιάζοντάς το σαν δαιμονισμένος. Και χωρίς να χάσει καιρό, έπεσε μέσα στο κοπάδι τα πρόβατα κι άρχισε να τα χτυπά δεξιά κι αριστερά με λύσσα και θυμό.
Οι τσοπάνηδες έβαλαν τις φωνές, τον έβριζαν και τον φοβέριζαν, μα αυτός δεν έδινε πεντάρα. Τότε πήραν πέτρες και άρχισαν να τις ρίχνουν απάνω του βροχή.
Μια πέτρα τον βρήκε ίσα στο στόμα και του έσπασε τρία δόντια, ενώ μια δεύτερη τον χτύπησε βαριά στο πλευρό. Μια τρίτη έπεσε στο κούτελο και τον ζάλισε τόσο πολύ, που γκρεμίστηκε πάνω από τα’ άλογό του χάμω στη γης. Οι τσοπάνηδες νόμισαν πως τον είχαν σκοτώσει. Μάζεψαν γρήγορα γρήγορα το κοπάδι τους, φορτώθηκαν στον ώμο τα σκοτωμένα πρόβατα, κι από δω παν οι άλλοι.
Όλον αυτόν τον καιρό ο Σάντσος στεκόταν πάνω στα βράχια και κοίταζε τις τρέλες του αφεντικού του, μαδώντας τα γένια του από την απελπισιά του. Κι όταν οι τσοπάνηδες χάθηκαν από το πρόσωπο της γης, κατέβηκε από το μετερίζι του και ζύγωσε το αφεντικό του, που ήταν σ αξιολύπητη κατάσταση.
-Ε, δε σου το έλεγα, αφέντη μου Δον Κιχώτη, είπε ο Σάντσος, σκουπίζοντας τα αίματα από το πρόσωπο του πληγωμένου ιππότη. Δε σου το ‘λεγα, πως δεν ήταν στρατοί, μα κοπάδια πρόβατα;



        
                2.    Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΠΛΑΝΗΤΕΣ

(«Ο μικρός πρίγκιπας» είναι ένα παράξενο παραμύθι με ήρωά του ένα παιδί που μένει μόνο του σ’ ένα μικροσκοπικό πλανήτη. Το παιδί έχει απορίες και θέλει να γνωρίσει τον κόσμο και τους ανθρώπους. Γι’ αυτό κάνει ταξίδια στους γειτονικούς πλανήτες, με τελευταίο του σταθμό τη γη.
Στο παρακάτω απόσπασμα βρίσκουμε το μικρό πρίγκιπα να συνομιλεί μ’ έναν επιχειρηματία, μοναδικό κάτοικο του τέταρτου από τους πλανήτες που επισκέφτηκε.).


Ο τέταρτος πλανήτης ήταν ιδιοκτησία ενός επιχειρηματία. Ο άνθρωπος αυτός ήταν τόσο απασχολημένος που δε σήκωνε κεφάλι, σαν πήγε το πριγκιπόπουλο.
-Καλημέρα, του είπε το πριγκιπόπουλο. Έσβησε το τσιγάρο σας.
-Τρία και δύο πέντε. Πέντε κι εφτά δώδεκα. Δώδεκα και τρία δεκαπέντε. Καλημέρα. Δεκαπέντε κι εφτά  είκοσι δύο. Είκοσι δύο και έξι είκοσι οκτώ. Δεν έχω καιρό να ξανανάψω το τσιγάρο. Δεν έχω καιρό. Είκοσι έξι και πέντε τριάντα ένα. Ούφ! Γίνονται λοιπόν πεντακόσια ένα εκατομμύρια εξακόσιες είκοσι δύο χιλιάδες επτακόσια τριάντα ένα.
-Πεντακόσια εκατομμύρια… τι;
-Ε; Εδώ είσαι ακόμα εσύ; Πεντακόσια εκατομμύρια… δεν ξέρω τι. Έχω πολλή δουλειά. Εγώ είμαι σοβαρός. Δεν παιδιαρίζω εγώ. Δύο και πέντε επτά…
-Πεντακόσια ένα εκατομμύρια τι; Είπε πάλι το πριγκιπόπουλο, που δεν ξεχνούσε ποτέ την ερώτηση που είχε κάνει.
Ο επιχειρηματίας σήκωσε το κεφάλι:
-Πενήντα τέσσερα χρόνια κατοικώ σε τούτον τον πλανήτη. Πενήντα τέσσερα χρόνια και μ’ ενόχλησαν μονάχα τρεις φορές. Την πρώτη, πριν από είκοσι δύο χρόνια, ένα έντομο έπεσε, από πού ένας Θεός ξέρει. Έκανε θόρυβο φοβερό, κι έκανα σε μια πρόσθεση τέσσερα λάθη. Τη δεύτερη φορά, πριν έντεκα χρόνια, με χτύπησαν οξείς ρευματισμοί. Δεν κάνω, βλέπεις, γυμναστική. Δεν έχω καιρό για χάσιμο. Είμαι σοβαρός εγώ! Την Τρίτη φορά… εσύ! Λογάριαζα λοιπόν πεντακόσια ένα εκατομμύρια…
-Εκατομμύρια… τι;
Ο επιχειρηματίας κατάλαβε πια πως δεν μπορούσε να ξεφύγει.
-Εκατομμύρια απ’ αυτά τα μικρούτσικα πραγματάκια, που βλέπουμε συχνά στον ουρανό.
-Μύγες;
-Όχι. Αυτά που λαμπυρίζουν.
-Μέλισσες;
-Όχι! Εκείνα τα χρυσαφένια που κάνουν τους τεμπέληδες να ρεμβάζουν. Εγώ όμως είμαι σοβαρός! Δεν έχω καιρό για ρεμβασμούς.
-Α! Πες μου αστέρια, δα!
-Αστέρια! Ναι.
-Και τι τα κάνεις τα πεντακόσια εκατομμύρια αστέρια;
-Πεντακόσια εκατομμύρια εξακόσιες είκοσι δύο χιλιάδες επτακόσια τριάντα ένα. Είμαι σοβαρός εγώ. Είμαι ακριβολόγος.
-Και τι τα κάνεις όλα αυτά τ’ αστέρια;
-Και τι τα κάνω;
-Ναι!
-Τίποτα. Είναι δικά μου! Τα ‘χω.
-Δικά σου είναι τ’ αστέρια;
-Ναι!
-Και τι σου χρησιμεύει να ‘χεις δικά σου τ’ αστέρια;
-Τι μου χρησιμεύει; Μα … να ‘μαι πλούσιος.
-Και τι σου χρησιμεύει να ‘σαι πλούσιος;
-Για ν’ αγοράσω κι άλλα αστέρια, αν τύχει κανείς κι ανακαλύψει.
-Πώς είναι δυνατόν να γίνουν ιδιοκτησία ενός τ’ αστέρια;
-Τίνος είναι τ’ αστέρια;
-Δεν ξέρω. Νομίζω κανενός.
-Έγιναν λοιπόν δικά μου γιατί εγώ σκέφτηκα πρώτος να τα πάρω.
-Αλήθεια! είπε το αγόρι. Και τι τα κάνεις τώρα;
-Τώρα τα διαχειρίζομαι. Τα μετράω. Τα ξαναμετράω. Είναι βέβαια δύσκολο. Αλλά είμαι σοβαρός άνθρωπος εγώ!
Η απάντησε δεν ικανοποίησε και πολύ το μικρό πρίγκιπα.
-Σαν έχω εγώ ένα μαντίλι, μπορώ να το δέσω στο λαιμό μου και να το πάω όπου μ’ αρέσει. Σαν έχω εγώ ένα λουλούδι, μπορώ να το κόψω και να το πάρω μαζί μου, όπου μ’ αρέσει. Όμως εσύ δεν μπορείς να κόψεις τ’ αστέρια!
-Όχι, αλλά μπορώ να τα βάλω στην τράπεζα.
-Στην τράπεζα; Και τι θα πει αυτό;
-Να! Γράφω σ’ ένα χαρτί τον αριθμό των αστεριών μου και το κλειδώνω σ’ ένα συρτάρι
-Αυτό είναι όλο;
-Αυτό!
Το πριγκιπόπουλο έφυγε κι έλεγε στο ταξίδι του:
«Παράξενοι! Πολύ παράξενοι αυτοί οι μεγάλοι!»


A.    DE SAINT-EXUPERY

  
Εργασία: Να χαρακτηρίσετε τα δύο πρόσωπα του κειμένου.                                       










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate-Μετάφραση